Η αγωνία του ανθρώπου για τη μετάβασή του από την κατάσταση του «όντος» σε εκείνη του «μη όντος», υπήρξε ο
θεμελιακός λίθος για τη γένεση και διάδοση των θρησκειών από τις πρωτόγονες κοινωνίες μέχρι τις μέρες μας.
Εκεί όπου η Επιστήμη και η Φιλοσοφία αδυνατούσαν να δώσουν λογικοφανείς απαντήσεις, ερχόταν η πίστη και η μέθεξη σε τελετουργίες για να προτείνουν μεταφυσικά ενδεχόμενα και να απαλύνουν την αγωνία του θανάτου.
Το αφήγημα της κάθε πίστης προϋποθέτει τη γνώση και την εθελοντική συμμετοχή σε αρχές, κανόνες και εκδηλώσεις, προκειμένου να προσφέρει τις «απαντήσεις» που αναζητά ο πιστός.
Απαιτεί με άλλα λόγια, τη μύηση του πιστού. Οι περισσότερες θρησκείες πρότειναν δημόσια αυτήν τη μύηση, άλλες όμως, όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια της Αρχαίας Ελλάδας, έθεταν ως προϋπόθεση την απόλυτη μυστικότητα.
Η μυστικότητα, το μυστήριο και ο κλειστός κύκλος των πιστών, έδωσαν τη μέγιστη αίγλη στις τελετές των Ελευσίνιων Μυστηρίων, δημιουργώντας την άχλη του σημαντικού που έκανε τους πιστούς να αισθάνονται προνομιούχοι επειδή μετείχαν σε κάτι ιδιαίτερο και μεγάλο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πολυγραφότατοι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς σεβάστηκαν απόλυτα τα Μυστήρια της Ελευσίνας και μας παρέδωσαν περιγραφές μόνο μέρους των τελετουργιών, αφήνοντας «το μυστικό που ανακουφίζει από την αγωνία του θανάτου», να χαθεί μαζί με το τέλος των Μυστηρίων από τις διώξεις του Θεοδόσιου και τις καταστροφές των Βησιγότθων.
Η επικρατέστερη ιστορική θεωρία θέλει τα Ελευσίνια Μυστήρια να αναπαριστούν τον κύκλο της ζωής: τη γέννηση, την ανάπτυξη, τη φθορά και τον θάνατο, ως μία αέναη διαδικασία που κρατά αμετάβλητη στην ουσία της την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η κεντρική ιδέα, επενδυμένη με την αυστηρή τελετουργία μύησης και τον όρκο σιωπής, έκαναν επί πολλούς αιώνες τα Μυστήρια κεντρικό θρησκευτικό θεσμό των Αρχαίων Ελλήνων, που παραμένει μέχρι τις ημέρες μας γοητευτικός μέσα από τα αναπάντητα ερωτήματά του.
Η ιστορία του ιερού τεμένους της Ελευσίνας
Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο προς τη Δήμητρα, ο πρώτος ναός του Ιερού
της Ελευσίνας χτίστηκε από τον μυθικό Κελεό (Υστεροελλαδική περίοδος
1500 – 1425 π.Χ.), που βασίλευε στο Θριάσιο πεδίο, σε μία έκταση που
ξεκίναγε από τον κόλπο της Ελευσίνας και έφτανε μέχρι τον Κιθαιρώνα, την
Πάρνηθα και το Αιγάλεω.Οι τελετές με θυσίες για να εξευμενιστεί η ολύμπια θεά Δήμητρα ξεκίνησαν στην Ελευσίνα το 760 π.Χ. (5η Ολυμπιάδα) μετά από δελφικό χρησμό που καλούσε τους Έλληνες να εξευμενίσουν τη θεά για να σταματήσει τον λιμό που ερήμωνε τις πόλεις.
Πανελλήνια φήμη και λαμπρότητα αποκτά το Ιερό στην εποχή του Πεισίστρατου (550-510 π.Χ.), όταν πια το Τελεστήριο δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το πλήθος των πιστών και οι αρχιτέκτονες επινοούν νέο μνημειακό οικοδόμημα, ως μία μεγάλη υπόστυλη αίθουσα χωρίς καθόλου παράθυρα, η οποίο φωτίζεται από ένα μικρό άνοιγμα στο κέντρο της οροφής και χωρά έως τρεις χιλιάδες πιστούς.
Στο κέντρο του Τελεστηρίου, υπήρχε το «ανάκτορο», ένα ορθογώνιο λίθινο κτίσμα, στο οποίο μπορούσε να εισέλθει μόνο ο Ιεροφάντης.
Το τέμενος περιελάμβανε τα ιδιαίτερα ιερά σημεία της Ελευσίνιας τοπογραφίας, δηλαδή το Καλλίχορο φρέαρ, το Πλουτώνειο που αποτελούσε τον ναό του Πλούτωνα (με κατάβαση στην Κάτω Κόσμο) και την Αγέλαστο Πέτρα, όπου σύμφωνα με τον μύθο ξεκουράστηκε η θέα Δήμητρα όταν έφτασε στην Ελευσίνα αναζητώντας την Κόρη.
Στους περσικούς πολέμους το ιερό καταστρέφεται για να συμπεριληφθεί στη συνέχεια στο πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Περικλή και να χτιστεί ένα ακόμα μεγαλύτερο Τελεστήριο.
Στα ελληνιστικά χρόνια εγκαταστάθηκε στο ιερό Μακεδονική φρουρά, ενώ η τελευταία του ακμή σημειώνεται στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν οι αυτοκράτορες Αδριανός, Αντωνίνος Ευσεβής και Μάρκος Αυρήλιος ολοκλήρωσαν τη μνημειώδη μορφή του με θριαμβικές αψίδες και προπύλαια όμοια με της Ακρόπολης των Αθηνών.
Με την απαγόρευση των αρχαίων λατρειών από τον Θεοδόσιο (379 μ.Χ.), το ιερό παρακμάζει για να μεταβληθεί σε ερείπια από τους Βησιγότθους το 395 μ.Χ..
Το μοναδικό Τελεστήριο στην Αρχαία Ελληνική Θρησκεία
Το ιερό της Ελευσίνας διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού
Αρχαίου Ελληνικού τεμένους: χωρίζεται με τείχος από τον κοσμικό χώρο,
διαθέτει κρήνες για να πλυθούν όσοι εισέρχονται, βωμούς για τις θυσίες,
ναούς για τη φύλαξη των ιερών συμβόλων και «θησαυρούς» για την
αποθήκευση των προσφορών. Διαθέτει όμως και το Τελεστήριο που το κάνει μοναδικό στην Αρχαία Ελληνική θρησκευτική πρακτική.Οι τελετές των Μυστηρίων δεν γίνονται δημόσια, στον υπαίθριο χώρο έξω από τον ναό όπως όλες οι άλλες, αλλά σε κλειστό οικοδόμημα, για την είσοδο στο οποίο απαιτείται η κατήχηση του πιστού και η εχεμύθεια για όσα θα έβλεπε, άκουγε και διδασκόταν.
Οι τελετάρχες
Οι αξιωματούχοι που διαχειρίζονταν τη λατρεία των Μυστηρίων
προέρχονταν από τα δύο ιερατικά γένη της Ελευσίνας: των Ευμολπίδων και
των Κηρύκων. Βασικός ιερέας είναι ο ιεροφάντης που φανέρωνε τα ιερά
σκεύη στην κορυφαία στιγμή της μύησης. Δίπλα του στεκόταν η ιέρεια της Δήμητρας ως το αρχαιότερο πρόσωπο της λατρείας. Τρίτος αξιωματούχος ήταν ο δαδούχος που συνόδευε τον ιεροφάντη στην εναρκτήρια τελετή των Μυστηρίων και τέταρτος ο «ιερέας του ναού» που επέβλεπε την ολοκλήρωση των ιεροπραξιών.
Οι ιερείς και ιέρειες επιλέγονταν εφ’ όρου ζωής και απολάμβαναν προνόμια και μεγάλο κύρος.
Τα Μυστήρια για τα «ομιχλώδη σκοτάδια»
Τα Ελευσίνια Μυστήρια τελούνταν σε δύο στάδια. Τον μήνα Ανθεστηρίωνα
(Μάρτιο), τελούνταν τα “Μικρά Μυστήρια” στο προάστιο των Αθηνών Άγρα
(κοντά στον Ιλισσό), κατά τα οποία οι ιερείς προετοίμαζαν τους πιστούς
με κατήχηση για τα “Μεγάλα Μυστήρια” που λάμβαναν χώρα τον Βοηδρομίωνα
(Σεπτέμβριο) σε Αθήνα και Ελευσίνα και διαρκούσαν εννέα ημέρες, όσες
ημέρες περιπλανήθηκε κατά τον μύθο η Δήμητρα στη Γη, αναζητώντας την
Κόρη.Την πρώτη ημέρα οι πιστοί στην Ελευσίνα θυσίαζαν στους βωμούς των θεαινών (Δήμητρας και Κόρης) και στην «εσχάρα» για τους θεούς του Κάτω Κόσμου και στη συνέχεια σχημάτιζαν πομπή προς την Αθήνα με επικεφαλής την ιέρεια της θεάς. Η ιέρεια κρατούσε μέσα σε κίστη (κιβώτιο) τα ιερά σύμβολα και τα μετέφερε στην αθηναϊκή αγορά, στο «εν άστει Ελευσίνιο» κάτω από την Ακρόπολη, ακολουθώντας την Ιερά Οδό.
Την επόμενη ημέρα ο ιεροκήρυκας έκανε την «πρόρρηση», την επίσημη κήρυξη της έναρξης της γιορτής από την οποία αποκλείονταν μόνο οι ένοχοι φόνου, οι ιερόσυλοι και εκείνοι που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.
Την τρίτη ημέρα γινόταν ο καθαρμός των πιστών στη θάλασσα του Φαλήρου και η θυσία χοιριδίων.
Ακολουθούσε η θυσία στο ελευσίνιο της Αθήνας και την πέμπτη ημέρα ξεκινούσε η πομπή των πιστών με την οποία επέστρεφε η κίστη με τα ιερά σύμβολα στην Ελευσίνα.
Στο ιερό της Ελευσίνας πια, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο της μύησης, μία τελετουργία για την οποία κυριαρχούσε η απόλυτη μυστικότητα.
Μέσα στο Τελεστήριο λάμβαναν χώρα «τα δρώμενα» (υποθέτουμε ότι ήταν η αναπαράσταση της αρπαγής της Κόρης από τον Πλούτωνα), ακούγονταν «τα λεγόμενα» (μυστικές φράσεις), και αποκαλύπτονταν τα ιερά, «τα δεικνύμενα».
Την έβδομη ημέρα λάμβανε χώρα η εποπτεία, το τρίτο και ανώτερο στάδιο της μύησης, κατά την οποία ο ιεροφάντης έδειχνε στους μύστες το μεγαλύτερο μυστήριο, που πιθανολογούμε ότι ήταν «στάχυν εν σιωπή τεθερισμένον».
Την προ – τελευταία ημέρα, οι μύστες έκαναν σπονδές στους νεκρούς και την τελευταία ημέρα επέστρεφαν στους τόπους τους, «βελτιωμένοι ηθικά», με μειωμένο το φόβο για τον θάνατο και αυξημένη την ελπίδα για καλύτερη ζωή.
Ο Ομηρικός Ύμνος προς τη Δήμητρα τελείωνε: «Ευλογημένος είναι αυτός από τους ανθρώπους που έχει δει αυτά τα πράγματα – μα δεν μπορεί να είναι καλή η μοίρα εκείνου που δεν έχει μυηθεί και δεν πήρε μέρος στα ιερά απ’ τη στιγμή που χάνεται κάτω από τα ομιχλώδη σκοτάδια».
Η λύση
Δεν γνωρίζουμε το μυστικό της τελετής. Οι αρχαίοι μύστες δεν το
αποκάλυψαν ποτέ. Χριστιανικές πηγές έκαναν λόγο για τελετή που
βασίζονταν στην εξάντληση και στη χορήγηση παραισθησιογόνων στους
πιστούς, που τους έκαναν να πιστεύουν ότι έβλεπαν κάτι ασαφές ιερό,
χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν δει οτιδήποτε. Έτσι το «μυστικό» παρέμενε μυστικό (αφού δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν κάτι που δεν είδαν), και οι πιστοί αναπαρήγαγαν την τεχνητή αυταπάτη ιερότητας που τους είχε δημιουργήσει η τελετή.
Ίσως αυτή να ήταν η «λύση», ίσως πάλι να μην χρειάζεται να λυθούν ποτέ τα Μυστήρια της Ελευσίνας από σεβασμό σε μία λατρεία που κράτησε αιώνες και απάλυνε την αγωνία χιλιάδων ανθρώπινων ψυχών για τον θάνατο και τα «ομιχλώδη σκοτάδια».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
L.Bruit Zaidman – P. Schmitt Pantel, Η Θρησκεία στις Ελληνικές Πόλεις της Κλασσικής Εποχής, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2010.
R.Garland, Η Θρησκεία και οι Έλληνες, Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα, 2005.
W. Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1993.
Κ. Πρέκα – Αλεξανδρή, Ελευσίς, Υπουργείο Πολιτισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Αθήνα, 2003.
Ν.Παπαχατζής, «Η Θρησκεία κατά την Αρχαϊκή Εποχή» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979.
R. Flaceliere, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2007.
Ν. Παπαχατζή, Η Θρησκεία στην Αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2006.
Α. Μαστραπάς, «Η Πόλη Κράτος» στο Ελληνική Ιστορία, Τόμος Α΄, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, ΕΑΠ, Πάτρα, 2002.
Αν βρήκατε το θέμα ενδιαφέρον , κοινοποιείστε το, διαδώστε το...