«Έλληνες δε βαριέστε, συνήθεια είναι όλα…»


Τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια χώρα όπου το δίκαιο είναι απόλυτα συνυφασμένο με το δίκαιο του δανειστή;

Πού μπορεί να αποταθεί ο πολίτης ώστε να ζητήσει εκείνα που του αναλογούν όταν τα πάντα κρίνονται με γνώμονα το συμφέρον του απαίτη του κεφαλαίου και των σκληρών τόκων -που με σκοπό δάνεισε- ο οποίος παραμένει ενδεδυμένος τον μανδύα με τα εθνικά χρώματα;

Ποιος μπορεί να ελπίζει σε ένα μέλλον όχι όμοιο με εκείνο των ευκλεών εποχών, μα σε ένα κάποιο με τίμια απόδοση των κόπων του;

Ποιος μπορεί να ελπίζει στη διάσωση της περιουσίας του; Των δεδουλευμένων κόπων του, όταν πρώτιστος στόχος είναι το κέρδος των μεγάλων fans και έσχατος, η καπελωμένη επιστροφή του κόπου των Γερμανών(κυρίως) από τους άνευ ουδεμίας αξίας Έλληνες εργαζόμενους, τους επονομαζόμενους και τεμπέληδες ή και γλεντοκόπους καταχραστές;

Ποιος νέος μπορεί σήμερα να ελπίζει νοιώθοντας την ελάχιστη έστω σιγουριά πως θα διατηρήσει το όποιο εισόδημά του ώστε να σχεδιάσει το μέλλον του; (Σε περίπτωση που βρει εργασία)

Ποιος Έλληνας πολίτης είναι χαρούμενος ατενίζοντας το χαρμόσυνο φως της εξόδου από την κρίση στην οποία σημειωτέον δεν μπήκαμε με ευθύνη δική μας οι πολίτες;

Ποιος ηγέτης εξακολουθεί να δανείζεται ώστε να παράσχει κυρίως σε ημέτερους, όταν αντιλαμβάνεται πως δεν καταφέρνει να αποπληρώσει;
Ο απατεώνας ματαιόδοξος που αρέσκεται στο μπαλκόνι.

Ποιος δανειστής δανείζει αφερέγγυο χρεώστη;

Ποιος χρεώστης θεωρείται φερέγγυος, άξιος νέου δανεισμού –και για ποιόν;-, όταν δανείζεται από την ίδια αγορά ώστε με τα νέα του δανεικά να ξεπληρώσει τα παλαιά;

Ποιος δανειστής δεν διερωτάται το προφανές. «Καλά αν σε δανείσω ξανά ώστε μου ξεπληρώσεις τα προηγούμενα, τα νέα δανεικά πώς θα μου επιστρέψεις;»

Ο έξυπνος δανειστής, είναι η απάντηση. 
Ο έξυπνος δανειστής οποίος δεν διερωτάται καν, διότι απλά γνωρίζει και είναι εκείνος ο χαμογελαστός που βλέπει κοψοχρονιά το σπίτι σου.

Ποια τράπεζα χαίρεται όταν ο δανειστής αποπληρώνει στο ακέραιο τις οφειλές του;

Καμιά. 

Καμιά διότι οι τράπεζες είναι καταστήματα. Μαγαζιά που αποσκοπούν στο κέρδος. Όλες οι άτοκες δόσεις που προσφέρονται δεν παραχωρούνται. Δίνονται με μία βαθιά και μόνη ελπίδα: Αρχικά τους τόκους καθυστέρησης και αργότερα κάτι καλύτερο. Το σπίτι σου, το αμάξι σου, το κορμί σου σε έσχατη ανάγκη. (Όλοι θα γίνουμε εργάτες της νέας σελίδας της ιστορίας στην ίδια τη χώρα μας μέσα. Στο κιτάπι που είναι γραμμένο για εμάς από κάποιους εξυπνότερους. Πόσο θλιβερό!)

Μην ακούτε το διαφημιζόμενο «τι θα τα κάνουν τόσα σπίτια...» Θα τα πουλήσουν είναι η απάντηση σε τιμές έστω και λίγο παραπάνω της αξίας του δανείου σου, συν τους τόκους, πλέον ενός όποιου κέρδους, η σούμα της όλης τιμής είναι απλά αντικειμενικώς ξεφτιλισμένη (αλλά κερδοφόρα γι' αυτούς) και υπάρχει πλήθος αγοραστών, ντόπιων και ξένων που θα σπεύσουν, αν όχι σήμερα σίγουρα αύριο.

Αν δεν δανείζεσαι θα βρεθεί τρόπος στα πάρουν αλλιώς. 

Πώς; 

Αυξάνοντας τους φόρους ώστε να δανειστείς για να πληρώσεις. Δεν μπορεί κάποτε στο βάθος του χρόνου με τις δέουσες αναπροσαρμογές φόρων θα βρεθείς εκτεθειμένος. Ο καθένας δηλαδή...Το σχέδιο δεν είναι κοντό, είναι μακρύ και αισιόδοξο καθώς αποβλέπει στα παιδιά ή στα εγγόνια σου.

Ποιος πολιτικός δεν βλέπει την τεραστίων διαστάσεων αποτυχία της επιλογής της επόπτευσης της Ελλάδας από τα θηρία της φίλης Ευρώπης;

Ποιος φαντάζεται πως ο δανειστής ή ο χασάπης της γειτονιάς (να τα λέμε κι αυτά) πιάνεται φίλος; Κανείς λογικός.

Σήμερα όλοι οι πολιτικοί μάθανε στον εύκολο καθαρμό. Επιρρίπτουν τις ευθύνες σε κάθε προηγούμενο, κατά τη συνήθη διαχρονική συνταγή που έχει πέραση ακόμα, σαν το παστίτσιο της γιαγιάς που δεν αλλάζει τη γεύση του.

Παλιά αναρωτιόμαστε σαν μαθητούδια, πόσο χαζός μπορεί να γίνει ένας δανειστής, σήμερα βεβαιωνόμαστε για το πόσο σκληρός εμφανίζεται και το πόσο χαζοί είμαστε εμείς που ποντάραμε στη βλακεία του.

Σήμερα μαθαίνουμε σαν άντρες πως η ζωή είναι σκληρή για τους αφελείς.

Για τους φοβητσιάρηδες το ίδιο.

Ακόμα εμπεδώνουμε ως μετεξεταστέοι πως το χρήμα είναι ο θεός που προσκυνά ακόμα και η εκκλησία. Ως χρήμα μπορείτε να θεωρήσετε και την επιρροή. Στο έσχατο μέρος της σε ‘χαρτί’ μεταφράζεται και αυτή κι όλοι εμείς πέσαμε θύματα της ανάγκης μας για μεγαλομανία. Θύματα μιας ματαιοδοξίας ανθρώπων με βλέμμα κοντό. Κοντότατο. Πολύ θλιβερό όλο ετούτο. 

Τρέχαμε πίσω από τα ταξίματα, από το κοντό φουστανάκι της άμυαλης -θαρρούσαμε- παιδούλας που λικνιόταν ερωτικά. Τρέξαμε για εύκολο πήδημα, μόνο που η αφελής νεαρή έκρυβε στα πόδια της μέσα αντί για αιδοίο, προσόντα που θα ζήλευε και ο αγαλματένιος σάτυρος. Τα έχετε δει στα τουριστικά καταστήματα... Νομίζαμε πως ήταν για τους ξένους αλλά τελικά ήταν για εγχώρια κατανάλωση.

Ποιοι οπαδοί εξακολουθούν να πιστεύουν τα λόγια των κυβερνήσεων που μας κατέστρεψαν αισθανόμενοι μάλιστα την απόστροφο μιας πίστης πως 'βρε αδελφέ στάσου κάτι μπορεί να αλλάξει;' Οι μισοί από εμάς, οι υπόλοιποι πιστεύουμε τους απέναντι που μοιράστηκαν την εξουσία και περιμένουμε αγωνιωδώς τις εκλογές να χρίσουμε με τη σειρά τους κι εκείνους που δεν κυβέρνησαν, κυβερνήτες. 

Ποιος έξυπνος λαός θα ψήφιζε εφαρμογή των μνημονίων για λιγότερους φόρους, για καλύτερη ζωή, έστω και μελλοντικά, τη στιγμή μάλιστα που και οι δανειστές αναγνωρίζουν πως το πρόγραμμά τους απέτυχε; Μονάχα οι ηλίθιοι. Εμείς!

Και λέμε έχει ο θεός. Δηλαδή, ο θεός ποτέ του δεν είχε, αλλά το λέμε από συνήθεια, για ξεκάρφωμα, για άλλοθι στη βλακεία μας μέσα. Μπορεί και στην ανικανότητά μας να διακρίνουμε κάτι πέρα από τη μύτη μας. (και την εύκολη λύση καθώς νομίζουμε. Ποτέ μην πείτε κάποιον δούλο, δούλο. Τον αποκαρδιώνετε. Λεύτεροι λοιπόν να αποφασίζουμε τα δεσμά μας)

Τα εύκολα μέλλοντα, μας τελείωσαν. Στα ράφια των επιλογών μας απέμειναν μονάχα τα δύσκολα, τα ακριβά εκείνα των αντρών που μάθανε να παλεύουν. Για τους υπόλοιπους πάντα θα υπάρχει η βολική, η αφελής παιδούλα με το μειλίχιο χαμόγελο, τα κόκκινα χείλη, το υπέροχο στήθος και τη στύση του Πρίαπου κάτω από την κοντή της φουστίτσα να μας προτείνει το μέλλον. Να μας προκαλεί με λόγια γλυκά, ναζιάρικα «Έλληνες δε βαριέστε, συνήθεια είναι όλα…»