Θεσσαλονικεύσι Συμβουλευτικός, περί δικαιοσύνης.
Ο Νικηφόρος Χούμνος αποτελεί ενδεικτική περίπτωση λόγιου του ύστερου Βυζαντίου (1250/5-1327 μ.Χ.) ο οποίος συνταιριάζει στο ίδιο πρόσωπο το συγγραφικό με το πολιτικό έργο.
Τα συγγράμματα του συμπεριλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων (φιλοσοφία, ποίηση, αστρονομία), όπως και το πολιτικό του έργο, μεσάζων, κοιαίστωρ, μυστικός, επί του κανικλείου. Μέσα σε όλα αυτά διετέλεσε για ένα χρονικό διάστημα και ως διοικητής της Θεσσαλονίκης.
Από αυτή την περίοδο διασώζεται ένα εξαιρετικό για τη λογοτεχνική του αξία, τις πληροφορίες που μας παρέχει, και το ιστορικό του βάρος, εγκώμιο της Θεσσαλονίκης που αποτελεί μέρος επιστολής που συνέγραψε ο Χούμνος όταν επέστρεψε στην γενέτειρα του την Κωνσταντινούπολη.
Η επιστολή φέρει τον τίτλο Θεσσαλονικεύσι Συμβουλευτικός, περί δικαιοσύνης και μας δίνει μια χρήσιμη εικόνα για τις κοινωνικές συγκρούσεις που φώλευαν την περίοδο 1300-1325.
Ο Χούμνος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην πλεονεξία των Δυνατών (ευγενών γαιοκτημόνων) απέναντι στα φτωχά στρώματα και κατακρίνει το φαινόμενο της τοκογλυφίας, το οποίο στην εποχή του ήταν ήδη σε έξαρση.
Δηλαδή ήδη μία γενεά μόλις πριν εκδηλωθεί η στάση των Ζηλωτών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τοπογραφικές πληροφορίες που μας παρέχει και οι ομορφιές που περιγράφει· κατά τον Χούμνο η Θεσσαλονίκη αν και είναι η αρχαιότερη από όλες τις γνωστές πόλεις της εποχής της, δεν γερνάει ποτέ αλλά παραμένει πάντα νέα, γαρ αυτή και πρεσβυτάτη σχεδόν των απασών ούσα, ή αυτή και γήρως ουδέν ν’ ευατή σημαίνει.
Σε ένα μέρος του συμβουλευτικού του λόγου, το οποίο διατηρεί ακόμα επίκαιρο τον συμβουλευτικό του χαρακτήρα, ο Χούμνος αναφέρεται στους ανθρώπους που βρίσκουν κατάλυμα την Θεσσαλονίκη και την κάνουνε τη δεύτερη πατρίδα τους.
Στο χωρίο αυτό ο Νικηφόρος Χούμνος απευθύνεται προς στους τοπικούς άρχοντες, τους Αβραμιαίους* άνδρας, της Θεσσαλονίκης, και εξαίρει τους ίδιους και τους πολίτες της πόλης για τον εγκάρδιο και φιλόξενο χαρακτήρα που δείχνουν στους ξένους.
Ο Χούμνος εδώ, δεν εννοεί απλά τους επισκέπτες ή τους ταξιδιώτες, αλλά συνολικά τους φυγάδες και τους πρόσφυγες που έμειναν άπολις (χωρίς πατρίδα). Αξίζει να ξεκαθαρίσουμε πως ο λόγος του Νικηφόρου Χούμνου δεν είναι μια «αλιευμένη» εξαίρεση από τον αντιδραστικό κανόνα του Βυζαντίου.
Το ουμανιστικό πνεύμα είναι κυρίαρχο σε όλα τα έργα των λόγιων και των θεολόγων του 14ου αιώνα, όπου η πίστη στο χριστιανικό δόγμα συνυφαίνεται γύρω από μια εδραία αντίληψη για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Άλλωστε ο βυζαντινός ουμανισμός εκδηλώνεται σε μια περίοδο, που ούτως η άλλως, βασανίζεται από κοινωνικές ανισότητες και πολιτικές συγκρούσεις, στις οποίες όλοι οι συγγραφείς της εποχής, ασχέτως τις διαφορές μεταξύ τους, εντρύφησαν με ζήλο με συγγραφικό αλλά και ενεργό ρόλο.
Παρόμοια με το κείμενο που παρουσιάζουμε θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε άλλα, όπως το χωρίο του Λόγου για την αγίαν Ανυσίαν του Φιλόθεου Κόκκινου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως όπου πάλι βρίσκουμε αναφορές, στην φιλόξενη Θεσσαλονίκη, η οποία δέχεται ίσους μεταξύ τους, ξένους και αυτόχθονες, τις κοινή των πόλεων οραταί φιλοτιμία, ξένους και αυτόχθονας εν ίσω δεξιούμενη,στ. 2.13.
Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι βασισμένο σε μετάφραση της βυζαντινολόγου Νεράτζη – Βαρσάμη Βασιλική στο βιβλίο της, Θεσσαλονίκη Εγκώμια της πόλης, 2005, εκδόσεις Βάνιας, σε σύγκριση όμως και με την ψηφιακή έκδοση από το πρωτότυπο που βρίσκεται στο Anecdota Graeca E Codicibus Regiis σελ. 137 προκειμένου να επιβεβαιωσουμε και οι ίδιοι το όντος ύφος και νόημα του κειμενου.
Η βουλόμην μέν ουν παρ΄ημάς, ιών εξ αυτής συντυχίας πληρώσαι τον πόθον· επεί δε μή έχω τούτω, τον λόγον πέμπτω ος βούλεται μεν υμίν ομιλήσαι
Η θέληση μου ήτανε να βρεθώ μεταξύ σας και να εκπληρώσω έτσι τον πόθο μου. Επειδή όμως δεν μπορώ, σας στέλνω αυτόν τον λόγο με τον οποίο θέλω να σας μιλήσω.
«Αλλά ας μεταβούμε προς τον άλλο κόσμο της πόλεως, αυτή την σεμνή γερουσία, τους Αβραμιαίους άνδρες, οι οποίοι είναι σεβάσμιοι όχι μόνο από τα χρόνια τους, αλλά περισσότερο από τον τρόπο και την συμπεριφορά τους.
Για εσάς ο λόγος, που τα άσπρα σας μαλλιά κοσμούν την σύνεσιν και η σύνεση στολίζει τα άσπρα σας μαλλιά. Και βέβαια αποτελείτε στους άλλους υπόδειγμα καλού βίου και πολιτείας. Και θα έλεγε κανείς, ότι οι άλλοι συναρμονίζονται με σας, όπως συγχρονίζεται μια λύρα και σαν καλός χορός σας ακολουθούν, εφόσον οι κορυφαίοι δεν κάνουν παραφωνία.
Οι πρώτες φροντίδες σας βέβαια είναι η ευσέβεια προς το Θεό, η ασφαλής πίστη και η βέβαιη πεποίθηση. Από αυτά πηγάζουν η μελέτη των νόμων του Θεού και η συχνή σας παρουσία στους ναούς και στις λατρείς που τελούνται μέσα σε αυτούς.
Την σπουδή που δείχνετε όλοι μαζί για τα παραπάνω όμοια της δεν θα βρει κανείς μεταξύ άλλων ανθρώπων.
Ακόμη ενδιαφέρον δείχνετε για τους φτωχούς και τιμάτε την φιλοξενία, και από τα πολιτεύματα θεωρείτε να είναι το πιο σημαντικό να ασκείται την φιλανθρωπία. Και όσοι έτυχε να χάσουν τα σπίτια τους και περιέπεσαν σε συμφορές, όλοι αυτοί προσφεύγουν σε εσάς, σαν σε κοινούς πατέρες.
Εσείς πάλι κάνετε τα πάντα για αυτούς και τους προσφέρετε καθετί που χρειάζονται. Ο νόμος λοιπόν υποδέχεται αυτούς (ο πιο άριστος από όλους σας τους νόμους) προσφέροντας τους ως πατρίδα τους την πόλη.
Περά από ένα καθορισμένο μικρό διάστημα-και αυτό για να διατηρείται η ευταξία- ξένον πια από αυτούς κανένας σας δεν το θεωρεί, και των εκ της πόλεως στα αγαθά ως ίσιοι μεταξύ σας μπορούν να συμμετέχουν, και σε τίποτα αυτοί δεν κερδίζουν λιγότερο ή δεν συμμετέχουν, από ότι οι αυτόχθονες.
Έτσι από την ατυχία που έπαθαν οι ίδιοι, μπορεί κανείς να πει, μερικοί καταλήγουν να γίνονται ευδαίμονες, γιατί η δεύτερη τους κατάσταση είναι πολύ καλύτερη.
Αυτό λοιπόν που όλη η γη είναι για όλους τους ανθρώπους μητέρα, δηλαδή κοινή τροφός, αυτό γίνεται και η πόλη σας για όλους όσοι τη χρειάζονται και τους μεταχειρίζεται σαν γνήσια παιδιά της και δεν θεωρεί κανένα νόθο και όποιον το επιζητεί, τον κατατάσσει ανάμεσα στους γιούς της.
Άρα, εάν κάποιος (ερχόμενος) ακόμη και από μακριά διεκδικεί την πόλη σας ως πατρίδα, θα επικρατήσει στους δικαστές η άποψη σας ότι αυτός ανήκει στην πόλη.
Γιατί δεν υπάρχει σε σας η διάκριση που υπάρχει στους άλλους ο ένας πολίτης, ο άλλος ξένος, αφού όλοι σε όλα τα σημεία της οικουμένης συμβαίνει να είναι πολίτες της δικής σας πόλης και δεν υπάρχει κανένας, ακόμη και αυτός που είναι διωγμένος από παντού για την δυστυχία του, που να μην μπορεί να προσβλέπει στη δική σας πόλη ως πατρίδα.
Γιατί σε όλους κάνατε φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας χωρίς πόλη (ουδείς άπολις) όσο υπάρχει η των Θεσσαλονικέων η πόλις».*Αβραμιαίος: Ο δεύτερος πατριάρχης Αβραάμ, εδώ εννοεί τους πρεσβύτερους του οίκου της Θεσσαλονίκης ισάξιους κυβερνήτες της πόλης όπως ο Αβραάμ για τους εβραίους.
respublica.gr