Η Ελληνική αρχαιότητα και η σχέση της με σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΑΝΙΩΤΗ, Kαθηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Princeton.

 
Η ταινία «Η ζωή του Μπράϊαν» των Monty Python είναι η καλύτερη κινηματογραφική ταινία με αρχαίο θεματολόγιο. Σε μια γνωστή σκηνή, ένα μέλος του Λαϊκού Μετώπου της Ιουδαίας ρωτά: «Καί τί έκαναν ποτέ οι Ρωμαίοι για μας;». Αν στους Ρωμαίους προσθέσουμε και τους αρχαίους Έλληνες, τότε έχουμε μπροστά μας το ερώτημα που οι Κλασικές Σπουδές καλούνται να απαντήσουν, είτε για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, είτε για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, είτε γιατί οι ίδιοι οι εκπρόσωποί τους αναρωτιούνται τί σημασία έχει αυτό που κάνουν. Οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν ποικίλουν.

Στις 22 Οκτωβρίου 2007, οι εκπρόσωποι των Κλασικών Σπουδών του Ηνωμένου Βασιλείου πληροφορήθηκαν ότι το Αρχηγείο Επικοινωνιών στρατολογεί αποφοίτους με ικανότητες στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και καλεί υποψήφιους με γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών να υποβάλουν αίτηση. Ποιος χρειάζεται σήμερα κλασικούς φιλολόγους; Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών.

Πέρα από την όποια χρησιμότητα της εκμάθησης αρχαίων ελληνικών και λατινικών, επί δύο αιώνες οι ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες ανατρέχουν σε φαινόμενα της αρχαιότητας για να κατανοήσουν σύγχρονα φαινόμενα. Μερικά παραδείγματα: από τον 19ο αιώνα η μελέτη του ιμπεριαλισμού διαρκώς κάνει αναφορές στην Αθηναϊκή Ηγεμονία και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αναζητά αναλογίες παλιότερα με τη Βρετανική Αυτοκρατορία, πιο πρόσφατα με την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ. 

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει παραλληλισθεί με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Αθηναϊκή δημοκρατία πάντοτε ήταν μέρος των συζητήσεων περί δημοκρατίας στη σύγχρονη πολιτική επιστήμη. Η αρχαία ιστορία απετέλεσε επίσης αντικείμενο ιδεολογικής εκμετάλλευσης μεταξύ άλλων από τον Ναζισμό, τη βρετανική αποικιοκρατία και το φεμινιστικό κίνημα.  Στη δεκαετία του 1930 ο Γερμανός σχεδιαστής Hugo Gellert χρησιμοποίησε τους μύθους του Αισώπου ως βάση για την κριτική του καπιταλισμού. 

Ο Σπάρτακος, σύμβολο της αγάπης για την ελευθερία, δάνεισε το όνομά του όχι μόνο στους Γερμανούς επαναστάτες το 1916-19, αλλά στους «Νέους Σπαρτακιστές» του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης. Πρόσφατα η Nancy Sherman υποστήριξε ότι η στωική φιλοσοφία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον σύγχρονο αμερικανικό στρατό, γιατί περιέχει στοιχεία αυτοπειθαρχίας, αυτοθυσίας και αφοσίωσης σε έναν σκοπό που υπερβαίνει το άτομο.

Αν σήμερα ο αρχαιοελληνικός κόσμος είναι επίκαιρος, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια υποτιθέμενη ανωτερότητα του πολιτισμού και της ιστορίας των Ελλήνων σε σύγκριση π.χ. με τον πολιτισμό της Κίνας, της Ινδίας ή των προκολομβιανών λαών, αλλά, στο γεγονός ότι στην ελληνική αρχαιότητα μπορούμε να βρούμε φαινόμενα που αντιστοιχούν σε φαινόμενα της εποχής μας: μεγάλα αστικά κέντρα, οικονομικά και πολιτιστικά δίκτυα που μπορούν να θεωρηθούν πρώιμες μορφές παγκοσμιοποίησης, πολυ-πολιτιστικές κοινότητες, κινητικότητα πληθυσμών, τεχνολογική πρόοδο και ευρεία συμμετοχή στη διακυβέρνηση.

 Για την ομιλία μου επέλεξα τρία φαινόμενα της ελληνικής αρχαιότητας που μπορούν να δώσουν ερεθίσματα για σκέψεις: το κοινό μοτίβο τους είναι η σημασία ψευδαισθήσεων στον δημόσιο βίο.

Η πρώτη ψευδαίσθηση είναι εκείνη της εγγύτητας ανάμεσα στον πολιτικό και τον πολίτη· την προάγει η θεατρική συμπεριφορά, τρέφει τον λαϊκισμό. Η εισβολή των μαζικών μέσων ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είχε τεράστιο αντίκτυπο στον πολιτικό διάλογο. Η οθόνη, αρχικά της τηλεόρασης, μετά του υπολογιστή, του smartphone και του tablet, έχει γίνει ό σημαντικότερος χώρος κυκλοφορίας πολιτικών ιδεών. 

Αναπόφευκτα, ο πολιτικός διάλογος προσαρμόζεται στις συνθήκες της οθόνης και του κυβερνοχώρου. Δεδομένου ότι η οθόνη συνδέεται με τη διασκέδαση και το θέαμα, έτσι και η πολιτική συμπεριφορά υιοθετεί στοιχεία της διασκέδασης και του θεάματος. Οι «πρωταγωνιστές» της πολιτικής γνωρίζουν ότι τους παρακολουθούν «θεατές». 

Ο αγορητής στη βουλή γνωρίζει ότι αυτό που θα φτάσει στον πολίτη δεν είναι το πολύπλοκο επιχείρημα αλλά η επιγραμματική φράση, το ειρωνικό σχόλιο, μια εντυπωσιακή χειρονομία, μια εικόνα λίγων δευτερολέπτων απομονωμένη και μεγεθυμένη, που μπορεί να εκπεμφθεί ξανά και ξανά. 

Έτσι όταν η αναμετάδοσή του κοινοβουλευτικού διαλόγου δεν θα προσφέρει αυτό το στοιχείο ψυχαγωγίας, ο «θεατής» είναι το ίδιο απογοητευμένος όσο και ο θεατής ποδοσφαιρικού αγώνα που τελειώνει χωρίς γκολ. Μέσα από την οθόνη ο πολιτικός μπαίνει στον ιδιωτικό χώρο του κάθε πολίτη, αλλά η αμεσότητα επικοινωνίας είναι ψευδαίσθηση· η επικοινωνία είναι μονόδρομη κι ο πολίτης θεατής.

Πώς ο χώρος επηρεάζει το μήνυμα και την συμπεριφορά, το είχε ήδη παρατηρήσει ο Πλούταρχος γύρω στο 100 μ.Χ. Εξηγώντας γιατί ο νομοθέτης Λυκούργος δεν ήθελε να γίνονται συνεδριάσεις της εκκλησίας του λαού σε θέατρα και ανάλογους χώρους, γράφει: «Όταν κατά τη διάρκεια της συνέλευσης περιεργάζονται αγάλματα και πίνακες ή προσκήνια θεάτρων ή οροφές βουλευτηρίων με περιττές διακοσμήσεις, όλα αυτά κάνουν τον νου των συναθροισμένων φλύαρο και αποχαυνωμένο, χωρίς φρόνημα, ».

Την εποχή του Πλουτάρχου η επιτηδευμένη, θεατρική συμπεριφορά δημόσιων προσώπων κυριαρχούσε στον δημόσιο βίο κάτω από την επίδραση εκλεπτυσμένων τεχνικών υποκριτικής και ρητορείας. Στην Αθήνα του 300 π.Χ., ο Θεόφραστος περιγράφει στο έργο του «Χαρακτήρες» την υπολογισμένη χρήση του ενδύματος και της κόμμωσης στη θεατρικότητα της καθημερινής ζωής. Ο οπαδός της ολιγαρχίας π.χ. φροντίζει να έχει καλοκουρεμένα μαλλιά και λευκά δόντια· φορά εντυπωσιακά ενδύματα και προσέχει τον τρόπο με τον οποίον φορά το ιμάτιό του. 

Τη θεατρική συμπεριφορά πολιτικών επισήμαναν για πρώτη φορά αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Ποσειδώνιος, όταν περιγράφει μια ομιλία του Αθηναίου πολιτικού Αθηνίωνα το 88 π.Χ. Ο Αθηνίων ανεβαίνει στο βήμα και στέκεται πρώτα σιωπηλός, γυρίζοντας το κεφάλι του για να κοιτάξει γύρω γύρω το πλήθος. 

Πριν ξεκινήσει την ομιλία του, σηκώνει τα μάτια ψηλά. Στην αρχή παρουσιάζεται διστακτικός, σα να φοβάται να μιλήσει ελεύθερα. Συνεχίζει την ομιλία του μόνον όταν το κοινό τον ενθαρρύνει με φωνές. Μετά από μερικές φράσεις, παρεμβάλλει μια παύση, για να δώσει στο κοινό την ευκαιρία να τον επευφημήσει για τα εκπληκτικά νέα. 

Ήταν διαδεδομένη πρακτική των ρητόρων να δίνουν με αυτό τον τρόπο ευκαιρία στο κοινό να χειροκροτήσει. Πριν συνεχίσει, ο Αθηνίων τρίβει το μέτωπό του, μια χειρονομία που υπαινίσσεται προβληματισμό. Η σημασία που είχαν αυτά τα ρητορικά τεχνάσματα, που η αρχαία διδασκαλία της ρητορικής αποκαλεί υπόκριση, φαίνεται από το γεγονός ότι 2200 χρόνια αργότερα δεν γνωρίζουμε μόνο το περιεχόμενο μιας ομιλίας, αλλά και μια παύση ή μια χειρονομία σε αυτή.

Ερχόμαστε στο παρόν. Το βράδυ των βουλευτικών εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 λήφθηκαν εκατοντάδες φωτογραφίες του νικητή. Μια είναι εκείνη που επιλέχτηκε και φιλοξενήθηκε για κάποιο διάστημα και στην ιστοσελίδα της Νέας Δημοκρατίας

Εικονίζει τον νικητή ως άνδρα που γνωρίζει τον αυτοέλεγχο και επιτρέπει στον εαυτό του μόνο ένα μετρημένο χαμόγελο για να εκφράσει τη χαρά του μετά από μια αναπάντεχη νίκη· ως άνδρα που εμπνέει αφοσίωση – αυτό εκφράζει το βλέμμα της γυναίκας του, που βρίσκεται σε σαφώς χαμηλότερο επίπεδο· ως πολιτικό αφοσιωμένο περισσότερο στον (αόρατο) λαό του, στον οποίο στρέφεται η ματιά του, παρά στην ιδιωτική του ζωή· ως μαχητή που γνωρίζει να κερδίζει ό,τι επιθυμεί, αν κρίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο κρατά τη μέση της συζύγου του. 

Μια νοητή διαγώνιος χωρίζει τη φωτογραφία στα δύο, οδηγώντας το βλέμμα μας από τα μάτια της συζύγου στο κεφάλι του πρωθυπουργού και από κει στην πάνω δεξιά γωνία και στο τελικό μήνυμα της εικόνας: νίκη. 

Η λάμπα, που σαν ήλιος λάμπει πίσω από τα δύο πρόσωπα, συντελεί στην αποτελεσματικότητα της εικόνας. Μια ανάλογη νοητή διαγώνιος στο άγαλμα ελληνιστικού μονάρχη κατευθύνει τη ματιά μας στο άκρο του δόρατος, δημιουργώντας αντίθεση ανάμεσα στην άνετη στάση του βασιλιά και την ενδεχόμενη, αν οι περιστάσεις το επιβάλουν, βίαιη εκδήλωση της δύναμής του. 

Η φωτογραφία του νικητή Καραμανλή δεν είναι «στημένη»· αλλά αν ο Καραμανλής και οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων είχαν θελήσει να «στήσουν» μια φωτογραφία για να περάσουν αυτά τα μηνύματα, μάλλον σε κάποια τέτοια εικόνα θα κατέληγαν.
Αρμονία και αφοσίωση είναι και η εικόνα που προωθεί η επίσημη ιστοσελίδα της William J. Clinton Presidential Library and Museum . Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι η φωτογραφία είναι σκηνοθετημένη. 

Δύο άνθρωποι, ώριμοι αλλά ακόμα νέοι, κοιτάζονται στα μάτια με αφοσίωση. Αν μπορούν ακόμα να το κάνουν, μετά από όσα έχουν προηγηθεί στη σχέση τους και είναι γνωστά σ᾿ όλη την υφήλιο, αυτό οφείλεται στο ότι γνωρίζουν να δίνουν προτεραιότητα στις οικογενειακές αξίες· γνωρίζουν πώς να ελέγχουν τα αισθήματά τους· γνωρίζουν πώς να ανταπεξέλθουν σε μια κρίση.

Στο αρχαίο θέατρο οι ηθοποιοί δεν είχαν πρόσωπα, φορούσαν προσωπεία κατάλληλα για τον ρόλο τους: του βασιλιά, του τσιγκούνη γέρου, του πονηρού δούλου. Στο δράμα της σύγχρονης πολιτικής οι πολιτικοί έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εκφράσεις προσώπου, αλλά η δημόσια εικόνα τους μοιάζει με αρχαίο θεατρικό προσωπείο.  

 Ένα τέτοιο δημόσιο προσωπείο, με πολλές παραλλαγές, είναι του πολιτικού που τον περιβάλουν νέα άτομα, αθώα βρέφη, έξυπνοι μαθητές, αγόρια και κορίτσια γεμάτα ελπίδα, κατά προτίμηση με φυλετική ποικιλία. Ένα άλλο προσωπείο, που μέχρι τις τελευταίες εκλογές φοριόταν πολύ από τους Αμερικανούς προέδρους και τους μιμητές τους, είναι του αθλητικού πολιτικού που βρίσκει και λίγο χρόνο για τρέξιμο. Κάτω από το προσωπείο τα πρόσωπα είναι ανταλλάξιμα.

Πίσω στην αρχαιότητα. Τα εγχειρίδια της ρητορικής έδιναν συγκεκριμένες «σκηνοθετικές» οδηγίες στο ρήτορα. Όταν συζητά με ήρεμη αξιοπρέπεια, δεν θα πρέπει να κινείται, αλλά να κινεί μόνο το δεξί του χέρι. Όταν θέλει να εξηγήσει κάτι, θα πρέπει να σκύβει τους ώμους, φέροντας το πρόσωπό του κοντύτερα στους ακροατές για να τους πάρει με το μέρος του. 

Η σφιγμένη γροθιά στο στήθος εκφράζει οργή ή μετάνοια. «Με την καλή απαγγελία ο ρήτορας κατορθώνει ό,τι κι αν λέει να φαίνεται ότι βγαίνει από την καρδιά του». Η έμφαση δίνεται στην εντύπωση, στο «να φαίνεται», στη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης.

Γιατί όμως χρειάζονταν ψευδαισθήσεις στις κοινότητες πολιτών; Αν και οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν είχαν καταργηθεί και οι πόλεις συνέχιζαν να θεωρούνται αυτόνομα κράτη, γενικά η λαϊκή κυριαρχία είχε περιοριστεί από τη μονοπώληση της εξουσίας από μια ελίτ πλουσίων, που μεταβίβαζαν κληρονομικά στους απογόνους τους όχι μόνο τον πλούτο αλλά και τις κοινωνικές διασυνδέσεις που επέτρεπαν την εκλογή σε αξιώματα. 

Η ελευθερία πολλών πόλεων είχε περιοριστεί από τους βασιλείς μεγάλων βασιλείων και αργότερα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Η ντε φάκτο εξουσία της ολιγαρχίας και των μοναρχών μπορούσε να γίνει αποδεκτή μόνο όταν διατηρούνταν στους πολίτες η ψευδαίσθηση ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί, ιδίως η εκλογή των αξιωματούχων και η επικύρωση αποφάσεων από τη συνέλευση των πολιτών, ήταν ζωντανοί. Αυτό επέβαλλε θεατρική συμπεριφορά. 

Όσοι ασκούσαν την εξουσία ήταν απαραίτητο να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στην εγγύτητα προς τον λαό, που διασφάλιζε τη δημοτικότητα, και την απόσταση, που δημιουργούσε δέος και θαυμασμό. Ένα παράδειγμα: ο βασιλιάς Αντίοχος Δ΄ ανακατευόταν με το πλήθος στις διασκεδάσεις του, παίζοντας κι ο ίδιος μουσικά όργανα. Συνήθιζε να υποδύεται διάφορους ρόλους με διαφορετική αμφίεση:

«Πολλές φορές έβγαζε το βασιλικό ένδυμα και φορώντας την τήβεννο περιφερόταν στην αγορά συμμετέχοντας στις αρχαιρεσίες· με χειραψίες στους μεν και αγκαλιές στους δε τους παρακαλούσε να του δώσουν την ψήφο τους, άλλοτε για να εκλεγεί αγορανόμος κι άλλοτε δήμαρχος».

Για τον φιλόσοφο Διοτογένη ο επιτυχημένος μονάρχης είναι ένας καλός ηθοποιός:
«πρέπει να φροντίζει την κατάλληλη στάση και εμφάνιση, πλάθοντας μια εικόνα του εαυτού του που να είναι πολιτική και σοβαρή, ώστε να μη δίνει στα πλήθη ούτε την εντύπωση του αυστηρού ούτε του ευκαταφρόνητου, αλλά του προσηνούς και συμπονετικού».

Το μυστικό της επιτυχίας του μονάρχη είναι να δημιουργεί ταυτόχρονα το αίσθημα ότι είναι κοντά στον λαό, επομένως ενδιαφέρεται, αλλά και απέχει από τον λαό, επομένως πρέπει να αντιμετωπίζεται με δέος. Αυτό που περιγράφει ο Διοτογένης, το παρατηρεί ο φιλόσοφος Παναγιώτη Κονδύλη στις σύγχρονες μαζικές δημοκρατίες. 

Η αντίθεση ανάμεσα στην αρχή της ισότητας και την ουσιαστική κυριαρχία μιας ελίτ την αναγκάζει να προβάλλει το προσωπείο της φιλολαϊκής πολιτικής. Αυτή είναι η μία όψη του λαϊκισμού. Η άλλη είναι η προσπάθεια εξ επαγγέλματος πολιτικών να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση, ως αυτοσκοπό, φορώντας και αυτοί το προσωπείο του (ανάλογα με την ηλικία) παιδιού του λαού ή πατέρα του λαού. Ο Κονδύλης γράφει:

«Ο λαϊκισμός οφείλει να ικανοποιεί διαρκώς και ψυχολογικές ανάγκες, δημιουργώντας υποκατάστατα της ισότητας εκεί που έμπρακτη ισότητα δεν υπάρχει. Ένα τέτοιο υποκατάστατο παρέχει λ.χ. η προϊούσα κατάργηση των ορίων ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, έτσι ώστε ο “κοσμάκης”, αλλά και ο “ώριμος πολίτης”, με βάση τα όσα του λένε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μπορεί να πεισθεί ότι τούτο ή εκείνο το μέλος τούτης ή εκείνης της ελίτ συμπεριφέρεται “ανθρώπινα” και γενικά είναι “όπως όλοι μας”. 

Ο εγγενής λαϊκισμός της μαζικής δημοκρατίας κάνει πρωταρχικό καθήκον των μελών των ελίτ να εκδηλώνουν επιδεικτικά σε κάθε δεδομένη ευκαιρία πόσο κοντά βρίσκονται στον απλό άνθρωπο».

Η εκλογική επιτυχία του Τραμπ οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι μπόρεσε να δημιουργήσει αυτή την ψευδαίσθηση. Το μέλλον του θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να τη διατηρήσει.

Πίσω στην αρχαιότητα: Οι ανδριάντες δημοσίων ανδρών υποδηλώνουν την επιτήδευση στη δημόσια εικόνα τους· δίνουν την εντύπωση της μετρημένης συμπεριφοράς. Όταν τα χέρια ελευθερώνονται από το τύλιγμα του ιματίου και εκτείνονται μπροστά, για να δείξουν ενεργητικότητα, αποφεύγουν τις παθιασμένες χειρονομίες και υπογραμμίζουν την αυτοκυριαρχία. 

Τα πορτρέτα αποδίδουν στην έκφραση του προσώπου τον ζήλο και την αφοσίωση με την οποία ο πολιτικός εκπληρώνει τα καθήκοντά του. Οι βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο φανερώνουν τον κόπο και τον προβληματισμό του στην υπηρεσία της πόλης. Είναι ο πολίτης που αδιαφορεί για κακουχίες, κινδύνους και προσωπικά οφέλη. 

Παρά τα ατομικά χαρακτηριστικά τους αυτά τα πορτρέτα αποδίδουν ένα προσωπείο: το προσωπείο του ενάρετου δημόσιου άνδρα. Τα εγχειρίδια συμβουλεύουν τους ρήτορες να δείχνουν την εξουθένωσή τους, αφήνοντας παραδείγματος χάριν το ιμάτιό τους να πέφτει με επιμελημένη ατημελησία, σκουπίζοντας τον ιδρώτα τους και δείχνοντας σημάδια κόπωσης. ΄Ετσι περιγράφεται και μια προεκλογική εκστρατεία του Τζωρτζ Μπους πατρός, υποψηφίου για θέση γερουσιαστή το 1964.

«Σε κάθε τηλεοπτική οθόνη στο Χιούστον μπορούσε κανείς να δει κάθε λίγο και λιγάκι τον Τζωρτζ Μπους, με το πανωφόρι του ριγμένο πάνω στους ώμους, με τα μανίκια σηκωμένα, να περπατά στους δρόμους της εκλογικής του περιφέρειας, να χαμογελά και να σφίγγει χέρια, να δίνει στον ψηφοφόρο να καταλάβει πόσο νοιάζεται· για ποιο πράγμα, αυτό ποτέ δεν γινόταν σαφές».

Όμως η άστοχη θεατρικότητα μπορεί να γίνει φαιδρότητα. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 1988 ο Μάικ Δουκάκις επιχείρησε να δείξει ότι είναι ικανός σε αμυντικά θέματα, έχοντας αντίπαλο τον Τζωρτζ Μπους, πιλότο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι φωτογραφήθηκε ως «μαχητής» σε τεθωρακισμένο. Η φωτογραφία του μικροκαμωμένου Δουκάκις με κράνος και γραβάτα προκάλεσε ειρωνικά σχόλια. Τη χρησιμοποίησαν οι διαφημιστές του Μπους εναντίον του και η έκφραση «Dukakis in the tank» έχει μείνει παροιμιώδης για να δηλώνει παταγώδη αποτυχία θεατρικής συμπεριφοράς.

Έρχομαι στην πολιτική λειτουργία μιας άλλης ψευδαίσθησης: αυτού που καταχρηστικά αποκαλούμε «συλλογική μνήμη». Το 514 π.Χ. δολοφονήθηκε στην Αθήνα ο Ίππαρχος, μέλος μιας οικογένειας που επί μισό περίπου αιώνα εξουσίαζε την Αθήνα. Αν και ο αδελφός του, Ιππίας συνέχισε να κυβερνά για 6 ακόμα χρόνια, οι Αθηναίοι τίμησαν του φονείς, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, ως τυραννοκτόνους. Το γλυπτό που απεικόνιζε τους δύο άνδρες να επιτίθενται με ξίφη στα χέρια ήταν από τα επιφανέστερα μνημεία της Αθήνας και ο φόνος του Ιππάρχου συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των Αθηναίων. 

Ο Θουκυδίδης όμως, γράφοντας εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Το υπόβαθρο της δολοφονίας ήταν ερωτικό και όχι πολιτικό. Η τυραννίδα δεν κατέρρευσε λόγω της δολοφονίας του Ιππάρχου, αλλά όταν οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Αθήνα. Σε μια σκόπιμη παρερμηνεία των γεγονότων οι Αθηναίοι προέβαλαν τους τυραννοκτόνους ως αίτιους για την πτώση των τυράννων. 

Ποιος θέλει να θυμάται ότι ένας τύραννος δεν νικήθηκε από τους εξεγερμένους πολίτες αλλά από έναν εχθρικό στρατό; Η συλλογική ταυτότητα μιας κοινότητας χρειάζεται διαχρονικά σύμβολα και πρότυπα που δημιουργούνται μέσα από διαδικασίες επιλεκτικής μνήμης. Στο γλυπτό των τυραννοκτόνων το θύμα τους δεν εικονίζεται, γιατί δεν είναι συγκεκριμένο. Είναι κάθε μελλοντικός εχθρός της ελευθερίας των Αθηναίων.

Πριν βιαστούμε να επικρίνουμε τους αρχαίους Αθηναίους, ας θυμηθούμε το σύνθημα που εκφωνούσαν μυριάδες στόματα κατά τις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα το 2011: «Η χούντα δεν τελείωσε το ᾿73, εμείς θα την κηδέψουμε σε τούτη την πλατεία». Το σύνθημα αντιπαραθέτει την υποτιθέμενη γενική αντίληψη — ότι δηλαδή την δικτατορία την έριξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 — προς την άποψη των διαδηλωτών ότι και η μεταπολίτευση αποτελεί συνέχεια της δικτατορίας. 

Φυσικά, η δικτατορία δεν κατέρρευσε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Όπως οι Αθηναίοι του 500 π.Χ. προτίμησαν να αποδώσουν την πτώση του τυράννου τους στους δολοφόνους του αδελφού του κι όχι στην εισβολή ενός εχθρού, έτσι και πολλοί σημερινοί Έλληνες προτιμούν να συνδέουν την πτώση της δικτατορίας με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι την τουρκική εισβολή. 

Ενώ η επέτειος της αποκατάστασης της δημοκρατίας την 24η Ιουλίου 1974 εορτάζεται με μια δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο στην οποία μόνο οι καλεσμένοι δίνουν κάποια σημασία, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι μια από τις τρεις σημαντικότερες ιστορικές επετείους της χώρας και επίσημη σχολική γιορτή, κατά την οποία η καθιερωμένη διαδήλωση υποκαθιστά τη στρατιωτική και σχολική παρέλαση.

Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο «συλλογική μνήμη», όταν αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ομάδες «θυμούνται» γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτή η ανάμνηση είναι προϊόν επιλογής, επεξεργασίας και ερμηνείας· δεν είναι μνήμη, με την έννοια που έχει ο όρος «μνήμη» όταν αναφέρεται στους μηχανισμούς αποθήκευσης και διαχείρισης εμπειριών στον ανθρώπινο εγκέφαλο, είναι αφήγημα. Ακόμα λιγότερο μπορεί να γίνει λόγος για «μνήμη», όταν έχουμε γεγονότα που συνέβησαν πριν από τουλάχιστον τρεις γενιές. Τότε η «συλλογική μνήμη» είναι μια ψευδαίσθηση. 

Δεν αποτελείται από αναμνήσεις, αλλά από παραδόσεις, που μεταβιβάζονται προφορικά ή γραπτά και ενδυναμώνονται με τελετουργίες. Για τέτοιου είδους «μνήμη» ο Αιγυπτιολόγος Jan Assmann δημιούργησε τον όρο «πολιτισμική μνήμη».

Το 87 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας πολιορκούσε την εξεγερμένη Αθήνα. Απελπισμένος, ο ηγέτης των Αθηναίων αποφάσισε τελικά να στείλει απεσταλμένους για να διαπραγματευθούν. Ο Πλούταρχος περιγράφει τη σκηνή:

Όταν, αντί να προβάλουν κάποια αιτήματα που θα έσωζαν την πόλη, μιλούσαν με περηφάνια για τον Θησέα, τον Εύμολπο και τα Περσικά, ο Σύλλας τους είπε: «Φύγετε, ευλογημένοι, και πάρτε και αυτές τις ομιλίες μαζί σας. Γιατί δεν με έστειλαν οι Ρωμαίοι για να ικανοποιήσω τη φιλομάθειά μου, αλλά για να καθυποτάξω επαναστάτες».

Εδώ βλέπουμε πώς λειτουργεί η «πολιτισμική μνήμη». Οι παραδόσεις για την απώθηση βαρβάρων στα μυθικά χρόνια και των Περσών πριν 400 χρόνια είχαν ριζώσει στην «πολιτισμική μνήμη» των Αθηναίων με τέτοιο τρόπο που να αρκεί μια αναφορά σε τρία ονόματα (Θησέας, Εύμολπος, Περσικά) για να καταλάβει ο οποιοσδήποτε Αθηναίος περί τίνος πρόκειται. 

Με τον ίδιο τρόπο μια χρονολογία («το ᾿21») ή μια λέξη ή σύντομη φράση («οι Θερμοπύλες», «η Μικρασιατική καταστροφή», «η Γαλλική Επανάσταση», «το Βατερλώ», «το Σεντάν», «το Βισύ») συνδέονται από τους σύγχρονους με πολύ γενικές γνώσεις για γεγονότα, κυρίως όμως με αξίες και στοιχεία ταυτότητας (εθνική παλιγγενεσία, αυτοθυσία, πατριωτισμός και προδοσία, επαναπροσδιορισμός εθνών μετά από τραυματικές εμπειρίες).

Ο Πλούταρχος αντιπαραβάλλει τον πραγματισμό του Ρωμαίου στρατηγού προς τη σχεδόν τελετουργική χρήση της ιστορίας από τους Αθηναίους, για να θεμελιώσουν κάποια διεκδίκηση. Η αναφορά στο παρελθόν, στην απώθηση βαρβάρων, δεν έχει πραγματική αξία ως επιχείρημα, μόνο συναισθηματική. Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που η φράση «η Ελλάδα, η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία» χρησιμοποιείται τελετουργικά στις ομιλίες του Έλληνα πρωθυπουργού και των στελεχών της κυβέρνησής του σε σχέση με την αντίθεση της Ελλάδας σε απαιτήσεις των δανειστών. 

Από το γεγονός ότι η Ελλάδα γέννησε τη δημοκρατία δεν προκύπτει καμμιά νομική ή ηθική υποχρέωση για τους φορολογούμενους πολίτες της Ε.Ε. Πολιτικοί είναι οι λόγοι που επιβάλλουν τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και των μεταρρυθμίσεων, και ισχύουν για οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης που είναι θύμα της κρίσης, είτε γέννησε τη δημοκρατία είτε γέννησε τη σανγκρία, το ουίσκι ή το χαλούμι.

Οι τρεις νίκες των Αθηναίων επί βαρβάρων ήταν σταθερό στοιχείο της «πολιτισμικής μνήμης» τους. Αυτό δυστυχώς που δεν έλαβαν υπόψη τους οι απεσταλμένοι των Αθηναίων στον Σύλλα ήταν ότι ο Ρωμαίος στρατηγός ήταν ένας ακόμα βάρβαρος εισβολέας και τίποτε δεν τον ενδιέφερε λιγότερο από τις παλιές νίκες των Αθηναίων επί των βαρβάρων. Έμεινε ασυγκίνητος και λεηλάτησε την Αθήνα αμείλικτα, με τον ίδιο τρόπο που η επίκληση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας δεν μπορεί να συγκινήσει τον φορολογούμενο πολίτη της Ουγγαρίας ή της Λιθουανίας.

Η «πολιτισμική μνήμη» των Αθηναίων μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά με μνημεία, πανηγυρικούς λόγους και κυρίως με τον εορτασμό ιστορικών επετείων. Ας δούμε τα κοινά χαρακτηριστικά των ιστορικών επετείων στην ελληνική αρχαιότητα.

1) Αφορμές για τη δημιουργία τους είναι νίκες σε έναν κρίσιμο αγώνα είτε για την ελευθερίας μιας πόλης-κράτους ή όλης της Ελλάδας, όπως οι μάχες των Περσικών Πολέμων, η για το δημοκρατικό πολίτευμα.

2) Οι ιστορικές επέτειοι έχουν πάντοτε επιθετικό χαρακτήρα. Σπάνια δημιουργούνταν γιορτές για μια ειρήνευση ή για την αποκατάσταση της ομόνοιας μετά από εμφύλιο πόλεμο.

3) Το πρόγραμμα ιστορικών επετείων αντιγράφει εκείνο των θρησκευτικών γιορτών. Έτσι το απτό και συγκεκριμένο γεγονός ανάγεται στην υπερβατική σφαίρα της επίδρασης θεϊκών δυνάμεων και ηρώων, απομακρύνεται από κάθε κριτική, οι πρωταγωνιστές του αγιοποιούνται. Με την τελετουργική υπενθύμισή του το γεγονός γίνεται σύμβολο με το οποίο ταυτίζεται κάθε γενιά.

4) Το μήνυμα των ιστορικών επετείων επιδέχεται αλλαγές. Όταν η «πολιτισμική μνήμη» μιας κοινότητας εμποδίζει την επικοινωνία με μια άλλη, τότε η επέτειος είτε καταργείται είτε γίνεται αντικείμενο νέας ερμηνείας. Π.χ. η μάχη των Πλαταιών, η τελευταία νίκη των Ελλήνων επί των Περσών το 477 π.Χ., από γιορτή της ελευθερίας, έγινε αργότερα γιορτή της Ομόνοιας των Ελλήνων.

Οι αρχαίες επέτειοι μας καλούν να εξετάσουμε κριτικά τις σύγχρονες. Το 1990 η εθνική γιορτή της Γερμανίας, η Ημέρα της Γερμανικής Ενότητας την 17η Ιουνίου, επέτειο της εξέγερσης στο Ανατολικό Βερολίνο το 1953, αντικαταστάθηκε από την επέτειο της επανένωσης την 3η Οκτωβρίου 1990. Αντί να θυμίζει τη βίαιη καταστολή μιας εξέγερσης Γερμανών από Γερμανούς, η νέα επέτειος θυμίζει τη επιτυχία ενός ειρηνικού κινήματος. 

Η νέα επέτειος σηματοδοτεί όμως και τη μετατόπιση από την αποτυχία στην επιτυχία, από τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης της Δ. Γερμανίας. Εγκαινίασε βαθύτατες αλλαγές στη συμπεριφορά της Γερμανίας ως ευρωπαϊκής υπερδύναμης.
  
Ένα άλλο παράδειγμα: Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 ο Έλληνας Υπουργός Αμύνης, γιόρτασε την επέτειο της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Σε μια περίοδο ταπείνωσης ένα απερίγραπtο πανηγύρι θύμιζε στους δανειστές ότι η Ελλάδα είχε σώσει τον κόσμο από τους βάρβαρους Πέρσες, που σημειωτέον οι πρωτεύουσές τους είναι στο Ιράκ, το Ιράν και τις περιοχές που τότε κατείχε το Ισλαμικό Κράτος. Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε ένας άλλος παράδοξος εορτασμός: η 71η επέτειος της απελευθέρωσης της Αθήνας την 12η Οκτωβρίου 1944, λίγο πριν από την παραδοσιακή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου για την κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία το 1940. 

Αυτή η επέτειος μπορούσε να προβάλλει τον ρόλο της Αριστεράς και να αντικαταστήσει τον εχθρό της μιας επετείου, την Ιταλία, με την οποία η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει κανένα πρόβλημα, με τη Γερμανία, με την οποία υπάρχουν και διαφωνίες για την οικονομική πολιτική και εκκρεμότητες που ανάγονται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τί γιορτάζει και πότε το γιορτάζει κανείς δεν είναι τυχαίο· είναι μια εκλεπτυσμένη στρατηγική για συσπείρωση δυνάμεων και προβολή ταυτότητας.

Ας δούμε τέλος τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε το νόημα της επετείου της απόβασης στη Νορμανδία, της D-Day όταν οι νικητές κάλεσαν την 4η Ιουνίου 2004 τον καγκελάριο Schröder να παρευρεθεί. Ο Γραμματέας της Ένωσης Βετεράνων της Νορμανδίας δήλωσε: «Αν είναι να έρθει [ο καγκελάριος], ας έρθει, αρκεί να μη φέρει και τις μονάδες του. Για μας είναι σαν να πηγαίνουμε σε ένα προσκύνημα. Πηγαίνουμε εκεί για να τιμήσουμε τη μνήμη εκείνων που αφήσαμε πίσω μας. … Εγώ τραυματίστηκα στη Νορμανδία, το νοιώθω ακόμα και με πονάει…. Στον πόλεμο έχασα δύο αδέλφια και έναν γαμπρό. … Να το ξεχάσουμε αυτό απλώς; Τί να αισθανθούμε; Ξέρω ότι ήταν αναμεμειγμένοι οι Γερμανοί. Σε ό,τι μας αφορά εκείνοι ήταν ο εχθρός».

Η γερμανική συμμετοχή στον εορτασμό άλλαξε τη λειτουργία της επετείου. Ο ευρωπαϊκός τύπος επαναπροσδιόρισε την επέτειο μιας νίκης συγκεκριμένων κρατών επί συγκεκριμένου εχθρού σε γιορτή ειρήνης και ελευθερίας. Δεν αποκλείεται, μέχρι την 80ή επέτειο το 2024, όταν θα έχει πεθάνει κι ο τελευταίος βετεράνος, η επέτειος να έχει ξεχαστεί, αν δεν έχει γίνει γιορτή της ευρωπαϊκής ένωσης (αν υπάρχει ακόμα).

Αυτή η παρατήρηση με οδηγεί στην τελευταία ψευδαίσθηση: την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Στην Ευρώπη υπάρχουν επέτειοι, εορτάστηκε πρόσφατα η επέτειος της συνθήκης της Ρώμης, αλλά ο πολύς κόσμος δεν τους δίνει καμμιά σημασία. Μόνον όσοι έχουν επαγγελματική σχέση με την Ε.Ε.  γνωρίζουν την Ημέρα του Σουμάν ή Ημέρα της Ευρώπης. Η απουσία ευρωπαϊκών επετείων δεν είναι αιτία, είναι όμως σύμπτωμα της ανυπαρξίας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το πρόβλημα ξεκινά ήδη από αυτόν τον ίδιο τον χαρακτηρισμό «ευρωπαϊκός». 

Μιλάμε για «ευρωπαϊκό πολιτισμό», αν και δεν υπήρξε καμμιά χρονική στιγμή κατά την οποία όλοι οι πληθυσμοί της Ευρώπη μιλούσαν την ίδια γλώσσα (αν εξαιρέσουμε τα κακά αγγλικά) η ακολουθούσαν την ίδια θρησκεία. Το τί σημαίνουν ευρωπαϊκές αξίες για τους Τούρκους μετανάστες της δεύτερης και τρίτης γενιάς στην Ευρώπη, το έδειξαν τα αποτελέσματα του τουρκικού δημοψηφίσματος. Τί σημαίνει ευρωπαϊκή ταυτότητα για τον Ινδό κάτοικο του Λονδίνου ή πολλούς μουσουλμάνους στη Γαλλία ή το Βέλγιο;

Ποια είναι απαραίτητα στοιχεία για τη δημιουργία ταυτότητας; Πάλι η αρχαία Ελλάδα προσφέρεται ως παράλληλο, επειδή οι Έλληνες παρά την κοινή γλώσσα επί αιώνες δυσκολεύτηκαν να δημιουργήσουν μια κοινή ταυτότητα.  Η στοιχειώδης ταυτότητα του μέλους μιας αρχαίας κοινότητας είναι η ταυτότητά του ως πολίτη – Αθηναίου ή Σπαρτιάτη (που περίπου αντιστοιχεί με την ταυτότητα του πολίτη ενός ευρωπαϊκού κράτους). 

Αυτή η ταυτότητα συνυπάρχει με άλλες: με την τοπική ταυτότητα — π.χ. του Κρητικού ή του Θεσσαλού – (ή σήμερα του Βαυαρού ή του Σικελού), την κοινωνική ταυτότητα (π.χ. του αριστοκράτη). Στην αρχαία Ελλάδα δημιουργήθηκαν και ομοσπονδιακές κοινότητες με χωριστή ταυτότητα. 

Π.χ. το μικρό ομοσπονδιακό κράτος των Ορείων (των Ορεσίβιων) στη δυτική Κρήτη δείχνει με το τεχνητό του όνομα τη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας. Όταν ένας μισθοφόρος από αυτή την περιοχή πέθανε και θάφτηκε στην Σπάρτη η ταφόπλακά του γράφει «πατρίδα μου είναι οι Όρειοι». Αναρωτιέμαι αν ένας γεννημένος Ολλανδός, Βέλγος ή Έλληνας ζήτησε να γράψουν στο μνήμα του στις ΗΠΑ «εδώ αναπαύεται ένας Ευρωπαίος».

Το ποια ταυτότητα προβάλλεται εξαρτάται από την επαφή με μια άλλη κοινότητα. Ας πάρουμε το παράδειγμα του κατοίκου της Λύττου, στην Κρήτη. Είναι Λύττιος σε αντιδιαστολή προς τους κατοίκους άλλων κρητικών πόλεων, Κρητικός σε αντιδιαστολή προς άλλους Έλληνες, Έλληνας σε αντιδιαστολή προς τους μη Έλληνες, πολίτης σε αντιδιαστολή προς τους κατοίκους χωρίς πολιτικά δικαιώματα, ελεύθερος σε αντιδιαστολή προς τους δούλους. 

Αυτό που διαμορφώνει την εκάστοτε ταυτότητά του είναι η νομική θέση, η πολιτισμική μνήμη της πόλης του, η παιδεία του, οι επέτειοι νικών που γιόρταζε η πόλη του. Αντιστοίχως την ταυτότητα των αρχαίων Ελλήνων δεν την εξέφραζε μόνο η κοινή γλώσσα, αλλά και η κοινή μυθολογία, η συμμετοχή αγώνες και λατρείες και πάνω απ᾿ όλα η ανάμνηση της νίκης στους Περσικούς Πολέμους. 
Το Κοινόν των Ελλήνων, δηλαδή η ομοσπονδία των Ελλήνων, ήταν μια ομοσπονδία πόλεων που γιόρταζε την επέτειο της νίκης επί των Περσών στις Πλαταιές.

Οι Ευρωπαίοι, αντίθετα από τους αρχαίους Έλληνες, δεν πληρούν κανένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά ταυτότητας. Από την πολιτική ταυτότητα απουσιάζουν τα κοινά πολιτικά δικαιώματα και η κοινή πολιτική. Από την πολιτιστική ταυτότητα απουσιάζουν η κοινή γλώσσα και θρησκεία, το κοινό σύστημα αξιών – σκεφτείτε την κατάσταση στην Ουγγαρία. Μέχρι σήμερα οι Ευρωπαίοι δεν «έζησαν» ποτέ από κοινού ιστορία, δεν νίκησαν ποτέ από κοινού σε έναν πόλεμο. 

Ακόμα και το κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης στη μια όψη έχει την ίδια εικόνα, ενώ η άλλη όψη τονίζει την εθνική ταυτότητα. Πολλοί Ευρωπαίοι θα αναρωτιούνται ποιοι είναι οι γενειοφόροι άνδρες στα ελληνικά νομίσματα. Από την ευρωπαϊκή ταυτότητα λείπουν γιορτές (δεν εννοώ τον διαγωνισμό της Eurovision) και συμβολικές τελετουργίες. Τέλος λείπει η συνείδηση ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού που να συνδέει τον Έλληνα και τον Βόσνιο μουσουλμάνο, τον γεννημένο στη Γερμανία Τούρκο και τον Εβραίο της Γαλλίας, τον Βάσκο, τον Φινλανδό και τον Πακιστανό του Λονδίνου. 

Αυτό δεν με ενοχλεί, γιατί μια απόλυτα κοινή πολιτιστική ταυτότητα είναι εντελώς αντι-ευρωπαϊκή· αντιβαίνει προς την πολιτιστική πολυμορφία που πάντοτε χαρακτήριζε την ευρωπαϊκή ιστορία. Όσοι προσπαθούν να κατασκευάσουν μια τέτοια κοινή πολιτισμική μνήμη με τον τονισμό της χριστιανικής παράδοσης και της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας καλλιεργούν μια πολιτιστική αμνησία, εξοβελίζοντας από την ευρωπαϊκή ιστορία τον λαμπρό αραβικό πολιτισμό στην μεσαιωνική Ισπανία, την ισχύ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ανατολική Ευρώπη και τον πολιτισμό των Εβραίων.

Σε τί θα μπορούσε να στηριχθεί μια ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση και ένα αίσθημα υπεροχής, αν όχι σε έναν κοινό πολιτισμό; Αν διδάσκει κάτι η αρχαιότητα είναι ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να θεμελιώσουν την ενότητά του σε μια νίκη. Δεν είναι αναγκαίο να είναι νίκη σε μια στρατιωτική σύγκρουση. 

Μπορεί να είναι νίκη δημοκρατικών κρατών σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση με ορατούς και αόρατους αντιπάλους. Οι Ευρωπαίοι θα αντιμετωπίσουν επιτυχημένα την πρόκληση της ευρωπαϊκής ταυτότητας με το αίσθημα υπεροχής όχι ενός κοινού πολιτισμού ή μιας εύθραυστης οικονομίας, αλλά της υπεροχής πολιτικών θεσμών και συστήματος αξιών, υγιών κοινωνικών δομών και καινοτόμου επιστήμης. Οι Ευρωπαίοι χρειάζονται επειγόντως μια κοινή νίκη.


anixneuseis