Υπόκοσμος και περιθώριο: όταν η οικονομική εξαθλίωση οδηγεί σε αποκλίνουσες συμπεριφορές...






Συχνά γίνεται λόγος για υπόκοσμο. Όχι μόνον στο πλαίσιο
της εγκληματολογικής και κοινωνιολογικής έρευνας, αλλά και από τον δημοσιογραφικό κόσμο στα ρεπορτάζ που καταγράφουν την παράνομη δράση των μελών του χαρακτηριζόμενου υποκόσμου. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στο σημερινό άρθρο στο postmodern: ποια είναι τα χαρακτηριστικά του υποκόσμου και ποιες οι γενεσιουργές συνθήκες του.  
suzanne
Σύμφωνα με τα λεξικά, ως υπόκοσμος ορίζεται «το σύνολο των ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από ανηθικότητα, παρασιτισμό ή εγκληματική δράση και ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας». Ως συνώνυμα χρησιμοποιούνται, συχνά, στην ελληνική γλώσσα, οι λέξεις «αποβράσματα» και «κατακάθια» (1).
Υπόκοσμος  και αρχαιότητα
Είναι αξιοσημείωτο ότι ίχνη του υποκόσμου εντοπίζονται στα δύο ισχυρότερα αρχαία πολιτιστικά κέντρα, την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που κατά περιόδους λάμβαναν κοινωνικές διαστάσεις, περιθωριοποιώντας χιλιάδες ανθρώπους. Τα άτομα τοποθετούνταν κυριολεκτικά εκτός κοινωνίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο ανέπτυσσαν «αποκλίνουσες» συμπεριφορές, δηλαδή μη συμβατές με τις αξίες του κοινωνικού συνόλου, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους (2).
Παραδείγματα τέτοιων ομάδων της αρχαιότητας αποτελούσαν οι: αγύρτες, κλέφτες, απατεώνες, ιερόδουλες κ.λπ. Παρόλο που χαρακτηρίζονται υπόκοσμος εξαιτίας του τρόπου ζωής και δράσης τους, στην πραγματικότητα είναι άτομα εξαθλιωμένα και θύματα εκμετάλλευσης. Μάλιστα, όσο κι αν η κοινωνία προσπαθεί να τους απομονώσει, στην πράξη συνιστούν έναν «παράλληλο κόσμο» που βιώνει τη βία και παράγει βία για να μπορέσει να διασφαλίσει έστω και στο ελάχιστο την ύπαρξή του.
Αναμφίβολα, με τη συμμετοχή τους σε παράνομες δραστηριότητες, οι άνθρωποι του υποκόσμου μετατρέπονται αυτομάτως από θύματα σε θύτες και τελικά αδυνατούν να ξεφύγουν από το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει. Η διαφορά με τα υπόλοιπα μέλη των αρχαίων κοινωνιών έγκειται στο ότι γι’ αυτούς δεν υπάρχει πρόνοια. Δεν έχουν δικαιώματα, δεν ανήκουν σε καμία κοινωνική ή επαγγελματική τάξη. Είναι άτομα χωρίς «κοινωνικό προορισμό».
Υπόκοσμος και νεότερη εποχή
Στο πλαίσιο της νεότερης εποχής διατυπώθηκαν θεωρίες και πραγματοποιήθηκαν έρευνες αναφορικά με τον υπόκοσμο και το ρόλο του στις ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. H πολύ γνωστή Σχολή του Σικάγου, με πρωτεργάτες τους Αμερικανούς Robert Park, Ernest Burgess και Roderick McKenzie, ασχολήθηκε συστηματικά με την έννοια του υποκόσμου.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Σχολής, οι πόλεις αποτελούν «ζωντανούς οργανισμούς», δηλαδή οργανικά σύνολα με ζωντανή λειτουργία, όπου η κάθε ομάδα πληθυσμού μετακινείται και εγκαθίσταται βάσει ορισμένων αρχών (της συγκέντρωσης, της κεντρικότητας κ.λπ.). Ειδικά στο Σικάγο, όπου αναπτύχθηκε η θεωρία, διακρίνονται ομόκεντρες ζώνες (μοντέλο ομόκεντρων ζωνών) καθεμία εκ των οποίων επιτελεί τη δική της λειτουργία: κέντρο, βιομηχανική ζώνη, μεταβατική ζώνη, ζώνη εργατικών κατοικιών, ζώνη ακριβών κατοικιών και ζώνη με προάστια.
Να διευκρινίσω ότι η ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στην συγκεκριμένη πόλη οφείλεται στο γεγονός ότι μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα το Σικάγο είχε μετατραπεί σε μία πολυπληθή και άναρχα αναπτυσσόμενη μητρόπολη με αποτέλεσμα να υπολείπεται σε υποδομές και τάξη. (4)
Δύο σημαντικοί κοινωνιολόγοι, οι Clifford Shaw και Henry McKay (5), ακολουθώντας τις αρχές της Σχολής του Σικάγου, ανέπτυξαν τη θεωρία της «κοινωνικής αποσύνθεσης/αποδιοργάνωσης» (social disorganization theory). Συνέδεσαν την εγκληματικότητα με την κοινωνική αποδιοργάνωση, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι το έγκλημα αποτελεί φυσική απόρροια των κοινωνικών, δομικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών κάθε κοινότητας. Το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε στην παραβατική δράση ανδρών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και οδήγησε στην εφαρμογή προγραμμάτων εξυγίανσης των εγκληματικών περιοχών (Area Projects).
Συχνά η έννοια του υποκόσμου σχετίζεται με εκείνη του «περιθωρίου». Στην πραγματικότητα όμως δεν πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, καθώς ο υπόκοσμος αναπτύσσεται γύρω από εγκληματικές δραστηριότητες ενώ το «περιθώριο» ορίζεται ως ο «εξωκοινωνικός χώρος στον οποίο ζουν ηθελημένα ή όχι άτομα που χαρακτηρίζονται από τάσεις φυγής, αποστασιοποίησης και μη συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα εξαιτίας της απόκλισης και σύγκρουσης με τα αποδεκτά πρότυπα της κοινωνίας, λόγω ιδεολογικής διαφοροποίησης ή εξαιτίας του χαμηλού οικονομικού και πνευματικού τους επιπέδου».
Στενότερη φαίνεται ότι είναι η σχέση του υποκόσμου με την έννοια της «underclass», των ατόμων που ανήκουν στις οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερες τάξεις.
Ειδικότερα, από τη δεκαετία του 1980 και μετά χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει εκείνα τα άτομα που προέρχονται μεν από τις κατώτερες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις και από υποβαθμισμένες (οικονομικά και πολιτιστικά) περιοχές, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι υιοθετούν αποκλίνουσες συμπεριφορές (εγκαταλείπουν το σχολείο, αποσύρονται από την επαγγελματική και κοινωνική δράση), προβαίνουν σε άνομες πράξεις (εμπορία ναρκωτικών, πορνεία κ.λπ.), διαπράττουν βίαια εγκλήματα και  γενικά η στάση ζωής τους αντίκειται στους κανόνες που διέπουν τις οργανωμένες κοινωνίες.
Θα κλείσω το σημερινό άρθρο με μια σύντομη αναφορά στην ενδιαφέρουσα θεωρία του Albert Cohen (6), ο οποίος εστίασε την προσοχή του στην παραβατική δράση συμμοριών φτωχικών συνοικιών, που είχαν αναπτύξει τον δικό τους «υποπολιτισμό», ως απόρροια της έλλειψης κοινωνικών και οικονομικών ευκαιριών στο πλαίσιο της αμερικανικής κοινωνίας.
Συγκεκριμένα, ο Cohen πρέσβευε ότι οι νέοι με παραβατική συμπεριφορά δεν διαθέτουν τα μέσα για να επιτύχουν την κοινωνική ανέλιξή τους μέσω των συμβατικών αρχών της κοινωνίας και έτσι σχηματίζουν ομάδες (συμμορίες) που αντιστρέφουν όλες τις συμβατικές αξίες, προσδοκίες και ιδανικά της κοινωνίας, «χτίζοντας» έναν δικό τους μικρόκοσμο.
Οι συμμορίες διαπράττουν κλοπές ή άλλα εγκλήματα, χωρίς ιδιαίτερο οικονομικό όφελος, με κύρια επιδίωξη τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των μελών της συμμορίας, οι οποίοι μοιράζονται την κοινή εμπειρία της παραβίασης του νόμου. Με αυτό τον τρόπο η ομάδα αυτονομείται. Άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι η συμμορία ζει για τη στιγμή, για την κατάκτηση της στιγμιαίας ευχαρίστησης. Τέλος, πολλές πράξεις βανδαλισμού και εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας αποτελούν αποδείξεις των συναισθημάτων μίσους, κακεντρέχειας, περιφρόνησης και επιθυμίας να προκαλέσουν βλάβη σε όσους ακολουθούν τους καθιερωμένους κανόνες.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια του υποκόσμου ακολούθησε μία εξελικτική πορεία, ξεκινώντας από τον προσδιορισμό των οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερων τάξεων, οι οποίες, με την πάροδο του χρόνο, περιθωριοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που οδήγησαν τα μέλη τους στην υιοθέτηση παραβατικών ή και εγκληματικών συμπεριφορών για να πετύχουν την επιβίωσή τους.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 1998.
2. Sales, Η Άλλη Όψη της Αρχαιότητας: Ο Υπόκοσμος, μτφ. Κ. Τσιταράκης, Αθήνα: Παπαδήμας, 1997.
3. Σημειώνω ότι οι πρώτες ρίζες της Σχολής του Chicago, η οποία ονομάστηκε Οικολογική Σχολή, ανάγονται στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο τότε δημοσιογράφος Robert Ezra Park, συγκέντρωσε άφθονο υλικό σχετικά με τις κοινωνικές συνθήκες (οικιστικές κ.λπ.) της πόλης του Chicago, το οποίο χρησιμοποίησε, όταν του ανατέθηκε να διδάξει στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του εκεί Πανεπιστημίου, το 1914, σε μία σειρά μελετών με κεντρικό θέμα την «κοινωνική οικολογία» της πόλης, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με την έλευση μεγάλου αριθμού μεταναστών. Ωστόσο, πνευματικός «πατέρας» της Σχολής θεωρείται ο Καθηγητής Ernest Burgess , ενώ σημαντικοί εκπρόσωποί της υπήρξαν οι Clifford Shaw και Henry Mackay. Ο λόγος για τον οποίο η προαναφερθείσα Σχολή έλαβε την ονομασία Οικολογική έγκειται στο ότι παραλλήλισε τη διαδικασία τροπής νεαρών ατόμων στο έγκλημα με την παραγωγή ασθενικών οργανισμών σε περίπτωση διατάραξης της «συμβίωσης» («symbiosis») και της «βιοτικής ισορροπίας» μέσα σε ορισμένο φυσικό περιβάλλον (π.χ. καχεκτικών φυτών που αναπτύχθηκαν σε κακό χώμα ή δεν τους παρείχαν επαρκή φροντίδα κ.λπ.). Τα στοιχεία αντλούνται από το βιβλίο του Σ. Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2004
4. C. Valier, Theories of Crime and Punishment, Harlow: Pearson Education, 2002.
5. C. Shaw, H. McKay, Juvenile Delinquency and Urban Areas, Chicago: The University of Chicago Press, 1969. Τα στοιχεία αντλούνται από τις ιστοσελίδες: www.crimetheory.com και www.csiss.org/classics
6. Cohen, Delinquent Boys: The Culture of the Gang, Glencoe, Illinois: The Free Press, 1955. Τα στοιχεία αντλούνται από τις ιστοσελίδες: http://en. wikipedia.org/wiki/Subculture_theory και www.britannica.com

Photo: Suzanne Stein