Δεν
είναι μόνο οι καταστατικές συνθήκες της Ευρωζώνης και οι ιδρυτικές
πράξεις της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και του ESM (Ευρωπαϊκός
Μηχανισμός Σταθερότητας) αλλά και τα εγγενή προβλήματα της ΕΕ που δεν
μας επιτρέπουν να περιμένουμε πολλά πράγματα από τις συζητήσεις για την
ελάφρυνση του χρέους.
Είναι να απορεί κανείς πώς σε μια οικονομική ένωση ευρωπαϊκών κρατών δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για την διαχείριση κρίσεων χρέους.
Αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης είναι η adhoc διαμόρφωση των πολιτικών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η διαχείριση του ελληνικού χρέους από το 2011 και εντεύθεν όπου η ευρωπαϊκή πολιτική βάδιζε σύμφωνα με την ελληνική ρήση βλέποντας και κάνοντας. Μόλις τα τελευταία δύο χρόνια έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για την ενσωμάτωση των κατάλληλων πολιτικών αναδιάρθρωσης του χρέους μιας χώρας-μέλους.
Όπως και να έχει και ανεξάρτητα με το πόσο γρήγορα θα γίνει η θεσμική θωράκιση, τα θεμελιώδη προβλήματα συνεχίζουν να ακυρώνουν την οποιαδήποτε πολιτική χρέους και να κάνουν την Ευρωζώνη ευάλωτη σε οποιαδήποτε κρίση. Συγκεκριμένα για την πετυχημένη υλοποίηση των πολιτικών διαχείρισης χρέους χρειάζεται πριν να έχουν ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και το καθεστώς εγγύησης των καταθέσεων, καθώς και το καθεστώς διάσωσης των τραπεζών και η παροχή βοήθειας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όπως επίσης θα πρέπει να δοθεί και μια ουσιαστική απάντηση στα ερωτήματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι μια χώρα εκδίδει ομόλογα σε ένα νόμισμα, το οποίο δεν ελέγχει.
Τα παραπάνω οδηγούν στην γιγάντωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, έχοντας σαν αποτέλεσμα την αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι επενδυτές αμφισβητούν την ικανότητα μιας χώρας να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της, πουλώντας ομόλογα. Αυτή η προσφορά ομολόγων αυξάνει την απόδοση (yields) των ομολόγων, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την εξυπηρέτηση των χρεών. Η διαδικασία αυτή επιταχύνονταν όταν η περίοδος κρίσης και ύφεσης συνοδευόταν από δημοσιονομικά ελλείμματα ή προβλήματα στον τραπεζικό τομέα.
Εφόσον δεν έχουν ικανοποιηθεί οι παραπάνω αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες οι θεσμοί αναμένεται να αναβάλουν την ουσιαστική απόφαση για την λήψη μέτρων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην καλύτερη περίπτωση, το καλοκαίρι του 2018 θα υλοποιηθεί η πρόταση που θα αφορά στα βραχυχρόνια μέτρα χρηματοοικονομικής μηχανικής για την προσωρινή ελάφρυνση των τοκοχρεολυσίων.
Είναι να απορεί κανείς πώς σε μια οικονομική ένωση ευρωπαϊκών κρατών δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για την διαχείριση κρίσεων χρέους.
Αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης είναι η adhoc διαμόρφωση των πολιτικών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η διαχείριση του ελληνικού χρέους από το 2011 και εντεύθεν όπου η ευρωπαϊκή πολιτική βάδιζε σύμφωνα με την ελληνική ρήση βλέποντας και κάνοντας. Μόλις τα τελευταία δύο χρόνια έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για την ενσωμάτωση των κατάλληλων πολιτικών αναδιάρθρωσης του χρέους μιας χώρας-μέλους.
Όπως και να έχει και ανεξάρτητα με το πόσο γρήγορα θα γίνει η θεσμική θωράκιση, τα θεμελιώδη προβλήματα συνεχίζουν να ακυρώνουν την οποιαδήποτε πολιτική χρέους και να κάνουν την Ευρωζώνη ευάλωτη σε οποιαδήποτε κρίση. Συγκεκριμένα για την πετυχημένη υλοποίηση των πολιτικών διαχείρισης χρέους χρειάζεται πριν να έχουν ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και το καθεστώς εγγύησης των καταθέσεων, καθώς και το καθεστώς διάσωσης των τραπεζών και η παροχή βοήθειας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όπως επίσης θα πρέπει να δοθεί και μια ουσιαστική απάντηση στα ερωτήματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι μια χώρα εκδίδει ομόλογα σε ένα νόμισμα, το οποίο δεν ελέγχει.
Τα παραπάνω οδηγούν στην γιγάντωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, έχοντας σαν αποτέλεσμα την αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι επενδυτές αμφισβητούν την ικανότητα μιας χώρας να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της, πουλώντας ομόλογα. Αυτή η προσφορά ομολόγων αυξάνει την απόδοση (yields) των ομολόγων, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την εξυπηρέτηση των χρεών. Η διαδικασία αυτή επιταχύνονταν όταν η περίοδος κρίσης και ύφεσης συνοδευόταν από δημοσιονομικά ελλείμματα ή προβλήματα στον τραπεζικό τομέα.
Εφόσον δεν έχουν ικανοποιηθεί οι παραπάνω αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες οι θεσμοί αναμένεται να αναβάλουν την ουσιαστική απόφαση για την λήψη μέτρων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην καλύτερη περίπτωση, το καλοκαίρι του 2018 θα υλοποιηθεί η πρόταση που θα αφορά στα βραχυχρόνια μέτρα χρηματοοικονομικής μηχανικής για την προσωρινή ελάφρυνση των τοκοχρεολυσίων.