της Αγγελικής Καρδαρά.
Σε πολλά κείμενά μου έχω τονίσει τη δύναμη της γλώσσας. Στο παρόν άρθρο θα διερευνήσω μια άλλη παράμετρο που αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στους γλωσσικούς κώδικες που χρησιμοποιούν ομάδες του περιθωρίου και του υποκόσμου
με την χαρακτηριζόμενη «κυρίαρχη» ιδεολογία.
Θα ξεκινήσω με την αναφορά στις δυο έννοιες –γλώσσα του υποκόσμου και «κυρίαρχη» ιδεολογία- προκειμένου να γίνει πιο κατανοητή η σχέση τους. Η γλώσσα του υποκόσμου έχει χαρακτηριστεί «αντι-γλώσσα» (antilanguage), (1) γιατί δημιουργείται και χρησιμοποιείται από κλειστού χαρακτήρα περιθωριακές ομάδες, οι οποίες αντιτίθενται στην κυρίαρχη τάξη και σε όλα όσα αυτή εκπροσωπεί.
Πρωτίστως, έρχεται σε σύγκρουση με τη θεσμικά καθιερωμένη γλώσσα και την «κυρίαρχη» ιδεολογία, δηλαδή το σύνολο των αντιλήψεων, ιδεών, τρόπων σκέψεων και συμπεριφοράς, που έχει καθιερωθεί σε μία κοινωνία.
Επομένως, η γλώσσα του υποκόσμου λαμβάνει συμβολικές διαστάσεις, εφόσον αποβλέπει στην έκφραση εχθρότητας και απόρριψης των μελών της ευρύτερης κοινωνίας και στη διάδοση των δικών της βαθύτερων μηνυμάτων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι χρήστες της θέτουν ένα διττό στόχο: να αποκλείσουν από την επικοινωνία τους μη μυημένους και να εκφράσουν την ιδεολογία της ομάδας τους.(2)
Επιπροσθέτως, ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της συνίσταται στο ότι αποτελεί μία κατεξοχήν «μεταφορική» γλώσσα, μέσω της οποίας διακινούνται συναισθήματα, αισθήματα και ιδέες, με λέξεις που παραπέμπουν άμεσα στην εικόνα, τη χειρονομία και την πράξη. (3)
Αν και δεν πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, θα έλεγα ότι η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την ιδεολογία είναι στενή, γιατί τόσο η ιδεολογία όσο η γλώσσα αποτελούν συστατικά στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας και κατά συνέπεια αντανακλούν τις αντιθετικές δυνάμεις που διέπουν την κοινωνική δομή.(4) Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, η ιδεολογία, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε όργανο στα χέρια της εξουσίας, λειτουργεί δια μέσου της γλώσσας, εφόσον η γλώσσα είναι μέσο κοινωνικής δράσης. (5)
Πώς η «κυρίαρχη» γλώσσα «τιμωρεί» όσους σκέπτονται διαφορετικά;
Αναμφισβήτητα, η «κυρίαρχη» ιδεολογία δεν θα μπορούσε να έχει ισχύ χωρίς τη γλώσσα, διότι μολονότι θεωρητικά όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους ελεύθερα, η γλώσσα μέσω των κατεστημένων εκπροσώπων και θεσμών (πολιτικής, θρησκείας, εκπαίδευσης) «τιμωρεί» όσους σκέπτονται διαφορετικά.
Η «τιμωρία» τους συνίσταται στην κοινωνική περιθωριοποίησή τους ή το δημόσιο εξευτελισμό τους.(6) Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το άτομο από πολύ μικρή ηλικία μυείται, κυρίως μέσω των εκπαιδευτικών και οικογενειακών δομών, στην «κυρίαρχη» ιδεολογία, άρα και στην «κυρίαρχη» γλώσσα.(7)
Ο καθοριστικός ρόλος των γλωσσικών απαγορεύσεων
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να επιβληθεί μέσω της γλώσσας η «κυρίαρχη» ιδεολογία και να «τιμωρηθούν» όσοι δεν συμμορφώνονται με τις επιταγές της είναι οι γλωσσικές απαγορεύσεις, τις οποίες συναντούμε σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η γλωσσική απαγόρευση, που άλλοτε εμφανίζεται με τη μορφή πολιτικής, άλλοτε θρησκευτικής και άλλοτε κοινωνικής απαγόρευσης, καθιερώνεται ως ένα είδος «ηθικού κανόνα».
(8) Ως επακόλουθο, η γλώσσα των φυλακισμένων, που έχει αποτελέσει το δικό μου πεδίο διερεύνησης, θεωρείται από ορισμένες ομάδες «κατώτερης» μορφής λόγου, ανάξια προσοχής, δεδομένου ότι παραβιάζει την «κυρίαρχη» γλώσσα και ιδεολογία.
Γλωσσικά ταμπού
Συνέπεια των γλωσσικών απαγορεύσεων είναι η καθιέρωση των γλωσσικών ταμπού, τα οποία σχετίζονται με λέξεις που δεν «πρέπει» να ειπωθούν και εκφράσεις που δεν «πρέπει» να χρησιμοποιηθούν, γιατί «θίγουν» το αξιακό σύστημα κάθε κοινωνίας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο παρατηρούνται διαφοροποιήσεις μεταξύ των ταμπού των διαφόρων γλωσσικών κοινοτήτων. Σε κάθε περίπτωση πάντως η επιβολή τους αποκαλύπτει τις εντονότατες επιδράσεις που ασκεί η κοινωνία στα άτομα μέσω της γλώσσας και οι οποίες συχνά φτάνουν στα όρια της καταπίεσης και παρεμπόδισης ανάπτυξης της προσωπικότητας.(9)
Να υπενθυμίσω ότι σε εθνικό επίπεδο τα λεκτικά ταμπού δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και μάλιστα θεσμοθετήθηκαν απαγορεύσεις για όσους τα χρησιμοποιούσαν.
Οι απαγορεύσεις εκπορευόταν από το γεγονός ότι ο λόγος που κυριαρχούσε ήταν ο «εξουσιαστικός», δηλαδή ο λόγος που πρωτίστως εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κράτους. Επομένως, δεν προκαλεί εντύπωση ότι όσοι τολμούσαν να χρησιμοποιούσαν τις απαγορευμένες εκφράσεις αυτομάτως περιθωριοποιούνταν και χαρακτηρίζονταν «υπόκοσμος» ή «διεστραμμένοι».
(10)
Οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται και διαδίδεται η ιδεολογία μέσω της γλώσσας
Συνοψίζοντας, η επικρατούσα σε κάθε κοινωνία και εποχή ιδεολογία είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη γλώσσα.
Εκφράζεται και κατ’ επέκταση διαδίδεται μέσω της γλώσσας με ποικίλους τρόπους: με τις σημασίες των λέξεων αλλά και με διάφορους γλωσσικούς μηχανισμούς όπως τις προϋποθέσεις, τα υπονοήματα και τις μεταφορές.
(11) Υπό αυτή την έννοια, η γλώσσα μετατρέπεται σε αυτό που ονομάζουμε ιδεολογική γλώσσα, γιατί έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τις εικόνες που σχηματίζουν οι ομιλητές στο μυαλό τους για την κοινωνία και τις στάσεις τους απέναντι σε αυτήν.
Έτσι, παρατηρούμε ότι υλοποιείται η «ιδεολογική λειτουργία» της γλώσσας, τόσο με τα μέσα που προσφέρει το σύστημα της γλώσσας όσο και με τη δύναμη του ανθρώπινου μυαλού.
(12) Έχει ωστόσο σημασία να τονίσω ότι η ιδεολογική γλώσσα είναι αναπόσπαστα δεμένη με τον τρόπο χειρισμού της που επιτρέπει στον πομπό να ασκεί εξουσία με το λόγο του, επιβεβαιώνοντας τη φυσική και συμβολική δύναμή του.(
13) Ιδρυματικά περιβάλλοντα, όπως οι φυλακές και τα άσυλα, αποτελούν τους κατεξοχήν χώρους για την επιβολή του. Σε αυτά τα περιβάλλοντα εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι ο λόγος είναι «εξουσιαστικός», προκειμένου να επιβληθεί η τάξη και να ακολουθηθεί με απόλυτη ακρίβεια το άτεγκτο πρόγραμμα.
Γι’ αυτό σε τέτοια περιβάλλοντα πλάθονται ιδιαίτεροι κώδικες επικοινωνίας, αφού τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντίδρασης στην κυριαρχία του «εξουσιαστικού» λόγου.
Η έκφραση γλωσσικής αμφισβήτησης από τις ομάδες του υποκόσμου
Στο σημείο αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα άτομα που αποκόπτονται βίαια από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να προβάλουν τα «πιστεύω», τις αρχές και τις ιδέες τους.
Η γλώσσα, σε αυτή την περίπτωση, τους παρέχει την πολύτιμη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τη δική τους «επανάσταση» για να κατακτήσουν ό,τι οι άλλοι απολαμβάνουν στα όρια της νομιμότητας.
(14) Αναμφίβολα, η έκφραση γλωσσικής αμφισβήτησης αποκαλύπτει μία στάση απέναντι στα σπουδαιότερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα εμφανώς διαφοροποιημένη από την κυρίαρχη, η οποία αποτυπώνεται στους κοινωνικούς θεσμούς.
(15) Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρεσβεύω ότι η γλώσσα έχει τεράστια ισχύ όχι μόνο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης αλλά και της θεωρούμενης «κυριαρχούμενης», δεδομένου ότι μέσω της γλώσσας εκφράζονται οι απόψεις, οι ιδέες, τα συναισθήματα και οι στάσεις ζωής των ομιλητών της.
Υπό αυτή την έννοια, ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιούν τα μέλη του υποκόσμου και γενικά των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων αποτελεί ένα ασφαλές και αποτελεσματικό μέσο αντίστασης και ταυτόχρονα έκφρασης αντιπαλότητας προς την άρχουσα τάξη.
Μηχανισμοί και τρόποι έκφρασης της αντίθεσης και εχθρότητας προς την «κυρίαρχη» ιδεολογία από τη γλώσσα του υποκόσμου
Όσον αφορά τους τρόπους και τους μηχανισμούς που επιστρατεύεται η γλώσσα του υποκόσμου για να εκφράσει την αντίθεση και κυρίως την εχθρότητά της προς την «κυρίαρχη» ιδεολογία είναι πολλοί. Ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους είναι η παραβίαση των γλωσσικών ταμπού, η οποία πραγματοποιείται με την ευρεία χρήση τους.
Τα γλωσσικά ταμπού απαντώνται στην αργκό που χρησιμοποιούν πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες, όπως οι έγκλειστοι των φυλακών και οι ομόφυλοι, αλλά και στις αργκό μη περιθωριοποιημένων κοινωνικά ομάδων, όπως οι νέοι.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η γλώσσα των ομοφύλων, η αποκαλούμενη καλιαρντή.
Οι μεταφορές, οι «ζωηρές» εικόνες και τα καυστικά επίθετα που χρησιμοποιεί δημιουργούν την εικόνα ενός «φιλήδονου, αλλά ταυτόχρονα επαναστατικού κόσμου» που προσπαθεί να αντισταθεί σε όσους απειλούν τη συνοχή της. Στο στόχαστρό της τίθενται πολλά πρόσωπα και καταστάσεις, μεταξύ των οποίων τα θεία, οι γυναίκες, οι αστυνομικές αρχές και οι άνθρωποι της επαρχίας.
(16) Έχει μάλιστα αποδειχθεί ότι όσοι παραβιάζουν τους κοινωνικούς κανόνες και χρησιμοποιούν τα γλωσσικά ταμπού στο λόγο τους νιώθουν ανακούφιση και αποκτούν, έστω και νοητά, τη δύναμη της ελευθερίας για την οποία σθεναρά παλεύουν.
(17) Στην περίπτωση του υποκόσμου η ανακούφιση είναι σαφώς μεγαλύτερη, γιατί τα μέλη του αισθάνονται εγκλωβισμένα στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που αποστρέφονται εξαιτίας των «πρέπει» και «μη».
Έτσι εξηγείται γιατί η χρήση των γλωσσικών ταμπού αλλά και λέξεων που ηχητικά μοιάζουν με αυτά, επιφέρει αντιδράσεις και τελικά απαγορεύσεις από την πλευρά του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Η κοινωνική περιθωριοποίηση αποτελεί μία από τις πιο δυσμενείς συνέπειες που πρέπει να υποστούν οι ομιλητές των συγκεκριμένων γλωσσικών κωδίκων.
Η «σεξουαλική γλώσσα» και όλα όσα εκφράζει
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι η ανάπτυξη της χαρακτηριζόμενης «σεξουαλικής γλώσσας», δηλαδή της ρηματικής μορφής που υποδεικνύει και περιγράφει σεξουαλικά όργανα/πράξεις/δραστηριότητες/συναισθήματα, αποσκοπεί στην ανατροπή των λεκτικών και κατ’ επέκταση θεσμικών απαγορεύσεων.
Αυτό οφείλεται στο ότι το λεξιλόγιο της αποτελείται ως επί το πλείστον από λέξεις και φράσεις που δεν πρέπει να «ειπωθούν».
Χρησιμοποιείται από όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες αλλά σε μεγαλύτερη έκταση από τους θεωρούμενους «περιθωριακούς», όπως οι έγκλειστοι των φυλακών.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι η χρήση της είναι ευρύτατη: άλλοτε αποτελεί το μέσο αναζήτησης της προσωπικής ταυτότητας και ταύτισης με μία κοινωνική υπο-ομάδα και άλλοτε το μέσο συγκάλυψης και απόκρυψης συναισθημάτων, κυρίως κοινωνικής ανασφάλειας ή άγχους, ενδόμυχων σκέψεων και ιδεών.
Λειτουργεί με άλλα λόγια και ως μέσο που αποσκοπεί να ερεθίσει τη φαντασία, να προκαλέσει και να διεγείρει έντονα συναισθήματα αλλά ταυτόχρονα συνιστά έναν τρόπο προστασίας και άμυνας απέναντι στα σοβαρά και συχνά δυσεπίλυτα κοινωνικά και ατομικά προβλήματα.(18)
Είναι η γλώσσα του υποκόσμου «τολμηρός» λόγος; Οι διαφορετικές απόψεις των μελετητών
Ορισμένοι μελετητές αρνούνται ότι η γλώσσα του υποκόσμου είναι «τολμηρός» λόγος. Το επιχείρημά τους είναι ότι δεν αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από τα κοινωνικά ταμπού αλλά αντί αυτών προτιμά τους ευφημισμούς.
(19) Να σημειώσω ότι ο ευφημισμός συνιστά συχνή γλωσσική παραβίαση της γλωσσικής απαγόρευσης.
(20) Μεταξύ των μελετητών που εκφράζουν τους ενδοιασμούς τους, είναι και ο Bourdieu, ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι «στιγματισμένες» ομάδες (όπως είναι και μέλη του υποκόσμου και του περιθωρίου) διεκδικούν μέσα από τους γλωσσικούς τους κώδικες το στίγμα ως βάση της ταυτότητάς τους. Γι’ αυτό αναρωτιέται εάν μπορούμε να μιλούμε για ουσιαστική αντίστασή τους ή για υποταγή τους.
(21) Με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι εάν οι χρήστες της γλώσσας του υποκόσμου χρησιμοποιούν τον κώδικα επικοινωνίας τους για να αντιταχθούν στους μη ανήκοντες στην ομάδα τους και τελικά να επιβληθούν ή, αντίθετα, γιατί δεν έχουν άλλο εναλλακτικό μέσο, εξαιτίας της περιθωριοποίησης που υφίστανται, με αποτέλεσμα να αποδέχονται το στιγματισμό τους από τους τρίτους με παθητικότητα, η οποία εκδηλώνεται στη λεκτική και εν γένει συμπεριφορά τους.
Η «λεκτική επίθεση» και οι μορφές που λαμβάνει
Πρέπει να υπογραμμίσω πάντως ότι σε καταστάσεις όπου εμφανίζονται σχέσεις ιεραρχίας ή κυριαρχίας, ο γλωσσικός κώδικας των περιθωριοποιημένων ομάδων εκδηλώνεται με το χαρακτήρα «λεκτικής επίθεσης», η οποία (είτε αποτελεί συνειδητή αντίδραση είτε πηγάζει από την προσπάθειά τους να αμυνθούν) έχει πολλές φορές τη μορφή ενός απλού πειράγματος και άλλες φορές αποκτά ένα πιο σκληρό και βίαιο «πρόσωπο» κυρίως μέσα από τη χρήση της βωμολοχίας.
(22) Πολλά είναι τα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από τη γλώσσα των ομοφύλων, τα οποία αποδεικνύουν την κριτική στάση ή ακόμα και αντιπαράθεσή τους με κυρίαρχους θεσμούς, όπως την εκκλησία.
(23) Εξίσου, και στα λεξικά της γλώσσας των εγκληματιών βρίσκουμε πολλά παραδείγματα που εκφράζουν εχθρότητα, κυρίως απέναντι στα αστυνομικά όργανα.(24)
Διαπιστώσεις
Συμπερασματικά, η γλώσσα του υποκόσμου αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με την «κυρίαρχη» γλώσσα και την «κυρίαρχη» ιδεολογία, οι οποίες στηρίζονται από τους φορείς εξουσίας. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η σύγκρουση καθίσταται εμφανής μέσω των γλωσσικών τους επιλογών, ενώ άλλοτε οι γλωσσικοί μηχανισμοί που επιστρατεύονται υπονοούν –χωρίς να εκφράζουν φανερά- την εχθρότητα προς την κοινωνία.
Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις οι αξίες, τα συναισθήματα, η κοινωνική κριτική, η αλληλεγγύη, η συνενοχή και η αμφισβήτηση των καθιερωμένων ιδεών και αξιών, που απορρέουν από αυτούς τους κώδικες επικοινωνίας, αποτελούν μορφή αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη.
Κατά συνέπεια, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να αναζητήσουμε στη γλώσσα κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων τις ψυχολογικές διαστάσεις και προεκτάσεις της, ώστε να εντοπίσουμε τα βαθύτερα μηνύματα που κρύβει. Μία τέτοια ανάλυση είναι χρήσιμη για έναν επιπρόσθετο λόγο, στον οποίο αξίζει να δοθεί έμφαση.
Προσφέρει το έναυσμα για προβληματισμό αναφορικά με τα σοβαρά φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης που με σαφήνεια και ακρίβεια αποτυπώνονται στη χρήση της γλώσσας και τα οποία συχνά οδηγούν σε έκρυθμες καταστάσεις, π.χ. έκρηξη βίας και εγκληματικότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.M.A.K. Halliday, Language as Social Semiotic, London: Edward Arnold, 1978, σσ. 154-182.
2.R. Hodge, G. Kress, Social Semiotics, Cambridge: Polity Press in association with Basil Blackwell, 1988, σσ. 83-91.
3.Ε. Παπαζαχαρίου, Λεξικό της Ελληνικής Αργκό, 2η έκδ., Αθήνα: Κάκτος, 1999, σελ. ζ΄.
4.B. Dendrinos, Readings in Language and Ideology, Athens: University of Athens Publications, 2001, σελ. 4.
5.J. Thompson, Studies in the Theory of Ideology, Cambridge: Polity Press, 1984, σσ. 5-6.
6.A. Duranti, Linguistic Anthropology, Cambridge: Cambridge University Press, 1997, σσ. 337-338.
7.J. Lyons, Language and Linguistics, Cambridge: Cambridge University Press, 1981, σελ. 272.
8.Για παράδειγμα, το όνομα του Θεού σε πολλές θρησκείες απαγορεύεται να μνημονεύεται. Το γεγονός αυτό στοχεύει στο να καλλιεργήσει δέος στη θεία δύναμη και να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος στις εκκλησίες. Βλ. Α. Φραγκουδάκη, Γλώσσα και Ιδεολογία: Κοινωνιολογική Προσέγγιση της Ελληνικής Γλώσσας, 8η έκδ., Αθήνα: Οδυσσέας, 1999, σσ. 35-36.
9.P. Trudgill, Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society, αναθεωρημένη έκδ., London: Penguin Books, 1995, σσ. 17-18.
10.Ε. Παπαζαχαρίου, ό.π., σελ. γ΄.
- B. Dendrinos, ό.π., σελ. 16.
13.Α. Φραγκουδάκη, ό.π., σελ. 155.
14.P. Bourdieu, Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία, μτφ. Κ. Καψαμπέλη, Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1999, σσ. 136-137.
15. Μ. Επάρατος, Λ. Χρηστάκης, Το Λεξικό της Ντάγκλας, Αθήνα: opera, 1995, σσ. 9-10, όπου προλογίζει ο Καθηγητής Εγκληματολογίας κ. Γ. Πανούσης.
- Ορισμένες χαρακτηριστικές εκφράσεις της καλιαρντής που αποσκοπούν στη διακωμώδηση του γυναικείου φύλου και της αστυνομίας είναι οι εξής: κορακοβλαστήμω = «η εξαιρετικώς χοντρή γυναίκα» ή «κίναιδος». Κατά μία εκδοχή, διότι θα βλαστημούν τα κοράκια (νεκροπομποί) που θα την σηκώνουν όταν πεθάνει, κουκουβάγια = «ο μυστικός αστυνομικός». Προφανώς, από τη γνωστή κοινή αντιπάθεια προς το πουλί αυτό, το οποίο θεωρείται προάγγελος θανάτου και, επιπλέον, γιατί η κουκουβάγια γυρίζει τις νύχτες, παρατηρεί κρυμμένη, πετάει αθόρυβα, καραδοκεί. Συνώνυμα: γλαύξ, σκατοφαγού, κρακραλωλού = «η βραδύγλωσση». Από το ηχομιμητικό κρακρά + κοινό λωλός. Ανάλογο και ταυτόσημο το γνωστό κεκές ή κεκεμές (τούρκικα keke ή kekeme) της κοινής νεοελληνικής, τζιβιτζιλού = «η λεσβία». Συνώνυμα: σεμναδελφή, σιβιτζιλού, σιβίτζω, γκουνιότα, μαντάμ-γκού. Βλ. Η. Πετρόπουλος, Καλιαρντά, Αθήνα: Νεφέλη, 1971, σσ. 13, 67, 69, 73, 156.
18.W.J. Kilgore, «Σεξουαλική Γλώσσα και Αναζήτηση της Προσωπικής Ταυτότητας» στο Σεξ και Γλώσσα, 5ο Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης Νέα Υόρκη, 30 Απριλίου -2 Μαΐου 1981, μτφ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη, Αθήνα: Ι. Χατζηνικολή, 1984, σσ. 245-248.
19.Σημειώνω ότι με τον όρο «ευφημισμό» εννοούμε το σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται λέξη με θετική σημασία για την ονομασία κακού ή δυσάρεστου πράγματος. Ενδεικτικά παραδείγματα ευφημισμού: Εύξεινος («φιλόξενος») Πόντος αντί «άξενος» («αφιλόξενος»), γλυκάδι αντί «ξύδι». Βλ. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 1998, σσ. 698-699.
20.B. Evans, C. Evans, επιμ, A Dictionary of Contemporary American Usage, N. York: Random House, 1957, σελ. 458.
- P. Bourdieu, ό.π., σελ. 135.
- Θα μπορούσα ενδεικτικά να αναφέρω τη σύγκρουση με την εκκλησία, όπως αποδεικνύεται από τα ακόλουθα παραδείγματα της γλώσσας των ομοφυλοφίλων: τραγοπουρός = «παπάς». Πρόκειται για μία σύνθετη λέξη, από το κοινό τράγος + πουρός, διότι ο λαός αποκαλεί τράγους τους παπάδες. Συνώνυμό του το βακαλοπουρός και ανάλογο το συγγενές τραγόμουχλος = «καλόγερος», τραγοπουροσφραγίζω = «βαπτίζω». Προέρχεται από το τραγοπουρός + το κοινό σφραγίζω. Ταυτόσημό του το βακουλοσταμπάρω, τραγοπουροσφράγισμα = «τα βαφτίσια». Δημιουργείται από το τραγοπουρός και το κοινό σφράγισμα. Συνώνυμο το βακουλή, τραγοπορουρότσαρδο = «η εκκλησία». Είναι επίσης μία σύνθετη λέξη, από το τραγοπουρός και τσαρδό που είναι το πρώτο ή τελευταίο συνθετικό πολλών λέξεων της καλιαρντής και σημαίνει «σπίτι». Βλ. Η. Πετρόπουλος, Καλιαρντά, ό.π., σελ. 162.
(Φωτογραφία: Robert Huffstutter@Flickr)
postmodern.gr
Αν βρήκατε το θέμα ενδιαφέρον , κοινοποιείστε το, διαδώστε το...