Ήταν αγαθός, ευφυολόγος, ετοιμόλογος, καλόκαρδος και κάθε άλλο παρά γελοίος.
Για την αποκατάσταση του Καραγκιόζη
Στους ανθρώπους της γενιάς μου ο Καραγκιόζης υπήρξε μέρος των παιδικών μας χρόνων. Μεγάλη χαρά μας έδιναν οι παραστάσεις από κάποιον πλανόδιο καραγκιοζοπαίχτη, στο καφενείο του χωριού πίσω από το λευκό σεντόνι!
Τώρα με τη ματιά του ενήλικα κυριευμένη από νοσταλγία και κυρίως από την ανάγκη να κατανοήσω εκ των υστέρων γιατί κακώς, κατά τη γνώμη μου, αποκαλεί κάποιος τον συνομιλητή του απαξιωτικά « Καραγκιόζη» …θέλησα να ασχοληθώ λίγο με την ιστορία του.Έτσι για την αποκατάστασή του ώστε να είναι στη διακριτική ευχέρεια του καθενός αν θα αποκαλεί στο εξής κάποιον «Καραγκιόζη». Επίσης για να θυμηθούμε οι παλαιότεροι και για να μαθαίνουν οι νεότεροι, αφού «οι φωνές του Καραγκιόζη …αυτή η νοστιμάδα της ελληνικής φυλής η εκφρασμένη με ήχους», όπως έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης, εξακολουθεί να συγκινεί κάθε φορά που ξαναπιάνουμε το νήμα!
Ο «Karagoz» γίνεται Καραγκιόζης
Το ελληνικό θέατρο σκιών, ο γνωστός Καραγκιόζης, εδραιώνεται στην Ελλάδα από το 1890, έχοντας προέλευση οθωμανική (Karagοz =μαυρομάτης).Όμως έγιναν δυο σημαντικά βήματα εξελληνισμού του: με την προσάρτηση της νότιας Ηπείρου εμφανίζονται στην περιοχή του Αμβρακικού καραγκιοζοπαίχτες, οι οποίοι που δίνουν ηρωικές παραστάσεις με πραγματικούς και φανταστικούς καπετάνιους του ΄21 και παραστάσεις που βασίζονται σε καθαρά ελληνικές πηγές, όπως τη Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, το παραμύθι του δρακοντοκτόνου ήρωα και σε παραδόσεις για τον Άγιο Γεώργιο.
Αυτή η δημιουργική ένταξη στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό έγινε πιθανότατα στα Γιάννενα, που ήταν μεγάλο αστικό, εμπορικό, διοικητικό και πνευματικό κέντρο.
Στη συνέχεια το δεύτερο και οριστικό βήμα για τον εξελληνισμό του έγινε από τον Δ. Σαρντούνη ή Μίμαρο και την «σχολή» του στην Πάτρα, η οποία ήταν τότε σημαντικό θεατρικό κέντρο.
Ο Μίμαρος εκτός από τις σκηνικές αλλαγές που επέφερε δημιούργησε και τις τρεις στερεότυπες κωμικές νεοελληνικές φιγούρες, του Μπάρμπα Γιώργου, του Σιορ-Διονύσιου και του Σταύρακα, οι οποίες αντανακλούν στο πνεύμα του ηθογραφισμού της εποχής (τρικουπική και μετατρικουπική περίοδος) την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα.
Τα νέα έργα πολλές φορές πάνω στον καμβά παλαιάς τουρκικής υπόθεσης, δίνουν ένα μωσαϊκό της ζωντανής και της ιστορικής πραγματικότητας, αποτελούν μια νεοελληνική «μυθιστορία» από τον Μεγαλέξανδρο ως το ΄21, από το τσελιγκάτο των τσοπάνων ως τον υπόκοσμο των πόλεων και το αστικό καφενείο, από την πολιτική σάτιρα κατά του Μεταξά ως τα φρικτά εγκλήματα της εποχής. Ο Καραγκιόζης: Ο καμπούρης ξυπόλητος ήρωας εκφράζει τον ιδανικό τύπο του φτωχού Έλληνα, που αντιμετωπίζει με εύθυμη φιλοσοφική διάθεση όσα πονούν μια κοινωνία!
Η απόλυτη φτώχεια και η αιώνια πείνα του που διαλαλεί είναι το σπαραχτικότερο παράπονο του Έλληνα. Είναι αγαθός, ευφυολόγος, ετοιμόλογος, σκληρός καμιά φορά στα αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος χωρίς ποτέ να είναι βίαιος ή γελοίος. Σαρκάζει τον εαυτό του και διακρίνεται για το ειρωνικό του κέφι. Ακόμα και όταν δέρνεται, το δέχεται σαν κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του. Το υπερβολικά μακρύ χέρι του εξυπηρετεί σκηνικούς λόγους αλλά έχει και συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του.
Ο Καραγκιόζης λαϊκός ήρωας
Σε αυτή την Ελλάδα ριζώνει κυριολεκτικά ο Καραγκιόζης, ένα «εργαλείο» απόλυτα προσαρμοσμένο στις δυνατότητες, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του «πρωτόγονου» μα και γοργά μεταβαλλόμενου κόσμου της. Το χειμώνα στα καφενεία και τα καλοκαίρια στις μάντρες ο Καραγκιόζης, ήρωας ζυμωμένος με την καθημερινότητα, έδινε χρόνο με το χρόνο μάθημα επιβίωσης.Έργα με συνήθη διάρκεια μιας ώρας με τα τραγούδια (τσάμικα, καντάδες, ρεμπέτικα) και τις μουσικές κρατούσαν δυόμιση ώρες συνθέτοντας μια γνήσια λαϊκή μυσταγωγία. Σε ειρηνικές περιόδους το θέατρο του Καραγκιόζη λειτούργησε εκτός από μέσον πολιτισμικής αποκέντρωσης και ως βαρόμετρο των προβλημάτων και των αιτημάτων των λαϊκών τάξεων. Για αυτό και υπήρχε μια σχέση αφοσίωσης του κόσμου με τους παίχτες του Καραγκιόζη.
Έτσι η παράσταση απευθύνεται σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων και αποκτά σε λίγα χρόνια εξαιρετικά μεγάλη κοινωνική λειτουργικότητα. Λειτουργεί ως αναφορά παραδοσιακών θεμάτων του λαϊκού πολιτισμού, επιβεβαίωση παραδοσιακών αξιών, πολιτική σάτιρα, κοινωνική κριτική και ενημέρωση για επίκαιρα θέματα. Επειδή πρόκειται για αυτοσχέδιο θέατρο, το κοινό επεμβαίνει και ρυθμίζει τη δημιουργία του καραγκιοζοπαίχτη, ο οποίος φυσικά προσανατολίζει την παράσταση πάντα προς την κατεύθυνση εκείνη που έχει περισσότερη απήχηση στο συγκεκριμένο κοινό.
Έτσι, οι τύποι του μπερντέ και οι υποθέσεις του είναι ως ένα βαθμό προϊόντα μιας λαϊκής συνδημιουργίας, όπως συμβαίνει στο δημοτικό τραγούδι. Αυτή η λαϊκή συνδημιουργία, βέβαια, εξασφάλισε και την πλατιά κοινωνική λειτουργία του είδους και έκανε τον Καραγκιόζη να διαφέρει από τα άλλα είδη του νεοελληνικού Θεάτρου.
Ο Καραγκιόζης μια από τις σημαντικότερες μορφές λαϊκής Τέχνης και ψυχαγωγίας που διασκέδασε αμέτρητα ακροατήρια και αποτέλεσε το πρωτόλειο πλαίσιο δημιουργίας της νεοελληνικής κωμωδίας, υπάρχει και σήμερα αλλά με κάπως διαφορετική λειτουργικότητα.
Κινδυνεύει να αποκτήσει μουσειακό χαρακτήρα, αφού από το 1960 οι σύγχρονες συνθήκες ζωής, η τηλεόραση , ο κινηματογράφος και ο συναγωνισμός των ΜΜΕ σταδιακά τον αποδυνάμωσαν.
Είναι όμως μια κληρονομιά πολύτιμη που δεν πρέπει να χαθεί για να έχουν και οι μελλοντικές γενιές την ευκαιρία όπως την είχαμε και εμείς …να ονειρεύονται σαν τον Καραγκιόζη, όπως λέει και ο στίχος του Σαββόπουλου.
Κείμενο της Βάσως Σταματοπούλου
Πηγή: