Η πέρδικα...


Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) μέσα από το ανεπανάληπτο βιβλίο του "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου" (βιβλιοπωλείον της Εστίας), μας συστήνει... την Πέρδικα των βουνών μας!

Ιδού...

======================

Η πέρδικα

Πολλούς ανθρώπους και ζώα εξιδανίκευσεν η δημο­τική ποίησις. Αλλά διά την άτυχη Πέρδικα εφάνη τόσον βάναυσος, ώστε να λυπούμαι άμα την βλέπω, ή άμα ακούω τα τραγούδια της. Τα μάτια της και τα φρύδια της, αριστουργήματα συνθέσεως φωτός και χρωμάτων, τα εχάρισεν ο δημοτικός στίχος εις χιλιάδας γυναικών. Δεν ετραγούδησε κανείς χωριάτης ή βλάχος, ποιητής ή σκιτζής, την ερωμένην του, δίχως να βεβαίωση ότι είναι «περδικομάτα». Επίσης όλοι οι ερασταί ανεκάλυψαν ότι τα στήθη «εκείνης» είναι όπως της πέρδικας. Δι’ ο και η «περδικόστηθη» δίνει και παίρνει εις την δημοτικήν ποίησιν, όπως και η «περδικομάτα» και η «περδικοπερπατούσα». Εάν ιδήτε Πέρδικα να περπατή, θα ομολογήσετε ότι πλέον αρμονικόν, ρυθμικόν, ευφρόσυνον περπάτημα είναι αδύ­νατον να έχουν και οι άγγελοι.

Οι κυνηγοί, άμα την βλέπουν να περπατή, της σφυρίζουν όπως τα σκυλιά. Αυτή, έχουσα ίσως πεποίθησιν εις την τέχνην της να γυρίζη ανάποδα, ώστε να μη φαίνεται, στέκει ή λουφάζει ή αναποδογυρίζε­ται και ο κυνηγός σφυρίζων την πλησιάζει έως εκεί που θα του έλθη βολικά να την τουφεκίση· εάν εν­νοείται, δεν τον γελάση και χαθή από τα μάτια του, έστω και αν είναι εντελώς κατεμπρός του. Ιδίως τα περδικόπουλα έχουν τόσην επιτηδειότητα να γίνωνται ένα με το χώμα, διότι τα βοηθεί και το χρώμα των, ώστε και να τα έχετε εμπρός στα μάτια σας είναι αδύ­νατον να μη τα χάσετε. Δι’ αυτούς τους λόγους το κυνήγι της Πέρδικας είναι δύσκολον δι’ όλους τους κυνηγούς.
Ημείς έχομεν ένα χωριανόν μας μανιώδη περδικοκυνηγόν, ο οποίος όμως σπανίως επιτυγχάνει εις το προσφιλές του αυτό κυνήγι. Και τον υποδέχονται πάν­τοτε οι συνάδελφοί του με το σχετικόν τραγούδι:

Της Θανάσαινας ο γυιος

ο περδικοκυνηγός

όλη μέρα στο κυνήγι

και το βράδυ τρώει κρεμμύδι.


 Η Πέρδικα κάνει τη φωλιά της εις χαμηλά ριζοσπήλια. Το τραγούδι μ' όλα ταύτα λέγει:


Απάνω στη τριανταφυλλιά

φκιάνει η πέρδικα φωλιά,

με σύρματα και με φλωριά

και με σαρανταπέντε αυγά·

κι ανατραντάχθη η πέρδικα

και πέσαν τα τριαντάφυλλα·

το μάθαν οι αρχόντισσες

και παν να τα μαζέψουν,

να φκιάσουν άνθινο νερό

να λούσουν νύμφη και γαμπρό.

Κλώθει συνήθως δώδεκα αυγά, μολονότι η λαϊκή ζωολογία λέγει ότι φθάνει έως τα τεσσαράκοντα πέντε. Τα αυγά της όχι μόνον τρώγονται, αλλά και τα βάζουν εις τις φωλιές της κότας, η οποία τα κλώθει όπως και τα ιδικά της. Τα κοτοπερδικόπουλα όμως φεύγουν εις την ερημίαν άμα μεγαλώσουν, διά τούτο δε και φροντίζουν ενωρίς να τα κλείσουν στα κλουβιά. Αλλά και εκεί, όταν είναι, μόλις ακούσουν περδικολάλημα κτυπούν τα σύρματα μέχρις αιματώ­ματος. Οι κυνηγοί μεταχειρίζονται τα κοτοπερδικόπουλα ακριβώς δι’ αυτόν τον σκοπόν. Αφού μεγα­λώσουν ολίγον τα παίρνουν με τα κλουβιά των και τα τοποθετούν εις μέρη περδικοσύχναστα. Εκεί βά­ζουν επάνω στα κλουβιά ένα πανί κόκκινο, το οποίον, άγνωστον δια ποίον λόγον, ερεθίζει την Πέρδικα εις λάλημα αδιάκοπον. Κατ’ αυτόν τον τρόπον «μαυλίζονται» οι άλλες πέρδικες και πλησιάζουν τα κλου­βιά, όπου οι κυνηγοί τας αναμένουν, κρυμμένοι πίσω από βράχους ή κλαδιά.

Το πέταγμα της Πέρδικας είναι τόσον βροντερόν, ώστε «έσκιαζε και τον Κατσαντώνην», όπως λέγουν οι Σαρακατσάνοι. Περιττόν να σημειώσω, ότι ο Κα­τσαντώνης γεμίζει όλα τα βουνά μας με το όνομά του: «Πήδημα Κατσαντώνη», «Σπηλιά Κατσαντώνη», «Βρύση Κατσαντώνη» κλπ. Είναι ένα είδος Διγενή Ακρίτα δια τα Άγραφα. Ετρόμαξε λοιπόν και τον Κατσαντώνην το πέταγμα της Πέρδικας, εις το άκου­σμα του οποίου νομίζετε ότι επελαύνει ιππικόν.

Τι τρώγει η Πέρδικα; Σχεδόν όλα τα χορταρικά. Αλλά απαραίτητος τροφή της είναι το χαλίκι, το οποίον κατά μεν την πραγματικήν λαϊκήν ζωολογίαν το τρώγει διά να διευκολύνη την χώνευσίν της, κατά δε την ποιητικήν παράδοσιν διά να λαγαρίζη η φωνή της.

Άμα το πρωί ακούω την φωνήν της, την καταλάγαρην και γλήγορην ως αστραποβόλημα, δέχομαι την παράδοσιν ότι τροχίζει τον λαιμόν της με στουρνάρια και ασπρολίθαρα. Αλλ’ ελησμόνησα να σημειώσω ότι η Πέρδικα έχει αδυναμίαν και προς τα σταφύλια. Ένα από τα άπειρα τραγούδια της λέγει:

- Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη

κι ήλθες το πρωί βρεμένη:

- Ήμουνα πέρα στα πλάγια

στις δροσιές και στα χορτάρια.

- Τ’ έτρωγες πέρα στα πλάγια

στις δροσιές και στα χορτάρια;

- Έτρωγα το Μάη τριφύλλι

και τον Αύγουστο σταφύλι.

Τα περισσότερα τραγούδια του γάμου και των αρ­ραβώνων δανείζονται εικόνες, ευμορφιές και δροσιές από την Πέρδικα. Είναι το ποιητικώτερον σύμβολον της ευμορφιάς, της εορτής, της χαράς, της δροσιάς, της γυναίκας. Ο αετός εις κάποιους στίχους παρα­καλεί τα νύχια του:

Νύχια μου και νυχάκια μου,

και νυχοποδαράκια μου,

την πέρδικα που πιάσατε

να μην τηνε χαλάσετε.

Η Πενταγιώτισσα πάλιν παρουσιάζεται εις ένα από τα τραγούδια της ως πέρδικα, που την ήρπασε στα νύχια του ένας από τους εραστάς της, από τους πολ­λούς, που έσφάζοντο στην ποδιά της όπως τα κριάρια:

Ανέβηκα και κοίταξα

της Αϊ-Θυμιάς τον κάμπο

Είδα (ν) αετό που κράταγε

μια πέρδικα στα νύχια.

Κι αετός αποκοιμήθηκε

κι η πέρδικα τού φεύγει.

Πέτρα σε πέτρα περπατεί

λιθάρι σε λιθάρι.

Μόνον άμα «σταυρώση» τον δρόμον του στρατοκό­που, τουτέστι άμα περάση εμπρός του σταυρωτά προς την διεύθυνσίν του, είναι κακός οιωνός. Τότε «κόβει τον καλό δρόμο».
Πηγή: