Μύθοι Ζώων: πρόσληψη και διαχρονικότητα από τον Αίσωπο μέχρι τον La Fontaine και τους επιγόνους του...




του Γιώργου Κατσαδώρου.

Οι μύθοι ζώων, το αρχαίο αυτό λογοτεχνικό είδος που από
νωρίς συνδέθηκε και με το όνομα του θρυλικού Αισώπου, αν και δεν απευθύνονταν αρχικά σε παιδιά, αποτέλεσαν από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα, με ιδιαίτερη, μάλιστα, παιδαγωγική αξιοποίηση, κυρίως λόγω της πλαστικότητας και της προσαρμοστικότητάς τους. 

Ο έμμεσος τρόπος έκφρασης, διδαχής, ακόμα και διαμαρτυρίας που διαθέτει το είδος, προσέφερε στους ικανούς χειριστές του τη δυνατότητα να προσεγγίζουν καίρια διάφορα ζητήματα διατηρώντας ταυτοχρόνως μιαν απόσταση ‘ασφαλείας’.

Ήδη από τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους, αλλά και κατά το Μεσαίωνα, οι μύθοι ζώων υπήρξαν δημοφιλέστατο λαϊκό ανάγνωσμα, με κυρίως διδακτικό χαρακτήρα. 

Ο Αιώνας των Φώτων τους έφερε ξανά στο προσκήνιο∙ κατά το τέλος του 17ου αιώνα άρχισαν να διεκδικούν δύο νέες λειτουργίες και να εκτιμάται ξεχωριστά η αξία τους: ως κοινωνικοπολιτική σάτιρα και ως τέχνη, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στη Γαλλία, ιδιαίτερα με τους μύθους του La Fontaine.

Τα 12 βιβλία του (Fables de La Fontaine, 1668-1694) εγκαινιάζουν μια νέα εποχή εκδόσεων και μελετών στην Ευρώπη με θέμα το μύθο ζώων. 

Ο ίδιος θεωρούσε το έργο του μετάφραση τμήματος του έργου του Φαίδρου, του απελεύθερου Ελληνορωμαίου που συνέθεσε στα Λατινικά πεντάτομη συλλογή έμμετρων αισώπειων μύθων στα χρόνια του Χριστού (Το έργο του αποτελεί την αρχαιότερη πηγή για τους μύθους του Αισώπου, καθώς μόνο σπαράγματα έχουν διασωθεί από την εποχή πριν τον Φαίδρο).

Οι μύθοι του La Fontaine περιείχαν κατά μεγάλο μέρος παραλλαγές της ‘αισώπειας’ παράδοσης και όχι μόνο καθιέρωσαν τον ίδιο ανάμεσα στους μεγαλύτερους λογοτέχνες της εποχής του αλλά και ανέδειξαν την ποιητική αξία του είδους, που έως τότε θεωρούνταν ‘κατώτερη’ ποίηση, με περιεχόμενο κυρίως διδακτικό ή και πολιτικό. Πολλοί κριτικοί είπαν για τον La Fontaine ότι συνδύαζε τις αρετές του Αισώπου και του Φαίδρου.

28075

Το 18ο αιώνα συντελέστηκε τo μεγαλύτερο μέρος εκδόσεων και αναθεωρήσεων των παραδοσιακών μύθων ζώων ∙ σχετιζόταν πάλι με τον Αίσωπο και διοχετευόταν μέσα από τον Φαίδρο και άλλους Λατίνους μυθογράφους. 

Πολλές από τις συλλογές προσπαθούσαν να εμφυσήσουν στα παιδιά αναγνώστες ηθικές αξίες, ενώ οι περισσότεροι από τους μυθογράφους ανέπτυσσαν και δημοσίευαν και θεωρίες για τους μύθους ζώων και δεν ήταν σπάνιοι και οι μύθοι που είχαν ως σκοπό να ακολουθήσουν, ακριβώς, μια συγκεκριμένη θεωρία. 

Αυτό οδήγησε και στη δημιουργία ‘μύθων’ για το πώς θα έπρεπε να γράφεται ένας μύθος.

Ο μύθος ζώων ωστόσο δεν είχε μόνο υποστηρικτές αλλά και πολέμιους, που δεν τον δέχονταν ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος και δεν αναγνώριζαν την παιδαγωγική του αξία, προτιμώντας ίσως τις ιστορίες που βασίζονταν στην ιστορική πραγματικότητα. 

Άλλοι πάλι, όπως ο Rousseau που άσκησε δριμεία κριτική στον La Fontaine, απέρριπταν την καταλληλότητα του μύθου ζώων για τα παιδιά, γιατί πίστευαν ότι αυτά δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την κατάλληλη επαφή με τον κόσμο ώστε να συλλάβουν το νόημά τους, ενώ οι μύθοι ζώων αποτελούσαν ένα αποτελεσματικό μέσο καθορισμού και αξιοποίησης των μαθημάτων που προέρχονταν αποκλειστικά από την εμπειρία, την οποία δεν είχαν ακόμα τα παιδιά.

Στην Αγγλία το είδος του μύθου ζώων θεωρούνταν αποκλειστικά παιδική λογοτεχνία, με σαφώς παιδαγωγικές προθέσεις, αλλά ανάξιο περαιτέρω ανάλυσης. 

Προς το τέλος όμως του 17ου αιώνα ξέσπασε μια «αισώπεια τρέλα», με την ευρεία κυκλοφορία φτηνών εκδόσεων που μόνο τυπικά περιείχαν τον Αίσωπο στον τίτλο τους. 

Οι περισσότεροι ωστόσο από τους μύθους αυτούς, αν και επηρεασμένοι από την καλλιτεχνική-ποιητική γραφή του La Fontaine, κινήθηκαν αρκετά στο πεδίο της πολιτικής επιχειρηματολογίας. 

Σημαντικότεροι εκπρόσωποι ήταν ο Sir Roger L’ Estrange και ο Samuel Croxall, ο οποίος επιχείρησε να αντικρούσει τις εκδόσεις του L’ Estrange, τόσο ως προς τις προσβλητικές, κατά το συγγραφέα, θέσεις κατά των Φιλελεύθερων όσο και ως προς τη λειτουργία τους που ερχόταν τάχα σε αντίθεση με την αρχική προέλευση του είδους.

8_uUz9P

Η μεγαλύτερη αντιπαράθεση σχετικά με τον αισώπειο μύθο όμως σημειώθηκε στη Γερμανία. Από το 1730 και έπειτα ξέσπασε ένας φιλολογικός ‘πόλεμος’ ανάμεσα στους οπαδούς δύο κατευθύνσεων που διαμορφώθηκαν: 

Από τη μία ο Johahn Christoph Gottsched, ο Ελβετός Jo-hann Jakob κ.α. θεωρούσαν το μύθο ζώων ένα εξαιρετικό εκπαιδευτικό εργαλείο και υιοθετούσαν αγγλικά λογοτεχνικά πρότυπα, ενώ αναγνώριζαν ως απαραίτητο συστατικό του μύθου ζώων το φανταστικό και μη πιστευτό στοιχείο. 

Από την άλλη, μία εξέχουσα πνευματική μορφή της εποχής, ο Gotthold Ephraim Lessing, εκπροσωπώντας το γερμανικό προτεσταντισμό, αναζήτησε την επιστροφή στο αισώπειο ‘πρωτότυπο’ και είδε το μύθο ζώων ως ένα καθαρά διδακτικό εργαλείο, απαλλαγμένο από κάθε μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας και βέβαια απέρριπτε την ποιητικότητα του La Fontaine. 

Ως αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής πολλοί μετέπειτα Γερμανοί κριτικοί διέκριναν τους αισώπειους μύθους σε «Lessingsche» (‘Λεσσινγκικούς’, θα λέγαμε, δηλαδή σύντομους, απλούς και άκρως διδακτικούς) και «Lafontainsche» (‘Λαφονταινικούς’, δηλαδή καλλιτεχνικούς). 

Οι απόψεις του Lessing βρήκαν ισχυρή αντίδραση από τους Ρομαντικούς, κυρίως τον Johann Georg Hamann και, ιδίως, τον Johann Gottfried Herder, για τον οποίον η παραπάνω αντιπαράθεση ήταν ενδεικτική της διαφοράς ανάμεσα στον νεοκλασικό άνθρωπο της λογικής και το ρομαντικό οπαδό των αισθημάτων και της έμπνευσης. 

Και ο Herder δημοσίευσε αρκετά άρθρα όπου υπερασπιζόταν τον La Fontaine απέναντι στους ‘αντικαλλιτεχνικούς’ ισχυρισμούς του Lessing, ενώ θέση έλαβε και ο Johann Wolfgang Goethe ο οποίος απέρριπτε τους αυστηρούς κανόνες στη δημιουργία μύθων ζώων και τους χαρακτήρισε έκφραση της λαϊκής σοφίας, με μάλλον ψυχαγωγική διάθεση.

Στην Ισπανία το ενδιαφέρον για τους μύθους ζώων εκδηλώθηκε προς το τέλος της εποχής του Διαφωτισμού, με κύριους εκπροσώπους τον Don Tomás de Iriarte και τον Pablo Forner (σατιρίζοντας τον Iriarte). Και εκεί μάλλον δημιουργήθηκαν δύο τάσεις, με τον πρώτο να εκπροσωπεί το Νεοκλασσικισμό και τον δεύτερο τον Προρομαντισμό.

Στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αρχίζει η κυκλοφορία μύθων ζώων με πολιτικό περιεχόμενο και στη Ρωσία, ενώ το 1805 ο Ivan Krylov, ο πιο γνωστός Ρώσος μυθογράφος, ξεκίνησε να μεταφράζει τον La Fontaine και, αργότερα, δημιούργησε και δικούς του μύθους, προσαρμοσμένους στη ρωσική κοινωνία της εποχής του.

0d3a8cf0

O αισώπειος μύθος γνώρισε μεγάλη άνθηση και την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, καθώς θεωρήθηκε καταλληλότατο παιδαγωγικό μέσο. Πολλοί συγγραφείς επιχείρησαν να διασκευάσουν και να τροποποιήσουν παλαιότερους μύθους ζώων (κυρίως του La Fontaine). 

Οι μύθοι του Αισώπου αποτελούσαν ένα ευχάριστο αλλά και διδακτικό ανάγνωσμα που απευθυνόταν σε κάθε ηλικία και ήταν κατάλληλο για διδασκαλία, καθώς συνδύαζε την ηθική διαπαιδαγώγηση με τη γνωριμία της αρχαίας κληρονομιάς. 

Τη σημασία και χρησιμότητα των αισώπειων μύθων ως παιδικού αναγνώσματος επεσήμανε το 1779 ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, που τους συνιστούσε, όπως ο Locke από τον οποίον επηρεάστηκε, ως το καταλληλότερο ανάγνωσμα για τη συγκεκριμένη ηλικία, στα πλαίσια και μιας γενικότερης τάσης της εποχής για εγκατάλειψη του σχολαστικού ηθικοδιδακτισμού και αναζήτηση πιο ευχάριστων και ελκυστικών διδακτικών κειμένων. 

Το 1810 Αδαμάντιος Κοραής εξέδωσε στο Παρίσι τη Μύθων Αισωπείων Συναγωγή, όπου προσέθεσε και 36 δικούς του. Επιπλέον παρέθετε, πέρα από πολλά σχετικά ιστορικά στοιχεία, και ‘αρχές’ συγγραφής μύθων ζώων. 

Ο σκοπός του συγγράμματος ήταν καθαρά διδακτικός• θεωρώντας τέχνη στην ειδική περίπτωση του μύθου το ψεύδος, ανέφερε ότι η φαινομενική αλήθεια των μύθων αυτών γεννάται πρωταρχικά από τη ρεαλιστική αναπαράσταση της φύσης και των ηθών του κάθε ζώου. 

Μάλιστα τοποθετούσε τους αισώπειους μύθους πρώτους στη συλλογή που έπρεπε να συσταθεί για τη διδασκαλία της ελληνικής παιδείας και γλώσσας. Εξέφραζε ακόμα και υπερηφάνεια που οι μύθοι αυτοί αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης μεγάλων πνευμάτων, όπως ο Φαίδρος και ο Λαφονταίν.

Οι μύθοι λοιπόν του La Fontaine φαίνεται ότι πολύ γρήγορα διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη κατά την περίοδο του Διαφωτισμού και επηρέασαν, άμεσα ή έμμεσα, σχεδόν όλη την ακόλουθη πορεία του είδους. Τόσο ώστε έφτασαν να θεωρούνται ενδεικτικοί της καλλιτεχνικής-ποιητικής γραφής του είδους, που τόνιζε περισσότερο την αισθητική απόλαυση παρά τη διδακτική διάθεση. 

Και το είδος αυτό, ως γνήσια λαϊκή λογοτεχνία ανεξαρτήτως προέλευσης ή σκοπού, συνέχισε να καλλιεργείται, να παραλλάσσεται και να μεταπλάθεται ώς και τις ημέρες μας, καθώς η ανάγκη της ψυχαγωγίας αλλά και της διδαχής του φαίνεται πιο απαραίτητη από άλλοτε.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η πατρότητα των μύθων ζώων αποδίδεται στον Αίσωπο, μια θρυλική μορφή, που φέρεται να έζησε τον έκτο π.Χ. αιώνα. 

Oι περισσότεροι μύθοι ζώων που μας παραδόθηκαν από την αρχαιότητα φέρουν το όνομά του, ίσως και λόγω της τάσης των αρχαίων Ελλήνων να έχουν έναν πρόχειρο εφευρέτη για κάθε πράγμα και συνήθεια. 

Ο χαρακτηρισμός αισώπειος (ή αισωπικός) αποτελεί φιλολογική επινόηση που σκοπό έχει να καταδείξει το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. 

Το πρόσωπο του Αισώπου, αν και υπάρχουν ‘προ-αισώπειοι’ αισώπειοι μύθοι, επιλέχθηκε μάλλον λόγω της μεγάλης του προσφοράς στο είδος. 
Βλ. σχετικά Christos A.Zafiropoulos, Ethics in Aesop’s fables: the “Augustana” collection, Leiden:Boston:Köln:Brill 2001,σσ. 11-12, 20.


Γιώργος Κατσαδώρος

O Γώργος Κατσαδώρος είναι επίκουρος καθηγητής λαογραφίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στρέφονται κυρίως γύρω από τη διάχυση του αισώπειου μύθου, την αξιοποίηση του λαϊκού πολιτισμού στην εκπαίδευση και την κυκλοφορία του στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις ή ως κριτής σε συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει δημοσιεύσει ή κρίνει άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά.