Το θετικό της κρίσης της ΕΕ...

Σε μια Ευρώπη με ανανεωμένα έθνη-κράτη, οι χώρες θα συνεχίσουν να σχηματίζουν συμμαχίες με βάση τα κοινά συμφέροντα και τις ανησυχίες για την ασφάλεια. Αναγνωρίζοντας την αδυναμία της ΕΕ, ορισμένα κράτη το έχουν ήδη πράξει.



Jakub Grygiel Ο JAKUB GRYGIEL είναι βασικός συνεργάτης στο Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής (Center for European Policy Analysis).

Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα στην δίνη της χειρότερης πολιτικής κρίσης της [1] μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε όλη την ήπειρο, παραδοσιακά πολιτικά κόμματα έχουν χάσει την ελκυστικότητά τους καθώς λαϊκιστικά, ευρωσκεπτικιστικά κινήματα έχουν προσελκύσει ευρεία υποστήριξη. Οι ελπίδες για την ευρωπαϊκή ενότητα φαίνεται να γίνονται όλο και πιο χλωμές μέρα με τη μέρα. Η κρίση του ευρώ [2] έχει εκθέσει βαθιά ρήγματα μεταξύ της Γερμανίας και υπερχρεωμένων νότιων ευρωπαϊκών χωρών [3] όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Η Γερμανία και η Ιταλία έχουν συγκρουστεί σε θέματα όπως οι συνοριακοί έλεγχοι και οι τραπεζικοί κανονισμοί. Και στις 23 Ιουνίου, το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε η πρώτη χώρα στην ιστορία που ψήφισε για να αποχωρήσει από την ΕΕ -ένα εκπληκτικό χτύπημα στην Ένωση.
Ταυτόχρονα, καθώς οι εσωτερικές πολιτικές της έχουν εκτροχιαστεί, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα νέους εξωτερικούς κινδύνους. Στα ανατολικά, μια ρεβανσιστική Ρωσία -αφού εισέβαλε στην Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία- διαγράφεται δυσοίωνα. Στον νότο της Ευρώπης, η κατάρρευση πολλών κρατών έχει οδηγήσει εκατομμύρια μεταναστών προς βορράν και δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για ισλαμιστές τρομοκράτες. Οι πρόσφατες επιθέσεις στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες έχουν δείξει ότι αυτοί οι εξτρεμιστές μπορεί να χτυπήσουν στην καρδιά της ηπείρου.

Αυτό το χάος έχει υπογραμμίσει το κόστος του να αγνοούνται οι γεωπολιτικές μάχες που περιβάλλουν την Ευρώπη. Ωστόσο, η ΕΕ, που πλήττεται σοβαρά από την κρίση του ευρώ και τις διαφωνίες για το πώς να κατανεμηθούν οι πρόσφυγες, φαίνεται ότι δεν είναι πλέον ισχυρή ή αρκετά ενωμένη για να αντιμετωπίσει την εγχώρια αναταραχή ή τις απειλές για την ασφάλεια στα σύνορά της. Εθνικοί ηγέτες σε όλη την ήπειρο έχουν ήδη γίνει εσωστρεφείς, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο καλύτερος τρόπος για την προστασία των χωρών τους είναι μέσω της μεγαλύτερης κυριαρχίας, όχι της λιγότερης. Πολλοί ψηφοφόροι φαίνεται να συμφωνούν.

Όπως καθιστά οδυνηρά σαφές η ιστορία της Ευρώπης, μια επιστροφή στον επιθετικό εθνικισμό θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη, όχι μόνο για την ήπειρο, αλλά και για τον κόσμο. Ωστόσο, μια Ευρώπη ανανεωμένων διεκδικητικών εθνών-κρατών θα ήταν προτιμότερη από την ασύνδετη, αναποτελεσματική και αντιλαϊκή ΕΕ του σήμερα. Υπάρχει καλός λόγος να πιστεύουμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα κάνουν καλύτερη δουλειά στον έλεγχο της Ρωσίας [4], την διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης, και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας από μόνες τους, από όσο έχουν κάνει υπό την αιγίδα της ΕΕ.

ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΥΤΕΡΗ ΕΝΩΣΗ

Στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες δόμησαν ένα πειστικό επιχείρημα ότι μόνο μέσα από την ενότητα θα μπορούσε η ήπειρος να ξεφύγει από το αιματηρό παρελθόν της και να εγγυηθεί την ευημερία. Κατά συνέπεια, το 1951, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και η Δυτική Γερμανία δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Κατά την διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, η οργάνωση αυτή μεταμορφώθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και, τελικά, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και τα μέλη της αυξήθηκαν από έξι χώρες στις 28. Στην πορεία αυτή, καθώς ο φόβος του πολέμου υποχωρούσε, οι Ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν να μιλούν για την εναρμόνιση όχι απλώς ως μια δύναμη για την ειρήνη αλλά και ως έναν τρόπο που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να σταθεί μαζί με την Κίνα, την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια μεγάλη δύναμη.

Εκείνοι που προωθούσαν την ΕΕ υποστήριξαν ότι τα οφέλη της συμμετοχής -μια ολοκληρωμένη αγορά, κοινά σύνορα, και ένα διακρατικό νομικό σύστημα- ήταν αυτονόητα. Με αυτή την λογική, η επέκταση της Ένωσης προς ανατολάς δεν θα απαιτούσε βία ή πολιτικό εξαναγκασμό˙ θα χρειαζόταν απλά υπομονή, αφού τα μη μέλη κράτη θα αναγνώριζαν αμέσως τα θετικά της ιδιότητας του μέλους και θα εντάσσονταν όσο συντομότερα μπορούσαν. Και για πολλά χρόνια, αυτή η λογική υλοποιείτο καθώς οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έτρεχαν να ενταχθούν στην Ένωση μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Οκτώ χώρες -η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σλοβενία- έγιναν μέλη το 2004˙ η Βουλγαρία και η Ρουμανία ακολούθησαν το 2007.

Στην συνέχεια, ήρθε η κρίση στην Ουκρανία. Το 2014, ο ουκρανικός λαός βγήκε στους δρόμους και ανέτρεψε τον διεφθαρμένο πρόεδρό του, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, αφότου εκείνος ακύρωσε απότομα μια νέα οικονομική συμφωνία με την ΕΕ. Αμέσως μετά, η Ρωσία εισέβαλε και προσάρτησε την Κριμαία, και έστειλε αμέσως στρατιώτες και πυροβολικό στην ανατολική Ουκρανία, επίσης. Οι ηγέτες της ΕΕ ήλπιζαν ότι οι οικονομικές αντιπαροχές θα αύξαναν αναπόφευκτα τις συμμετοχές στην Ένωση και θα έφερναν την ειρήνη και την ευημερία σε ένα όλο και μεγαλύτερο κοινό. Αλλά αυτό το όνειρο αποδείχθηκε ότι δεν ταιριάζει με τα τανκς της Ρωσίας και τα λεγόμενα μικρά πράσινα ανθρωπάκια.

Το τέχνασμα της Μόσχας, από μόνο του, δεν αρκεί για να παραλύσει την ΕΕ. Αλλά σύντομα χτύπησε μια άλλη κρίση, και αυτό έσπρωξε την Ένωση σχεδόν στο σημείο της διάλυσής της. Το 2015, πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες -σχεδόν οι μισοί από αυτούς δραπέτες από τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία- εισήλθαν στην Ευρώπη, και από τότε, πολλοί περισσότεροι ακολούθησαν. Από νωρίς, αρκετές χώρες, κυρίως η Γερμανία και η Σουηδία, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα φιλόξενες, και οι ηγέτες των κρατών αυτών επέκριναν θυμωμένα εκείνους τους γείτονές τους που προσπάθησαν να κρατήσουν τους μετανάστες έξω [από τα σύνορά τους]. Πέρυσι, αφότου η Ουγγαρία κατασκεύασε έναν φράχτη από αγκαθωτό συρματόπλεγμα κατά μήκος των συνόρων της με την Κροατία, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ καταδίκασε την κίνηση ως υπενθυμιστική του Ψυχρού Πολέμου, και ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς είπε ότι αυτό δεν έδειχνε «σεβασμό στις κοινές αξίες της Ευρώπης». Αλλά νωρίς φέτος, πολλοί από αυτούς τους ίδιους ηγέτες άλλαξαν τον τόνο τους και άρχισαν να πιέζουν τις χώρες στα σύνορα της Ευρώπης [5] να αυξήσουν τα μέτρα ασφαλείας τους. Τον Ιανουάριο, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προειδοποίησαν την Ελλάδα ότι, αν δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο να σταματήσει την ροή των προσφύγων, θα την αποβάλλουν από τον χώρο Σένγκεν, την ελεύθερη διαβατηρίων ζώνη εντός της ΕΕ.

Συνειδητά ή όχι, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που υποστηρίζουν τα ανοιχτά σύνορα έχουν αποτύχει να δώσουν προτεραιότητα στους δικούς τους πολίτες έναντι των αλλοδαπών. Οι προθέσεις αυτών των ηγετών μπορεί να είναι ευγενείς, αλλά αν ένα κράτος αδυνατεί να περιορίσει την προστασία του σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων -τους πολίτες του- η κυβέρνησή του κινδυνεύει να χάσει τη νομιμοποίησή της. Πράγματι, ο βασικός δείκτης μέτρησης της επιτυχίας μιας χώρας είναι το πόσο καλά μπορεί να εξασφαλίσει τους ανθρώπους της και τα σύνορά της από εξωτερικές απειλές, είτε πρόκειται για εχθρικούς γείτονες, την τρομοκρατία, είτε την μαζική μετανάστευση. Σε αυτόν τον τομέα, η ΕΕ και οι υποστηρικτές της αποτυγχάνουν. Και οι ψηφοφόροι το έχουν παρατηρήσει. Οι Βρετανοί απηύθυναν μια ισχυρή μομφή στο [ευρωπαϊκό] μπλοκ τον Ιούνιο όταν ψήφισαν για να εγκαταλείψουν την ΕΕ με μια διαφορά 52% με 48%, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Τράπεζας της Αγγλίας, και του Υπουργείου Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου ότι κάτι τέτοιο θα σπείρει οικονομική καταστροφή. Στην Γαλλία, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Pew, το 61% του πληθυσμού έχει δυσμενείς απόψεις για την ΕΕ˙ στην Ελλάδα, το 71% του πληθυσμού συμμερίζεται αυτές τις απόψεις.

Στο παρελθόν, όταν η Ευρώπη δεν αντιμετώπιζε καθόλου πιεστικές απειλές ασφαλείας -όπως ήταν στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών- τα μέλη της ΕΕ μπορούσαν να αντέξουν να επιδιώκουν πιο υψηλόφρονες στόχους, όπως η διάλυση των συνόρων στο εσωτερικό της Ένωσης. Τώρα που οι κίνδυνοι έχουν επιστρέψει, όμως, και η ΕΕ έχει δείξει ότι είναι ανίκανη να τους αντιμετωπίσει, οι εθνικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να εκπληρώσουν το πιο βασικό καθήκον τους: Να υπερασπιστούν τους δικούς τους.

ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΒΑΣΙΚΑ

Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ δημιούργησαν ένα κεφάλι χωρίς σώμα: Έχτισαν μια ενιαία πολιτική και διοικητική γραφειοκρατία, αλλά όχι μια ενωμένη ευρωπαϊκή χώρα. Η ΕΕ φιλοδοξεί να ξεπεράσει τα έθνη-κράτη, αλλά το μοιραίο ελάττωμά της υπήρξε η μόνιμη αποτυχία της [6] να αναγνωρίσει την επιμονή των εθνικών διαφορών και την σημασία της αντιμετώπισης των απειλών στα σύνορά της.
Μια συνέπεια αυτής της παράβλεψης είναι η άνοδος των πολιτικών κομμάτων που στοχεύουν στην αποκατάσταση της εθνικής αυτονομίας, συχνά δελεάζοντας τα ακροδεξιά, λαϊκίστικα, και μερικές φορές ξενοφοβικά αισθήματα. Το 2014, το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Independence Party, UKIP) [7] κέρδισε την λαϊκή ψήφο στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -η πρώτη φορά από το 1906 που οποιοδήποτε κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο είχα επικρατήσει επί των Εργατικών και των Συντηρητικών σε πανεθνικές εκλογές. Τον περασμένο Δεκέμβριο στην Γαλλία, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen κέρδισε τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών της χώρας˙ στην συνέχεια, τον Μάρτιο στην Γερμανία, ένα δεξιό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, το «Εναλλακτική για την Γερμανία», κέρδισε σχεδόν το 25% των ψήφων στην Σαξονία-Άνχαλτ. Και τον Μάιο, ο Norbert Hofer, ένας υποψήφιος από το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας, έχασε για πολύ λίγο τις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας. (Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας αργότερα ακύρωσε το αποτέλεσμα, επιβάλλοντας μια επανάληψη των εκλογών που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο).

Μερικά από αυτά τα κόμματα έχουν επωφεληθεί από την ενθουσιώδη υποστήριξη της Ρωσίας, στο πλαίσιο της εκστρατείας της για να αγοράσει επιρροή στην Ευρώπη. Μέχρι πρόσφατα, η Μόσχα μπορούσε να στηρίζεται σε Ευρωπαίους ηγέτες που ήταν φιλικοί προς την Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του πρώην καγκελάριου της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, και του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αλλά τώρα, καθώς νέα κόμματα παίρνουν την θέση των καθιερωμένων, το Κρεμλίνο χρειάζεται καινούργιους εταίρους. Έχει δώσει χρήματα στο Εθνικό Μέτωπο, και το Κογκρέσο των ΗΠΑ ζήτησε από τον James Clapper, τον διευθυντή των αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, να διερευνήσει τους δεσμούς του Κρεμλίνου με άλλα περιθωριακά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και του Jobbik στην Ουγγαρία [8]. Ωστόσο, τα εν λόγω κόμματα θα εφορμούσαν, ακόμη και χωρίς ρωσική υποστήριξη. Πολλοί Ευρωπαίοι έχουν απογοητευτεί με τους πολιτικούς οι οποίοι υποστήριξαν την ένταξη στην ΕΕ, τα ανοιχτά σύνορα, και την σταδιακή διάλυση της εθνικής κυριαρχίας˙ έχουν μια βαθιά και διαρκή επιθυμία να επαναβεβαιώσουν την υπεροχή του έθνους-κράτους τους.

Φυσικά, οι περισσότεροι από τους ευρωσκεπτικιστές πολιτικούς της Ευρώπης [9] δεν επιδιώκουν να διαλύσουν την Ένωση εντελώς˙ στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς συνεχίζουν να βλέπουν την δημιουργία της ως μια ιστορική νίκη για την Δύση. Όντως, όμως, θέλουν μεγαλύτερη εθνική αυτονομία στην κοινωνική, οικονομική και εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε απάντηση των παρατραβηγμένων εντολών της ΕΕ για τη μετανάστευση και την απαίτηση για επίμαχους νόμους σε ολόκληρη την ήπειρο, για θέματα όπως η άμβλωση και ο γάμος [ομοφυλοφίλων]. Πολλοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, πίεσαν για μια βρετανική έξοδο από την ΕΕ, ή αλλιώς για το Brexit, λόγω της απογοήτευσης με τον αριθμό των βρετανικών νόμων που έχουν έρθει από τις Βρυξέλλες και όχι από το Westminster [στμ: Το βρετανικό κοινοβούλιο].

Το στοίχημα κατά της [εθνικής] κυριαρχίας απέτυχε. Αλλά η αναβίωση της κυριαρχίας έχει φέρει στο μυαλό πολλές σκοτεινές μνήμες του εθνικισμού που δύο φορές έφερε την ήπειρο στο χείλος του αφανισμού. Πολλοί παρατηρητές ανησυχούν τώρα ότι η ευρωπαϊκή πολιτική αρχίζει να μοιάζει με εκείνη της δεκαετίας του 1930, όταν οι λαϊκιστές ηγέτες ξερνούσαν μίσος για να εκβιάσουν την υποστήριξη σε αυτούς. Τέτοιοι φόβοι δεν είναι παντελώς αβάσιμοι. Η έντονη ξενοφοβία του αυστριακού Κόμματος Ελευθερίας υπενθυμίζει τις πρώτες μέρες του φασισμού. Ο αντισημιτισμός έχει αυξηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, ξεφυτρώνοντας σε κόμματα που καλύπτουν όλο το ιδεολογικό φάσμα, από το Εργατικό Κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το Jobbik της Ουγγαρίας. Και στην Ελλάδα, ορισμένα μέλη του ριζοσπαστικού κόμματος της αριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ, έχουν υποστηρίξει την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του αυξανόμενου αντιαμερικανισμού που θα μπορούσε να υπονομεύσει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Ωστόσο, η επιβεβαίωση της εθνικής κυριαρχίας δεν προϋποθέτει επιθετικό εθνικισμό. Η υποστήριξη για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, ήταν λιγότερο μια έκφραση εχθρότητας απέναντι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες από όσο ήταν μια επιβεβαίωση του δικαιώματος του Ηνωμένου Βασιλείου να αυτο-κυβερνάται. Η επιστροφή σε έθνη-κράτη συνεπάγεται όχι εθνικισμό, αλλά πατριωτισμό, ή αυτό που ο Τζορτζ Όργουελ ονόμαζε «αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο τόπο και έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι μια από τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετώπιζε η Ευρώπη στον εικοστό αιώνα ήταν διεθνικής φύσης: Ο κομμουνισμός, που χώριζε την ήπειρο για 45 χρόνια και οδήγησε στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.

ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΕ

Μια επανεθνικοποίηση της Ευρώπης μπορεί να είναι η καλύτερη ελπίδα της ηπείρου για ασφάλεια.

Οι ιδρυτές της ΕΕ πίστευαν ότι το σώμα θα μπορούσε να εγγυηθεί μια σταθερή και ευημερούσα Ευρώπη, και για μια στιγμή, φάνηκε να το κάνει. Αλλά σήμερα, παρ’ όλο που η ΕΕ έχει δημιουργήσει πλούτο μέσω της κοινής αγοράς, αποτελεί όλο και περισσότερο μια πηγή αστάθειας. Η κρίση του ευρώ έχει εκθέσει την αδυναμία της Ένωσης να επιλύσει τις συγκρούσεις μεταξύ των μελών της: Οι Γερμανοί ηγέτες είχαν ελάχιστα κίνητρα για να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες των Ελλήνων, και το αντίστροφο. Η ΕΕ πάσχει επίσης από αυτό που το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ονόμασε «δομικό δημοκρατικό έλλειμμα». Από επτά θεσμικά της όργανα, μόλις το ένα -το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- εκλέγεται άμεσα από τον λαό, και δεν μπορεί να δημιουργήσει νομοθεσία. Τέλος, η πρόσφατη κυριαρχία της Γερμανίας εντός της ΕΕ έχει αποξενώσει μικρότερα κράτη, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Εν τω μεταξύ, η ΕΕ απέτυχε να διατηρήσει την Ευρώπη ασφαλή. Από το 1949, η Ευρώπη στηρίχθηκε στο ΝΑΤΟ -και, ειδικότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες- για να εξασφαλίσει τα σύνορά της. Οι αναιμικές αμυντικές δαπάνες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών έχουν μόνο αυξήσει την εξάρτησή τους από την φυσική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη. Η ΕΕ είναι απίθανο να δημιουργήσει δικό της στρατό, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, καθώς τα μέλη της έχουν διαφορετικές στρατηγικές προτεραιότητες και λίγη επιθυμία να παραχωρήσουν στρατιωτική κυριαρχία στις Βρυξέλλες.

Πολλοί από τους υποστηρικτές της ΕΕ εξακολουθούν να επιμένουν ότι σε περίπτωση που [η Ένωση] εκλείψει, η αναρχία θα καταπιεί την ήπειρο. Το 2011, ο Γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Jean Leonetti, προειδοποίησε ότι η αποτυχία του ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει την Ευρώπη στην «διάλυση». [10] Τον Μάιο, ο [τότε] Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποστήριξε ότι μια έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ θα αυξήσει τον κίνδυνο πολέμου. Αλλά όπως έγραψε το 1940 ο Αμερικανός θεολόγος Reinhold Niebuhr, «ο φόβος της αναρχίας είναι λιγότερο ισχυρός από τον φόβο ενός συγκεκριμένου εχθρού». Σήμερα, οι αναγνωρίσιμοι εχθροί που έχουν προκύψει γύρω από την Ευρώπη, από την Ρωσία μέχρι το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS), φαίνονται πολύ πιο ανησυχητικοί για τους περισσότερους ανθρώπους από όσο το δυναμικό χάος που θα προκύψει από την διάλυση της ΕΕ. Η ελπίδα τους είναι ότι οι επιμέρους χώρες θα παράσχουν το είδος της ασφάλειας που οι Βρυξέλλες δεν μπορούν.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, το ξέφτισμα της ΕΕ παρουσιάζει μια σοβαρή πρόκληση -όχι όμως ανυπέρβλητη. Στις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ουάσιγκτον προσπάθησε να ανασχέσει την Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο μέσω της πυρηνικής αποτροπής και μιας αρκετά μεγάλης στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, αλλά και με την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια ενωμένη ήπειρος, έλεγε το σκεπτικό, θα κατεύναζε την Ευρώπη, θα ενίσχυε τις οικονομίες των συμμάχων των ΗΠΑ, και θα τους ενθάρρυνε να συνεργαστούν με την Ουάσιγκτον για να αποκρούσουν την σοβιετική απειλή. Σήμερα, όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια νέα στρατηγική. Επειδή η ΕΕ δεν φαίνεται πλέον να ανταποκρίνεται στο καθήκον της προστασίας των συνόρων της ή να είναι ανταγωνιστική γεωπολιτικά, μια μεγαλύτερη αμερικανική πίεση στην Ευρώπη για να εναρμονιστεί απλά θα αποξενώσει τον αυξανόμενο αριθμό των Ευρωπαίων που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην ΕΕ.

Η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται να φοβάται την διάλυση της ΕΕ. Τα πλήρως κυρίαρχα ευρωπαϊκά κράτη μπορεί να αποδειχθούν πιο έμπειρα από την Ένωση στο να αποκρούουν τις διάφορες απειλές στα σύνορά τους. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η ΕΕ δεν είχε καμία απάντηση εκτός από κυρώσεις και αόριστες εκκλήσεις για περισσότερο διάλογο. Τα ευρωπαϊκά κράτη που συνορεύουν με την Ρωσία είχαν βρει λίγη διαβεβαίωση [για την ασφάλειά τους] στην Ένωση, γεγονός που εξηγεί γιατί έχουν ζητήσει την βοήθεια των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Ωστόσο, εκεί που έχει αποτύχει η ΕΕ, οι μεμονωμένες χώρες μπορεί να τα πάνε καλύτερα. Μόνο ο πατριωτισμός έχει το είδος του ισχυρού και λαϊκού δέλεαρ που μπορεί να κινητοποιήσει τους πολίτες της Ευρώπης να επανεξοπλιστούν έναντι των απειλητικών γειτόνων τους. Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο πρόθυμοι να αγωνιστούν για την χώρα τους -για την ιστορία τους, το έδαφός τους, την κοινή θρησκευτική τους ταυτότητα- από όσο είναι για ένα αφηρημένο περιφερειακό όργανο που δημιουργήθηκε από διατάγματα. Μια δημοσκόπηση από το Pew το 2015 διαπίστωσε ότι στην περίπτωση μιας ρωσικής επίθεσης, περισσότερο από το ήμισυ των Γάλλων, των Γερμανών και των Ιταλών δεν θα θελήσουν να υπερασπιστούν το ΝΑΤΟ -και επομένως πιθανότατα έναν σύμμαχο στην ΕΕ.

Η επιστροφή των εθνών-κρατών δεν χρειάζεται να οδηγήσει την Ευρώπη στο να επανέλθει σε ένα άναρχο συνονθύλευμα από κυβερνήσεις που φιλονικούν. Η αυξημένη αυτονομία δεν θα σταματήσει τα κράτη της Ευρώπης από το να εμπορεύονται ή να διαπραγματεύονται το ένα με το άλλο. Ακριβώς όπως κάτι το υπερεθνικό δεν εγγυάται την αρμονία, η [εθνική] κυριαρχία δεν προϋποθέτει την εχθρότητα μεταξύ των εθνών.

Σε μια Ευρώπη με ανανεωμένα έθνη-κράτη, οι χώρες θα συνεχίσουν να σχηματίζουν συμμαχίες με βάση τα κοινά συμφέροντα και τις ανησυχίες για την ασφάλεια. Αναγνωρίζοντας την αδυναμία της ΕΕ, ορισμένα κράτη το έχουν ήδη πράξει. Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, και η Σλοβακία, για παράδειγμα –που κανονικά είναι μια ασύνδετη ομάδα- ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αντιταχθούν στα σχέδια της ΕΕ που θα τους ανάγκαζαν να δεχθούν χιλιάδες πρόσφυγες.


Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, χρειάζονται έναν καλύτερο εταίρο στην Ευρώπη από ό, τι ήταν η ΕΕ. Καθώς η Ένωση διαλύεται, οι λειτουργίες του ΝΑΤΟ στην διατήρηση της σταθερότητας και την αποτροπή εξωτερικών απειλών θα αυξηθούν –ενισχύοντας τον ρόλο της Ουάσιγκτον στην ήπειρο. Χωρίς την ΕΕ, πολλές ευρωπαϊκές χώρες, απειλούμενες από την Ρωσία και συγκλονισμένες από τη μαζική μετανάστευση, κατά πάσα πιθανότητα θα επενδύσουν πιο έντονα στο ΝΑΤΟ, την μόνη συμμαχία ασφαλείας που υποστηρίζεται από [στρατιωτικές] δυνάμεις και, επομένως, ικανή να προστατεύσει τα μέλη της.

Ήρθε η ώρα για τους ηγέτες των ΗΠΑ και την πολιτική τάξη της Ευρώπης να αναγνωρίσουν ότι η επιστροφή στα έθνη-κράτη στην Ευρώπη δεν είναι απαραίτητο να καταλήξει σε τραγωδία. Αντίθετα, η Ευρώπη θα είναι σε θέση να καλύψει τις πιο πιεστικές προκλήσεις της ασφάλειάς της μόνο όταν εγκαταλείψει την φαντασία της ηπειρωτικής ενότητας και αγκαλιάσει τον γεωπολιτικό πλουραλισμό της.


anixneuseis

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/return-europe-s-nation-st…