Πώς ήταν η μεταολυμπιακή Αθήνα το 1900; Τι όψη είχε; Πώς ζούσαν οι 128.000 (μαζί με τα περίχωρα) κάτοικοί της; Ταξιδεύοντας στο χρόνο, στην τότε εποχή, βρίσκουμε μια μικρή αναπτυσσόμενη πόλη.
Το εμπόριο είναι σε άνθιση όπως και οι βιοτεχνίες, μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα που δίνει δουλειά σε αρκετά από τα πάρα πολλά διαθέσιμα εργατικά χέρια. Σε ανάπτυξη βρίσκεται και η βιομηχανία που χρησιμοποιεί ως κινητήρια δύναμη τον ατμό.
Πολλοί εργάτες ζούσαν μέσα σε χαμόσπιτα, καλύβες και παράγκες γύρω από το Γκαζοχώρι. Το ημερομίσθιο έφτανε τότε τα 50 έως 70 λεπτά για τον εργάτη και 1 έως 2 δραχμές για τον καλό τεχνίτη.
Όσοι δεν έβρισκαν δουλειά, κατέληγαν ζητιάνοι στους δρόμους της πρωτεύουσας, ενώ τα ανήλικα παιδιά καταντούσαν δουλάκια σε σπίτια ή μαγαζιά για ένα κομμάτι ψωμί.
Συχνά έβλεπε κανείς ηλικιωμένους να πεθαίνουν στο δρόμο είτε από ασιτία είτε από το ψύχος και κάποιοι άλλοι να κάνουν έρανο για να τούς θάψουν.
Το 1904 ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς μετατρέπεται σε ηλεκτροκίνητο, με διπλές γραμμές και μείωση στο 1/3 της χρονικής διαδρομής.
Ο Δήμαρχος Αθήνας Σπύρος Μερκούρης, μιμούμενος τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, άρχισε το 1902 να ασφαλτοστρώνει δρόμους, με πρώτο την Αιόλου. Ακολούθησαν η Αθηνάς, η Ευριπίδου, η πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή Κοτζιά).
Στα τέλη του 1905 ασφαλτοστρώθηκαν η Σταδίου η Πανεπιστημίου και η Πλατεία Συντάγματος. Το 1908 εγκαταστάθηκαν τα πρώτα τηλέφωνα της σουηδικής εταιρίας Ερριξον δυνάμεως 800 συνδρομητών, στο Ταχυδρομείο Αθηνών στην πλατεία Λουδοβίκου.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο άρχισε να μην ικανοποιεί τις ανάγκες της Αθήνας, αφού ο πληθυσμός αυξανόταν συνεχώς.
Το κέντρο της πόλεως υδρευόταν κανονικά αλλά οι συνοικίες έπαιρναν νερό μέρα παρά μέρα από πλανόδιους υδροπωλητές (ανάμεσα τους ο ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης) που μετέφεραν βαρέλια με νερό από καθαρές πηγές όπως, Μαρούσι, Καισαριανή, Αγία Ζώνη και την Μεγάλη Βρύση της Κυψέλης, κοντά στη σημερινή Φωκίωνος Νέγρη.