Θεωρίες ενσωμάτωσης: Εντός του κράτους...

Ο Ατλας, χάλκινο άγαλμα μπροστά από το Rockefeller Center στο κέντρο του Μανχάταν, Νέα Υόρκη. Το γλυπτό, 15 μέτρα ύψος, απεικονίζει τον Αρχαίο Έλληνα Τιτάνα Άτλαντα να κρατά τους ουρανούς. Δημιουργήθηκε το 1937 από τους γλύπτες Lee Lawrie και Rene Paul Chambellan.

 
























Στην κοινωνική θεωρία θεμελιώδη θέση κατέχει η ιδέα της «φυσικής κατάστασης του ατόμου». Σύμφωνα με την ιδέα αυτή το αφηρημένο άτομο ενυπάρχει αρχικά μέσα σε μια προ-κοινωνική και προ-κρατική κατάσταση, σε πλήρη ελευθερία, ανεμπόδιστο από τους περιορισμούς και τους καταναγκασμούς που δημιουργεί η κοινωνία και του επιβάλει το «κοινωνικό συμβόλαιο». 

Σκοπός της κοινωνικής (κριτικής) θεωρίας είναι να καταδείξει την σχιζοειδή ασθένεια του σύγχρονου κράτους, το οποίο από τη μία θεμελιώνεται επάνω στην «αυταπόδεικτη αλήθεια ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου εκπορεύονται από το φυσικό δίκαιο» και από την άλλη ορθώνει δικαστήρια και μηχανισμούς, νόμους και φυλακές, προκειμένου να την προστατεύσει. Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε συνοπτικά ότι η σχιζοειδής αντίφαση την οποία καυτηριάζει η κοινωνική θεωρία δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένας εύσημος τρόπος προκειμένου να καλυφτεί μια άβολη αλήθεια: Η κοινωνική θεωρία είναι η θεραπαινίδα του Κράτους.


Η κύρια αντίφαση για την οποία έχουν γραφτεί τόμοι συγγραμμάτων, βρίσκεται στο γεγονός πως το Κράτος προκειμένου να υπερασπιστεί την Ελευθερία χρησιμοποιεί μέσα τα οποία την καταργούν. Η κοινωνική θεωρία καταπιάνεται με το έργο να καταδείξει την αντίφαση αυτή, να ανασύρει στο φώς της κριτικής τις αιτίες της, (οικονομικές, δομικές, πολιτικές, ιδεολογικές), και να υποδείξει τρόπους για το ξεπέρασμα τους.  Το πρόβλημα της «φυσικής ελευθερίας» που καταργείται από την πολιτική οργάνωση (Κράτος) απασχόλησε αρχικά τους φιλόσοφους – ουτοπιστές (Λοκ, Χομπς, Ρουσσώ, Στίρνερ) για να μετατραπεί αργότερα σε υπόθεση των φιλοσόφων – πολιτικών (Μάρξ, Τζών Στιούαρτ Μίλλ, Κροπότκιν, Λένιν) και να καταλήξει τον 20° αιώνα να διδάσκεται ως μάθημα στα πανεπιστήμια. Λίγο πολύ η ιστορία της ιστορίας της κοινωνικής θεωρίας εξηγεί με απτό τρόπο την εξέλιξη του αντικείμενού της. 

Αν λοιπόν η αναζήτηση της Ελευθερίας ήταν αρχικά μια ιδέα που βασίστηκε στο γεγονός πως «η θεμελιώδης κατάσταση του ανθρώπου είναι η φυσική ελευθερία» αυτό που παραγνωρίστηκε στην πορεία είναι πως η ιδέα αυτή προέκυψε αρχικά όχι με βάση κάποια εμπειρική πραγματικότητα που επιβεβαίωνε τη θεμελίωση της (στην ουσία την αναιρούσε), αλλά προέκυψε κυριολεκτικά μέσα από τα μυαλά όσων την συνέλαβαν ως ιδέα. Το πραγματικά πραγματικό δυστύχημα της ιδέας της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου είναι πως πρόκειται περί Ιδέας.

Σε μεγάλο βαθμό την Ιδέα του «φυσικού δικαίου» κληρονόμησαν οι ουτοπιστές από την αποκαλυπτική αφήγηση για τη δημιουργία του κόσμου. Η έκπτωση του ανθρώπου από την Εδέμ, εξακολουθεί να είναι το αθεράπευτο τραύμα που στοιχειώνει ακόμη και τους πιο αδιάλλακτους υλιστές. Η πεποίθηση πως ο κόσμος μπορεί να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά σε κατάσταση απόλυτης ισότητας και ελευθερίας, δεν είναι τόσο ένας επαναστατικός χιλιασμός όσο η ανάμνηση μιας πρότερης κατάστασης απαλλαγμένης κρατικούς καταναγκασμούς, ταξικές διαιρέσεις και κοινωνικούς αποκλεισμούς. 

Το όραμα ενός μέλλοντος που θα βασιλεύει η Ελευθερία και η Ισότητα είναι περισσότερο η αναπόληση ενός απολεσθέντος παρελθόντος∙ του αλησμόνητου «χρυσού γένους του Κρόνου», της εποχής που, κατά τον Ησίοδο, ο άνθρωπος δε μοχθούσε για να τραφεί και απουσίαζαν τα γηρατειά και οι αρρώστιες. Και αν σήμερα το θεολογικό περίβλημα αυτής της ανάμνησης έχει υποκαταστήσει ο επιστημονισμός, ο βασικός πυρήνας του φυσικού δικαίου αντί να καταχωνιαστεί στο ντουλάπι της προ-νεωτερικής παλαιολογίας, δίπλα στον Θεό, τον ιερέα και τα εξαπτέρυγα, έχει αντίθετα ενισχυθεί περισσότερο από τις διαβεβαιώσεις των επιστημόνων πως με βάση το DNA είμαστε όλοι ίσοι σε ποσοστό 100%. Το επιχείρημα που απορρέει από το επιστημονικό δίκαιο γίνεται ακόμα πιο ισχυρό και υπερκεράζει το θεϊκό δίκαιο θέλγοντας ακόμα περισσότερο τους θιασώτες του κοινωνικού εξισωτισμού.

Ελευθερία, Κράτος, Ισότητα

Οι θεωρίες της φυσικής κατάστασης όσο και αν τίθενται εξ αρχής αντιπαραθετικά στο Κράτος και αναπολούνε μια παραμυθένια προ-κρατική εποχή, επί της ουσίας είναι όχι μόνο αλληλένδετες μαζί του, αλλά όλες τους οι αναφορές εξακολουθούν να επικεντρώνονται γύρω από το το κράτος. Κατ’ αυτόν τον λόγο η αντίφαση που κουβαλάει το Κράτος ως ιδέα είναι δάνειο από την αντίφαση της φυσικής κατάστασης για το αφηρημένο άτομο – άνθρωπο. Το πρόβλημα της κοινωνικής θεωρίας είναι πως φαντάστηκε τον άνθρωπο ως ένα μη-κοινωνικό ον, αλλά είχε να αντιμετωπίσει μπροστά της έναν άνθρωπο εντός μιας κοινωνικής πραγματικότητας περιβεβλημένης από ανεπίλυτα κουσούρια.

Η Ιδέα της φυσικής ισότητας είχε να επιλύσει το άβολο πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας. Πώς να εξηγηθεί το γεγονός πως γεννιόμαστε ίσοι και ελεύθεροι αλλά ζούμε σε ανισότητα και ανελευθερία; Η Ιδέα της φυσικής ισότητας υπέκρυπτε πάντοντε το γεγονός πως κάποιοι ήταν ανέκαθεν λιγότερο άνισοι και λιγότερο ανελεύθεροι από τους άλλους και τα πιο οξυδερκή μυαλά της κοινωνικής θεωρίας γνώριζαν πολύ καλά, ότι «εκείνοι που λογαριάζουν τους εαυτούς τους για αφέντες των άλλων είναι πράγματι περισσότερο σκλάβοι από εκείνους». Διατύπωση του Ρουσσώ που έβρισκε απόλυτα σύμφωνο τον Μαρξ καθώς η αλλοτρίωση δεν είναι μια μονόδρομη διαδικασία αλλά διαπερνάει ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ιεραρχίας, επιδρώντας το ίδιο καταλυτικά, αλλά σαφώς με διαφορετικούς τρόπους, σε όλα τα υποκείμενα: από τον εργάτη έως τον κεφαλαιοκράτη.

Το ζήτημα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του άτομου, της ισότητας και της ελευθερίας∙ της υπεράσπισης δηλαδή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την «φυσική κατάσταση», μεταφράστηκε στην αναζήτηση των τρόπων για την προστασία του ατόμου από την κοινωνία, δηλαδή στην εφεύρεση της αστυνομίας. Στη βάση της κοινωνικής θεωρίας ο πραγματικός πόλεμος δεν διεξάγονταν μεταξύ καταπιεσμένων και καταπιεστών, αρχόμενων και αρχόντων, ιδιοκτήτων και ανέστιων, αλλά μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας. 

Επάνω σε αυτή την Ιδέα αναδύθηκε η φιλοσοφική οροσειρά του φιλελευθερισμού και το Κράτος επιφορτίστηκε την αποστολή να προστατεύσει το άτομο από την κοινωνία, ήτοι να επιτρέπεται στο κράτος να παρεμβαίνει σε όλες τις περιοχές της κοινωνίας για να εξασφαλίζει την προστασία και την ευμάρεια όλων των ατόμων.

Στις σημερινές συνθήκες της εξισωτικής μαζικής κοινωνίας το αίτημα για προστασία του ατόμου πήρε την ειρωνική χροιά της μεταστροφής του για περισσότερη αστυνομία και περισσότερη προστασία.  Για να προστατευτεί το άτομο από την κοινωνία έπρεπε διαρκώς αυτό το άτομο να εποπτεύεται. Ο αντιφατικός ατομικισμός του φιλελευθερισμού ενθάρρυνε επιπλέον και μια ακόμη αντίφαση την οποία η κοινωνική θεωρία ανέλαβε να καυτηριάσει με προθυμία. 

Τη στιγμή που το άτομο ανακηρύχτηκε ως ο κατεξοχήν αγαθός πόλος και η κοινωνία ως το βασίλειο των ατέρμονων καταπιέσεων και του καταναγκασμού, δε λαμβάνονταν στα σοβαρά υπόψη το αναπάντεχο γεγονός πώς γίνεται τα «αγαθά» άτομα να δημιουργούν «φαύλες» κοινωνίες. Σ’ αυτή την αντίφαση τη λύση ανέλαβαν δώσουν οι κοινωνιολόγοι και προκρίθηκαν τρόποι που θα άμβλυναν την κοινωνική ανισότητα ή/και θα έδιναν ένα οριστικό τέλος στην προϊστορία της πολιτικής. Άλλωστε καί οι μαρξιστές αλλά καί ο Adam Smith με τους σκωτσέζους ομοϊδεάτες του δε διανοήθηκαν ποτέ να καταργήσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που επαγγέλονταν ο φιλελευθερισμός. Αντίθετα θέλησαν να επενδύσουν με υλικούς όρους την αφηρημένη έννοια της Ελευθερίας και της Ισότητας. 

Ο Σμίθ απαλλάσσοντας την κοινωνία από τον παρεμβατισμό του κράτους και αφήνοντας την αγορά να διευθετήσει τις σχέσεις των ατόμων με τη γροθιά του «αόρατου χεριού», οδήγησε αναγκαστικά στο αίτημα για ένα κράτος διαιτητή της κοινωνίας. Αντίστοιχα ο Μαρξ απαλλάσσοντας το κράτος από τον παρεμβατισμό των κοινωνικών (ταξικών) σχέσεων, οδήγησε αναγκαστικά στο αίτημα για ένα κράτος ρυθμιστή της κοινωνίας.

Ένα Κράτος που να χωράει πολλά κράτη

Οι θεωρίες της ενσωμάτωσης κατηγοριοποιούνται σε δύο γενικές κατευθύνσεις των οποίων οι καθοριστικές γραμμές πλώρης οριοθετήθηκαν κυρίως κατά τον 19° αιώνα: σε αυτές που αναδεικνύουν το κράτος σε ρόλο εγγυητή και προστάτη των φυσικών ελευθερίων και σε εκείνες που αρνούνται τον φυσιοκρατικό χαρακτήρα του κράτους και βλέπουνε σε αυτό μια αποκλειστικά ωφελιμιστική διάσταση.  Για την ακρίβεια ο ωφελιμισμός δεν απέρριψε εξολοκλήρου το φυσικό δίκαιο, απλώς μετακίνησε το επίκεντρο βάρους της «φυσικής κατάστασης» από τις αφηρημένες έννοιες της Ελευθερίας και της Ισότητας σε πιο συγκεκριμένες «φυσικές επιδιώξεις», αυτές της ηδονής και της αποφυγής της οδύνης, καθώς τις θεώρησε μετρήσιμα μεγέθη, σύμφωνα και με την ρήση του θεμελιωτή του ωφελιμιστικού φιλελευθερισμού Jeremy Bentham: «the greatest happines of the greatest number» [η μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού].

Για τους ωφελιμιστές δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το κράτος είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα, που η ύπαρξη του μπορεί να αιτιολογείται μόνο εφόσον μεγιστοποιεί ένα κανονιστκό όφελος, στόχος που με βάση την αρχή της μέγιστης ευτυχίας του μέγιστου αριθμού είναι δυνατόν να επιμεριστεί εξίσου σε όλα τα μέρη του. Εφόσον ο νατουραλιστικός δεσμός του κράτους αποσύρρεται, ακολουθεί μαζί του και η υποχρέωση να προστατευτεί το φυσικό δίκαιο· με τον τρόπο αυτό η κοινωνική αδικία θεωρείται δεδομένη και δικαιολογημένη. Το κράτος είναι πλέον μια σύμβαση ανάμεσα σε ανισομερή μέλη των οποίων τις σχέσεις καθορίζει η ισχύς. Εφόσον η ισχύς είναι ο μοναδικά αντικειμενικός ρυθμιστής των σχέσεων μέσα σε μια κοινωνία, γεννιέται η πιο προωθημένη εκδοχή του ωφελιμισμού: οι αντικειμενιστές και οι οπαδοί του ελάχιστου κράτους, οι οποίοι οραματίζονται έναν κόσμο όπου δεν θα έχει εκλείψει ακριβώς το κράτος αλλά απλά θα έχει μετατραπεί σε ένα άτλαντα ιδιωτικών εταιριών και συμπράξεων.

Η δικαιοσύνη, η εθνική ασφάλεια, η πρόνοια, η διακυβέρνηση κλπ θα παρέχονται από ιδιωτικές επιχειρήσεις και θα αξιολογούνται από τους πελάτες τους, που θα απολαμβάνουν και θα επιλέγουν τις υπηρεσίες τους ανάλογα με την ποιότητα και την αποδοτικότητά τους. Για παράδειγμα μπορούμε να φανταστούμε ένα ιδιωτικό δικαστήριο, με δικά του καταναγκαστικά μέσα το οποίο θα αξιολογείται από τους ελεύθερα συμβαλόμενους αντίδικους που θα προσφευγουν στις υπηρεσίες του, με βάση το αίσθημα δικαίου και τις επιτυχημένες αποφάσεις που ετυμηγορεί.

Με το ίδιο σκεπτικό μπορούμε να φανταστούμε έναν ιδιωτικό στρατό να αντικαταστήσει τον «μη αποδοτικό» εθνικό και να αξιολογείται από το κατά πόσο επιτυχημένα υπερασπίζεται τον εθνικό χώρο. Ενδιαφέρουσες πραγματικά προτάσεις, που όμως αποτυγχάνουν να πείσουν με ποιό σκεπτικό θα προσλαμβάνονται αυτού του είδους οι υπηρεσίες από τους πελάτες τους.  Πιθανόν κατά τους αντικειμενιστές θα μπορούσε καί η προεκλογική περίοδος να μετατραπεί καί αυτή σε ένα είδος πλειοδοτικού διαγωνισμού. Τότε η σύναψη του συμβολαίου διακυβέρνησης θα γίνονταν στη βάση ποιά υποψήφια κυβέρνηση-εταιρία έκανε τις καλύτερες προσφορές στους πελάτες-εκλογείς της. Μα μόλις τώρα δεν περιγράψαμε κάτι που υπάρχει, αφού ήδη τα κόμματα συμπεριφέρονται με βάση το σκεπτικό που προτείνουν οι αντικειμενιστές; 

Οι οπαδοί του «ελάχιστου κράτους» δεν αξιώνουνε πραγματικά την κατάργηση του κράτους αλλά την μετατροπή του σε έναν ατλαντικών διαστάσεων εταιρικό ιδιώτη. Σε κάθε περίπτωση αμφότερες οι θεωρίες αυτές (του νατουραλισμού και του ωφελιμισμού), διεκδικούν την ενσωμάτωση, και συναντιούνται εντός του κράτους και όχι ενάντια στο κράτος.

Δεν πρέπει να ξαφνιάζει λοιπόν που οι ακτιβιστές, ανεξάρτητα από τις καταστατικές τους προθέσεις, έχουν στρέψει όλη τους την προσοχή όχι κατά του κράτους αλλά στο κράτος. Ζούμε σε μια εποχή παράδοξων πραγματικά κοινωνικών αγώνων που αντί να αποσκοπούν σε μια διαφορετική μορφή πολιτικής οργάνωσης απαιτούν από το κράτος την υιοθέτηση των δικών τους πρότυπων συμπεριφοράς και μιας διαφορετικής μορφής ελέγχου, συμβατής στο δικό τους λεξιλόγιο, ήτοι την πολιτική ορθότητα. Το αίτημα για περισσότερο κράτος μπαίνει με την πρώτη ευκαιρία στα χείλη όλων όσων διακυρήσουν την εναντίωση τους σε αυτό. 

Από τα κοινωνικά ιατρεία που απαιτούνε τα νοσοκομεία του κράτους να κάνουν την δουλειά τους σωστά και για όλους τους υπηκόους του κράτους, τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις που διαπραγματεύονται με το κράτος καλύτερες συνθήκες φορολόγησης και να ενταχθούν κάτω από την εποπτεία του, τα queer κινήματα που για «λόγους παιδείας» ζητάνε να συμπεριληφθούν στους στρατώνες «non conforming gender toilets», έως τους αμεσοδημοκράτες που διεκδικούνε από το κράτος να διεξάγει και να διεκπεραiώνει δημοψηφίσματα έτσι ώστε με τις πλάτες του κράτους να εφαρμοστεί η άμεση δημοκρατία. Παντού βλέπουμε τα αιτήματα των «απο τα κάτω» να στρέφονται «προς τα πάνω» και το κράτος. Αναλογικά το ίδιο συμβαίνει στο πεδίο των δικαιωμάτων των προσφύγων, των κακοποιημένων γυναικών, των θυμάτων bullying, των θιγμένων από τη μη πολιτικά ορθή ρητορική, όλα τα παραπάνω μεταστοιχειώνονται σε αιτήματα προς το κράτος για περισσότερη τάξη και ασφάλεια.

Όσον αφορά τις προχωρημένες θέσεις που υιοθετεί η πρόσφατη μόδα για «Υπέρβαση του κράτους» κανένας από όλους αυτούς που την παρουσιάζουν δε σκέφτεται πραγματικά στα σοβαρά την ακύρωση του θεμελιώδους χωρισμού κράτους και κοινωνίας και την επανένωση τους σε μια προ-νεωτερική ενότητα, ούτε κανένας τους αμφισβητεί πραγματικά την ισότητα όλων απέναντι στον νόμο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ούτε κατά διάνοια σκέφτεται κανείς να επαναφέρει ξανά σε ισχύ τα όρια που διέκριναν τον δημόσιο από τον ιδιωτικό χώρο. Και όσον αφορά εκείνες τις αμερικάνικες σχολές των «αντικειμενιστών» αν ένα πρωί ξυπνούσανε σε ένα κόσμο όπως τον ονειρεύονται, απαλλαγμένο από το κράτος και από κάθε «κολεκτιβισμό», είναι σίγουρο γι αυτούς πως θα ξυπνούσανε μέσα σε ένα εφιάλτη. Κάθε άλλο λοιπόν ενάντια στο κράτος είναι.

Ακριβώς επειδή οι υπερασπιστές της «Κοσμόπολης» ή της «Ενωμένης Ευρώπης» θεωρούν πως τα υπερμεγέθη κρατών θα εξασφαλίσουν αποτελεσματικότερα από το έθνος-κράτος τον χωρισμό της κοινωνίας από το κράτος, θα υπερασπιστούν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα διαμορφώσουν τον ιδιωτικό χώρο σύμφωνα με τα δημόσια πρότυπα, είναι που σύσσωμη η φιλελεύθερη αριστερά, και ως ουρά της οι αντεξουσιαστές των δικαιωμάτων, ζητάει σήμερα την υπέρβαση του κράτους. Όχι για να το καταργήσει, αλλά για να επιβάλει μια πιο αποτελεσματική υπέρ-μορφή του. Υπό το όχημα της Ισότητας και της Ελευθερίας το παραδοσιακό σύνθημα «Να καταργήσουμε το Κράτος» γίνεται ντεμοντέ και καθώς περάσαμε πια το κατώφλι του 21ου αιώνα μετατρέπεται στο αίτημα για «Ένα Κράτος που να χωράει πολλά κράτη».


respublica.gr