Proxy Wars και Πελοποννησιακός Πόλεμος. Τα Κερκυραϊκά...

O Θουκυδίδης αποτελεί έναν από τους βασικότερους ιστορικούς αναλυτές και, αδιαμφισβήτητα, το έργο του καθίσταται σημείο αναφοράς για τους μελετητές και τους θεωρητικούς των Διεθνών Σχέσεων και, κατ’ επέκταση, των Στρατηγικών Σπουδών. 

 
Σύγχρονες ορολογίες, όπως η «έμμεση προσέγγιση» ή η «στρατηγική της εκμηδένισης», διαφαίνονται εντός της ιστορικής του περιγραφής και ανάλυσης του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται, δηλαδή, για βασικές έννοιες στρατηγικής που εισήχθησαν και καθιερώθηκαν στη βιβλιογραφία πολύ αργότερα, παρ’όλο που είχαν περιγραφεί από τον Θουκυδίδη. 

Ενδεικτικά, ο Μαυρίκιος, κατά την περίοδο του Βυζαντίου, στο «Στρατηγικόν», αλλά και ο πιο μοντέρνος θεωρητικός, ο Βρετανός Basil Liddell Hart, με το περίφημο βιβλίο του «Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης», έχουν συνδέσει το όνομά τους με αυτήν τη βασική στρατηγική έννοια, όπου αποφεύγεται η κατατριβή φίλιων δυνάμεων. Αντίστοιχα, κλασσικοί θεωρητικοί, όπως ο Carl von Clausewitz και ο Hans Delbrück, είναι συνδεδεμένοι, εκτός των άλλων, με τη «στρατηγική της εκμηδένισης», όπου επιδιώκεται καταστροφή του συνόλου των εχθρικών δυνάμεων μέσω αποφασιστικής μάχης (Κολιόπουλος, 2008).

Παρομοίως, ο όρος «proxy war» ή αλλιώς «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ είναι σαφές ότι και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο που καταγράφει ο Θουκυδίδης υπάρχουν αντίστοιχες περιπτώσεις, και οι ομοιότητες είναι περισσότερες από όσες μπορεί κάποιος να φανταστεί. Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ένα διπολικό διεθνές σύστημα με έντονο δίλημμα ασφαλείας που απασχολεί τις δύο ηγεμονικές δυνάμεις [Αθήνα – Σπάρτη, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) – Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ)], με την καθεμία να αποτελεί το κέντρο βάρους του δικού της συμμαχικού συνασπισμού (Δήλεια Συμμαχία – Πελοποννησιακή Συμμαχία, Βορειατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ) – Σύμφωνο Βαρσοβίας), με εντελώς διαφορετικά μοντέλα συγκρότησης και πολιτικής οργάνωσης, αλλά και στρατιωτικής κουλτούρας. 

Προφανώς υπάρχουν και διαφορές μεταξύ των δύο συστημάτων, όμως η ουσία αυτής της σύγκρισης εξυπηρετεί το επιχείρημα ότι, λόγω των παραπάνω ομοιοτήτων, είναι επόμενο να ανθίσουν ίδια φαινόμενα και πρακτικές. Με άλλα λόγια «proxy wars» εντοπίζουμε τόσο στον Ψυχρό Πόλεμο -από την ανάλυση του οποίου προέκυψε και ο όρος-, όσο και στον Πελοποννησιακό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «Κερκυραϊκά».

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά του λεγόμενου «πόλεμου δι’ αντιπροσώπων». Παρ’όλο που δεν υπάρχει σαφής ορισμός και κριτήρια χαρακτηρισμού ενός πολέμου ως τέτοιου, οι θεωρητικοί που ερευνούν και μελετούν αυτό το φαινόμενο δίνουν διαφορετικές ερμηνείες. Σύμφωνα με τον Mumford, πρόκειται για σχέση μεταξύ του «ευεργέτη» (κράτος ή μη κρατικός δρων) και του «αντιπροσώπου». 

Το κράτος–ευεργέτης χρηματοδοτεί, εξοπλίζει ή τροφοδοτεί με διάφορους τρόπους, και αποφεύγοντας την άμεση εμπλοκή με τον «αντιπρόσωπο», ο οποίος, με τη σειρά του, αποτελεί εργαλείο προώθησης συμφερόντων του πρώτου (Mumford, 2013). Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η σχέση ΗΠΑ– Νοτίου Βιετνάμ κατά τη διάρκεια της προεδρίας Eisenhower και Kennedy (1955-1963). Ο Towle, με μία άλλη διατύπωση, χαρακτηρίζει ως «proxy war» την ανάμειξη μίας Μεγάλης Δύναμης σε έναν πόλεμο, ή έστω σε μία ένοπλη σύγκρουση μέσω πώλησης εξοπλισμού (όπλα, πυρομαχικά, πολεμικό υλικό), ή μέσω μεταφοράς/αποστολής ψευδοεθελοντών, με σκοπό να δοκιμάσουν νέες τεχνολογίες και να εκπαιδεύσουν τα στρατεύματά τους. Τέτοιες πρακτικές έμμεσης εμπλοκής εφήρμοσαν τόσο ο Mussolini, όσο και ο Stalin και ο Hitler, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου (Towle, 2008).

Τέλος, ο πολύ σημαντικός θεωρητικός Bar-Siman-Tov αναφέρεται σε δύο τυπικές χρήσεις του ορισμού: αφενός ο όρος «proxy war» χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για «πόλεμο μεταξύ περιφερειακών κρατών που μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατάστατο μίας άμεσης σύγκρουσης μεταξύ δύο υπερδυνάμεων» και, αφετέρου, όταν «τρίτα κράτη επεμβαίνουν με στρατιωτικά μέσα, ώστε να αποτρέψουν ενδεχόμενη ήττα του συμμάχου, καθώς τα συμφέροντά τους ταυτίζονται» (Bar-Siman-Tov, 1984). Κι εδώ, λοιπόν, γίνεται λόγος για προμήθεια εξοπλισμού ή στρατιωτικής δύναμης ως μέσο επιρροής της υπερδύναμης, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ κατά την περίοδο των Αραβοϊσραηλινών Πολέμων και του Πολέμου της Κορέας. Έχοντας, πλέον, αναφερθεί συνοπτικά στις διάφορες διαστάσεις που έχουν προσδώσει στον ιδιόμορφο αυτόν τρόπο πολέμου τον χαρακτηρισμό «proxy war», έχει ενδιαφέρον να εξετασθεί η περίπτωση του εμφυλίου στην Κέρκυρα (427-426 π.Χ.) και γιατί αυτός αποτελεί παράδειγμα «proxy war».

Η εξορία των ολιγαρχικών από τους δημοκρατικούς στην Επίδαμνο πυροδότησε μία σειρά εξελίξεων που έφεραν σε άμεση σύγκρουση, λόγω συμφερόντων, την Κόρινθο και την Κέρκυρα στην περιοχή. Να σημειώσουμε εδώ ότι η Κέρκυρα αποτελούσε αποικία της Κορίνθου. Η κλιμάκωση και των δύο πλευρών στις ένοπλες συγκρούσεις οδήγησε στη ναυμαχία της Λευκίμμης το 435 π.Χ., με την Κέρκυρα να επικρατεί. Η νίκη, όμως, των Κερκυραίων συνοδεύτηκε και από λεηλασίες και επιθέσεις σε όσες περιοχές είχαν βοηθήσει την Κόρινθο. 

Παρά την αποκλιμάκωση της βίας, οι Κορίνθιοι, εμποτισμένοι με ρεβανσισμό, προχώρησαν σε επανεξοπλισμό και σε αύξηση της ισχύος τους σε βάθος δύο ετών (Σαρρής, 2000).
Το διαρκώς αυξανόμενο δίλημμα ασφαλείας ανάμεσα στους περιφερειακούς δρώντες ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει στην ανάμειξη των δύο υπερδυνάμεων της εποχής – την Αθήνα και τη Σπάρτη. Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, η Αθήνα δέχθηκε τους πρέσβεις των δύο δυνάμεων, ώστε να ακούσει τις δημηγορίες τους και να αποφασίσει για τη δράση της. Τα επιχειρήματα της Κέρκυρας έπεισαν, καθώς επικεντρώθηκαν στα πολλαπλά οφέλη που θα είχε μια συμμαχία για την Αθήνα. Ειδικότερα, ήταν :
  • οικονομικά, αφού η γεωγραφική θέση της Κέρκυρας ήταν ιδανική για οικονομικές συναλλαγές,
  • στρατιωτικά, καθώς η Κέρκυρα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη, ώστε έτσι θα απέτρεπε την Σπάρτη από το να την προσεταιριστεί ως στρατηγικό αντίβαρο στη ναυτική ισχύ της Αθήνας, και
  • διπλωματικά, αφού θα έδειχνε ότι η Αθήνα λειτουργεί ηθικά, εξασφαλίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, την εσωτερική νομιμοποίηση για ενδεχόμενη επέμβαση, όσο και τη διεθνή νομιμοποίηση στις υπόλοιπες πόλεις.
Οι Κορίνθιοι προετοιμάστηκαν τότε για μάχη, και στη ναυμαχία στα Σύβοτα, το 433 π.Χ., προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στον εχθρό, αλλά οι αθηναϊκές τριήρεις -που έφτασαν μετά την πρώτη φάση της ναυμαχίας- λειτούργησαν αποτρεπτικά για τη συνέχιση της ναυμαχίας. Άξιο αναφοράς είναι ότι απότοκο αυτής της σύγκρουσης ήταν η μάχη της Ποτίδαιας, όπου η Σπάρτη συνέβαλε στην αποστασία ενός πλούσιου μέλους της Δηλιακής Συμμαχίας – ένα περιστατικό που αποδεικνύει, με τη σειρά του, τον τρόπο με τον οποίο οι δύο υπερδυνάμεις προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την αντίπαλη συμμαχία και σφαίρα επιρροής. 

Η σύγκρουση, όμως, επανήλθε στην Κέρκυρα μετά από λίγα χρόνια, αυτή τη φορά με τη μορφή κομματικών αντιπαραθέσεων που μετουσιώθηκε σε εμφύλια σύρραξη, με τους μισούς να είναι φιλικά διακείμενοι προς τους Αθηναίους, και με τους υπόλοιπους προς τη Σπάρτη – γεγονός που δεν άφησε αδιάφορες τις δύο δυνάμεις, που ενεπλάκησαν, τελικά, ώστε να προστατεύσουν τους ομοϊδεάτες τους. Ο απώτερος σκοπός και των δύο, βέβαια, ήταν να προσεταιριστούν δίχως άμεση εμπλοκή, όπως έγινε την προηγούμενη φορά, την πολύτιμη Κέρκυρα.

Ναυμαχία κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο

Όταν οι ολιγαρχικοί, όντας η μειοψηφία, συνειδητοποίησαν ότι οι δημοκρατικοί ήταν έτοιμοι να επιτύχουν μία «ιδεολογική αποσύνδεση» από την «μητρόπολη» -και φίλια διακείμενη προς την Σπάρτη- Κόρινθο, επεδίωξαν να υποδαυλίσουν με στρατιωτική βοήθεια από την Κόρινθο και τους Πελοποννησίους δημοκρατικούς. Ακολούθησαν φυλακίσεις, διώξεις και η δολοφονία του αρχηγού των δημοκρατικών, Πειθία, μαζί με  μεγάλο μέρος αυτών, που προκάλεσε γενίκευση των συγκρούσεων εντός της πόλης. Η παρουσία πρέσβεων από την Σπάρτη, με σκοπό να υποστηρίξουν τους ολιγαρχικούς, ανέτρεψε τις ισορροπίες, με τους δημοκρατικούς να έχουν περικυκλωθεί. Η Αθήνα, ωστόσο, δεν άργησε να αντιδράσει, και έστειλε δυνάμεις ώστε να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Οι Πελοποννήσιοι έκαναν τότε την εμφάνισή τους και, παρά το θρίαμβο στη ναυμαχία που ακολούθησε, οι δημοκρατικοί διατήρησαν τον έλεγχο και την εξουσία.

Συνοψίζοντας, και όπως είναι ευρέως γνωστό, η προσεκτική μελέτη του Πελοποννησιακού Πολέμου προσφέρει πολύτιμα παραδείγματα κατανόησης πρακτικής εφαρμογής εννοιών στρατηγικής και διεθνών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της Κέρκυρας που εξετάσθηκε εδώ, η προμήθεια εξοπλισμών από την Αθήνα στους δημοκρατικούς, αλλά και η ναυτική υποστήριξη της Κορίνθου και της Σπάρτης στους ολιγαρχικούς καταδεικνύουν ότι η σύγκρουση που έλαβε χώρα εκεί αποτελεί ένα παράδειγμα «πολέμου δι’αντιπροσώπων» χιλιάδες χρόνια πριν χρησιμοποιηθεί ο όρος αυτός.

Αριστείδης Δημητράτος   powerpolitics.eu
  1. Bar-Siman-Tov, Y. (1984). The Strategy of War by Proxy. Cooperation and Conflict, Τόμος XIX, pp. 263-273.
  2. Mumford, A. (2013). Proxy Warfare and the Future of Conflict. The RUSI Journal, April/May, 158(2), pp. 40-46.
  3. Towle, P. (2008). The strategy of war by proxy. The RUSI Journal, June, 126(1), pp. 21-26.
  4. Κολιόπουλος, Κ. (2008). Η στρατηγική σκέψη : Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Εκδόσεις Ποιότητα, pp. 19 / 177
  5. Σαρρής, Μ. (2000). Θουκυδίδη Ιστορία. Εκδόσεις Πατάκη.