Καληνύχτα Φαντάροι, Καλά Χριστούγεννα (διήγημα)...


 Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.


Του Θανάση Δρίτσα
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1984 ο λοχίας αποβραδίς όρμησε ξαφνικά στο θάλαμο του πρώτου λόχου και βροντοφώναξε βαριεστημένα:
 

-Μήπως κανείς από σας θέλει να πάει εκκλησία αύριο Χριστούγεννα;
 


Όταν είπε αυτά τα λόγια το πρόσωπο του πήρε μια τέτοια έκφραση σαν να του φαίνονταν φυσικό ότι όλοι όσοι άκουσαν την ερώτηση θα του απαντούσαν με μια φωνή «όχι βέβαια, ευκαιρία για αραλίκι και ξάπλες αύριο Χριστούγεννα. δίχως πολλές υπηρεσίες και εκπαίδευση». Όμως δειλά-δειλά σηκώθηκε ένα χέρι, και σιγά-σιγά και ένα δεύτερο χέρι, το δικό μου χέρι.
 

-Ωραία δίνω στο λοχαγό τα ονόματα σας, ξέρετε πως να πάτε στο μοναστήρι; είπε ο λοχίας. Ο Κώστας ο φαρμακοποιός φώναξε τότε καθαρά και σίγουρα:
 

-Ναί, εγώ ξέρω.
 

Βάλαμε το θαλαμοφύλακα των τέσσερις-έξι να μας ξυπνήσει γύρω στις τέσσερις και τέταρτο, πουρνό-πουρνό. Ήταν πρόταση του Κώστα που ήταν μάλλον θεοσεβούμενος, τυπικός σε εκκλησιασμούς και θα ήξερε τη διαδρομή. 

Εγώ θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου, έτσι απλά, ατμοσφαιριστή και ταγμένο στην εξευρεύνηση του αγνώστου.

 Επίσης δεν κρύβω ότι λατρεύω την εκστατική μοναξιά της πρωινής αφύπνισης,όταν έξω είναι ακόμη σκοτάδι και ετοιμάζεται να σκάσει μύτη ο ήλιος της ανατολής. 

Εκείνη την ώρα είναι απερίγραπτο το αίσθημα να είσαι ο μόνος ξύπνιος, ενώ οι άλλοι κοιμούνται χωρίς να υποπτεύονται διόλου τι μοναδικό συμβαίνει τη στιγμή που η νύχτα παραδίνει τη σκυτάλη του χρόνου στη μέρα.
 

Όταν στις τεσσερις και τέταρτο ο θαλαμοφύλακας μου τράβαγε βίαια το πόδι, η πρώτη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν να συνεχίσω ακάθεκτος τον γλυκό πρωινό μου ύπνο. 

Η καρβουνίλα από την ξυλόσομπα γίνονταν έντονα αισθητή και το ροχαλητό των φαντάρων πήγαινε πρίμο-σεγόντο. Πριν ολοκληρώσω μια δεύτερη σκέψη πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και δεν άφησα τις νωχελικές επιθυμίες να θολώσουν το μυαλό μου. 

Στην απέναντι άκρη του θαλάμου διέκρινα στα σκοτεινά τον Κώστα που ήδη είχε αρχίσει να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις. Δεν πέρασε ένα πεντάλεπτο και βρεθήκαμε στην πύλη του στρατοπέδου έχοντας ανταλλάξει μια βιαστική καλημέρα και ένα χρόνια πολλά.
 

-Κώστα, εσύ οδηγείς μια και εγώ δεν έχω ιδέα για το που βρίσκεται το μοναστήρι, είπα με μιαν ανάσα.
 

-Μη σε νοιάζει, ξαναπήγα την περασμένη εβδομάδα. Θα κόψουμε δρόμο από ένα μονοπάτι για πιο γρήγορα, απάντησε εκείνος με σιγουριά.


Στη λέξη «γρήγορα» είχαμε βγάλει τα κεφάλια μας από μια τρύπα πάνω σε ένα παλιό συρματόπλεγμα που έφραζε τον κατηφορικό δρόμο από την πύλη του στρατοπέδου μέχρι την πόλη της Άρτας. Πρέπει να ήταν δέκα λεπτά πριν από τις πέντε, σκοτεινιά ακόμα. 

Το κρύο και η υγρασία ξύριζαν τα φρεσκοξυπνημένα και ζεστά ακόμα πρόσωπα μας. Η θερμοκρασία ήταν ίσως κοντά στο μηδέν γι’αυτό φορούσαμε τη στρατιωτική χειμωνιάτικη κάπα μας, ένα σωστό βαρίδι. 

Πρώτη και μοναδική ίσως φορά φόρεσα τότε αυτή τη χοντρή κάπα που με μεταμόρφωνε σε «Αδικοχαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Με γρήγορα βήματα και τρίβοντας τα χέρια για να ζεσταθούμε διασχίσαμε μια βαλτώδη και υγρή έκταση. 

Οι αρβύλες έσπαζαν μικρά ξερόκλαδα παράγοντας έναν μοναδικά υψίσυχνο ήχο, πρίμο ήχο που έφτανε στα αυτιά μας μαζί με το μπάσο από το νυχτερινό τραγούδι των βατράχων πριν τους ξαφνιάσει το πρώτο φως της μέρας. 

Για μια στιγμή σκέφτηκα τη μάνα μου στην Αθήνα, είπα θα κοιμάται ακόμα, σε καμμιά ώρα θα ξυπνήσει σίγουρα για τη γιορτινή Χριστουγεννιάτικη λειτουργία. 

Με τον Κώστα αλλάξαμε μετρημένες στα δάχτυλα κουβέντες, φαίνοταν από εκείνους τους αφοσιωμένους πιστούς που ποτέ δεν χάνουν την Κυριακάτικη λειτουργία. Στο πρόσωπο του βαστούσε συνέχεια ένα μικρό χαμόγελο παρά το τσουχτερό κρύο. 

Ο βάλτος, η παγωνιά, τα βατράχια και η πρωινή πάχνη που είχε αρχίσει να πέφτει αδυσώπητη μου έφεραν στο νου αναμνήσεις από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα Τα μυστικά του βάλτου που είχα ξεκοκκαλίσει στην έκτη δημοτικού. 

Την ίδια στιγμή ένοιωθα ότι είχαμε καταφέρει να ξεφύγουμε από το στρατόπεδο και την ανυπόφορη μονοτονία της φανταρίλας του. 

Το παραμύθι των Χριστουγέννων έμοιαζε ότι δούλευε και πάλι, κάτω από περίεργες βέβαια συνθήκες.
Τότε άρχισαν να φαίνονται καθαρά τα κελιά του μοναστηριού και τα φώτα των κεριών μέσα από τα θαμπά τζάμια της εκκλησιάς. 


Αχνά μπόρεσα στο μισοσκόταδο να διακρίνω την όμορφη πέτρινη βυζαντινή αρχιτεκτονική καθώς περνούσαμε με τον Κώστα το κατώφλι της εκκλησιάς ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. 

Λίγα δευτερόλεπτα ακόμη και θα είχαμε μεταμορφωθεί και οι δύο σε κολώνες από πάγο. Στο κρυστάλλινο τοπίο ήρθε να προστεθεί και το χιονόνερο σαν υδατογράφημα σε αυτόν το θαμπό χριστουγεννιάτικο πίνακα. 

Αμέσως μια ευωδιά από λιβάνι αφύπνισε τις κόκκινες παγωμένες μύτες μας, τα κοκκαλιασμένα δάχτυλα κινήθηκαν, ολόκληρο το σώμα μου ένοιωθε μια ζεστή κουβέρτα να το σκεπάζει τρυφερά. Ο ναός πλημμύρισε από τον ήχο της κατανυκτικής ψαλμωδίας που έψαλαν οι νεαρές καλόγριες. 

Όμορφες, νέες και λυγερόκορμες ήσαν όλες οι καλόγριες της μικρής χορωδίας. Δαιμονικές και ρυπαρές σκέψεις διαπέρασαν τότε στιγμιαία την αμαρτωλή μου ύπαρξη. 

Αντιστάθηκα όμως και έτσι το αφόρητα ενοχλητικό υλικό μου κομμάτι υποτάχτηκε άμεσα στο αδελφό του ιερό κομμάτι, έτσι ηρέμησε η ορμονική καταιγίδα που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. «Η παρθένος σήμερον» και «Επεσκέψατο ημάς», δύο από τους εξαιρετικά ζωοποιούς ύμνους της ακολουθίας των Χριστουγέννων έδρασαν μέσα μου σαν ρόφημα ζεστής σοκολάτας στη διάρκεια εκείνης της μυσταγωγίας. 

Τότε θυμήθηκα τους ήρωες του Κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το Βασίλη της Μυλωνούς, το μπάρμπα-Στεφανή και το Γιάννη το Νυφιώτη (ποτέ δεν ξέχασα τα ονόματα τους) που μέσα από μια αντίξοη πορεία και πάλη με το χιονιά, όταν έφτασαν στο Χριστό στο Κάστρο «τόσον θάλπος εθώπευε την ψυχή των ώστε ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχουσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου».
 

Στο τέλος της θείας λειτουργίας είχαν απομείνει λίγες καλόγριες και οι δύο μοναδικοί εκπρόσωποι των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, εγώ και ο Κώστας. Ο λεπτόσωμος ιερέας βγήκε στην ωραία πύλη με τρεμουλιαστή φωνή.

Το Άγιο Δισκοπότηρο είχε αρχίσει να φαίνεται ολοκάθαρα καθώς το πρώτο πρωινόφως το άγγιζε ευλαβικά. Μεταλάβαμε και οι δυο μας αυθόρμητα, εγώ πάντως δεν είχα προετοιμαστεί για την θεία κοινωνία, για τον Κώστα όμως ήμουν σίγουρος ότι το είχε βάλει καλά στο μυαλό του ήδη από την αρχή της χριστουγεννιάτικης αυτής εκστρατείας μας. Μεταλάβαμε και οι δυο μας, ο γιατρός και ο φαρμακοποιός. 

Μετά από μας ακολούθησαν αθόρυβα δυο-τρία γεροντάκια και τελευταίες οι καλόγριες. Ανταλλάξαμε βιαστικές ευχές με τους λιγοστούς αυτούς πιστούς και πήραμε άμεσα το δρόμο της επιστροφής. Το φως έκανε πλέον όλα όσα είδαμε και πιο πολύ αυτά που νοιώσαμε να μοιάζουν διαφορετικά. 

Η πρωινή πάχνη είχε αρχίσει να υποχωρεί όμως το χιονόνερο έπεφτε ακόμη πυκνό. Στα πεδινά το χιόνι δεν μπορεί να σταθεί, αν όμως κοίταζε κανείς τις γύρω επιβλητικές βουνοκορφές θα τις έβλεπε σίγουρα χιονισμένες.


Η συζήτηση με τον Κώστα ήταν πιο έντονη και ζεστή στη διάρκεια της επιστροφής μας. Μετά το τέλος της πρωινής μυσταγωγίας στην εκκλησιά ο Κώστας έγινε, ανεξήγητα, περισσότερο οικείος. 

Βέβαια στη συζήτηση μας είχε υπεισέλθει ο μίζερος δαίμονας της στρατιωτικής θητείας και όλες οι άσκοπες δραστηριότητες που αυτή περιλαμβάνει. Η γνωστή βαρεμάρα, άδειες, μεταθέσεις, σκοπιές, όνειρο και πραγματικότητα αποτελούσαν εναλλάξ το επίκεντρο του διαλόγου μας. 

Φαίνεται ότι κάναμε υπομονή ώστε να περάσει γρήγορα ο χαμένος χρόνος της στρατιωτικής θητείας και να επιστρέψουμε μετά στην πραγματική ζωή. Η θητεία έμοιαζε κάτι απλά αναπόφευκτο, όπως ο θάνατος, κάτι που τελικά συνέβαινε για εμάς αλλά δυστυχώς χωρίς εμάς.
 

Σε λίγο περάσαμε και την τρύπα στο παλιό συρματόπλεγμα. Από την ανάποδη αυτή τη φορά. Με δυο δρασκελιές είχαμε φτάσει στην πύλη του στρατοπέδου. Καλημερίσαμε και ευχηθήκαμε αδιάφορα στον σκοπό. Τούμπανο η καρβουνίλα από τις ξυλόσομπες, μαζί της και η γνώριμη μυρωδιά της στρατωνιζόμενης ανθρωπομάζας, της «φανταρίλας». Τ

ο σινεμά είχε πάλι αρχίσει να παίζει το ίδιο έργο και το μυστήριο είχε αρχίσει να διαλύεται μαζί με την πρωινή πάχνη. 

Όμως εγώ και ο Κώστας μέσα από μια μικρή τρύπα σ’ ένα συρματόπλεγμα είχαμε δραπετεύσει-για λίγη ώρα-σε έναν αχνό, ζεστό και μυστηριακό χριστουγεννιάτικο κόσμο, όπως στο φίλμ Φάνυ και Αλέξανδρος του Μπέργκμαν ή στο Χριστό στο κάστρο του Παπαδιαμάντη.
 

Το βράδυ δεν είχα σκοπιά αλλά οι αναμνήσεις από το παραμύθι που έζησα ήταν νωπές. Ένοιωθα τα βλέφαρα μου τόσο βαριά και είδα μισοξύπνιος ένα σπάνιο όνειρο. 

Ονειρεύτηκα τη θεία μου Βαγγελίτσα, μια χαρισματική φιλόλογο που πάντα διάβαζε καθαρά και ορθοφωνικά, να διαβάζει σε μένα, τον Κώστα και μερικούς άλλους φαντάρους. 

Όλο το ακροατήριο είχε τεντωμένα αυτιά, στο όνειρο επίσης υπήρχε γύρω μας ένα τζάκι με τη φωτιά του να τρεμοσβήνει. 

Συγκρατώ τα τελευταία της λόγια, ενώ βρισκόμουν μάλλον στη ζώνη του λυκόφωτος, λίγο πριν από το οριστικό σφιχταγκάλιασμα του Μορφέα. 

Τα λόγια της μου θύμησαν θαμπά κάτι πολύ αγαπημένο μου από τα Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλλία του Ντύλαν Τόμας: 

Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μου το φως του φεγγαριού και το ατέλειωτο χιόνι με το χρώμα του καπνού, μπορούσα να δω φώτα όλων των άλλων σπιτιών στο λόφο μας και να ακούω τη μουσική ν’ ανεβαίνει απ’αυτά μέσα στη μεγάλη νύχτα που έπεφτε σταθερά. 

Χαμήλωνα το γκάζι, έμπαινα στο κρεβάτι. Έλεγα λίγα λόγια στο πυκνό και άγιο σκοτάδι και κοιμόμουν.
Καληνύχτα φαντάροι. Καλά Χριστούγεννα.

presspublica
πρωτότυπη εικονογράφηση: Γιώργος Μπούτλας

Βοηθείστε την "Ιδεοπηγή", διαδώστε τις αναρτήσεις...