Η πέρδικα...


Από πάντα θαύμαζα τον πατέρα μου. Ήταν μία ευγενική παρουσία, που μας προστάτευε με στοργή και ηρεμία. Στο σπίτι ακουγόντουσαν περισσότερο οι φωνές της μητέρας μου, αλλά μόνο γιατί ο πατέρας μου, αν και τις περισσότερες φορές είχε δίκαιο, δεν ήθελε ωστόσο να της το επιβάλλει. Αφού εκτονωνόταν η μητέρα μου με τις φωνές, ερχόταν κάποια στιγμή που απλά παραδεχόταν το δίκαιο του πατέρα μου και έτσι αυτό γινόταν.

Ο πατέρας μου ήταν κυνηγός, όπως και όλοι οι άντρες του χωριού. Ήταν η εκτόνωσή τους, ή μάλλον καλύτερα το πάθος τους για το χειμώνα. Όταν μίλαγαν για τα κυνήγια τα μάτια τους λαμπύριζαν. Παντού υπήρχε μία ένταση, ένας μαγικός ηλεκτρισμός όταν λέγανε για το πώς πιάνανε τις θέσεις τους, πως τα σκυλιά αλύχταγαν οδηγώντας το θήραμα στη παγίδα, πόσα γουρούνια σκοτώσανε τότε, αίμα….., αίμα και δόξα πολλή.

Εγώ ωστόσο σιχαινόμουν τους σκοτωμούς, ριγούσα και εγώ μαζί με το κουνέλι που σφάδαζε λίγο πριν το γδάρουν, έκλαιγα μαζί με τη γίδα που έβλεπε το κατσικάκι της να πηγαίνει στο δήμιο, θρηνούσα μαζί με το γουρουνάκι που γοερά έσκουζε μπροστά στη σκηνή και την αιματοβαμμένη τυπική διαδικασία της εκτέλεσης του. Έτσι ήταν τα πράγματα όμως εάν θέλαμε να φάμε κρέας.

Στα ατέλειωτα παιχνίδια μας στο δάσος, ερωτεύτηκα την αίσθηση να περπατάς μέσα στα ελάτια. Εμείς τα αγόρια της παρέας φτιάχναμε σφεντόνες και μπαστούνια και παίζαμε πολέμους και κάναμε και εμείς προετοιμασία για το κυνήγι, όταν θα ερχόταν και εμάς η σειρά μας να γίνουμε και εμείς άντρες. Για τώρα αρκούμασταν να βλέπουμε τους πατεράδες μας να φεύγουν στη μέση της νύχτας, ώστε αξημέρωτα με την αυγή να είναι στις θέσεις τους.

Το απογευματάκι γυρίζανε και φωνές, γέλια, κρασί και ψητά σε κάθε σπίτι της γειτονιάς. Συνήθως δεν μαγειρεύαμε εμείς, για έναν λόγο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Πηγαίναμε σε άλλα σπίτια της γειτονιάς και ο πατέρας μου πάντα διακριτικός, έτρωγε και έπινε λίγο, τραγουδούσε με πάθος όμως και ήταν περιζήτητος σε κάθε σπίτι. Το γλέντι κράταγε όλη νύχτα και το πρωί πηγαίναμε για έναν γλυκό ύπνο. Ήταν οι καλύτερες μας μέρες.

Ώσπου ήρθε η μέρα που μπορούσα να κρατάω και εγώ όπλο νόμιμα, το πήρα με συγκίνηση και με άλλο αέρα τώρα έκανα τη βόλτα μου στο δάσος. Δεν ήθελα κάποιος να με θεωρήσει χαραμοφάη και αργόσχολο που κάνει βόλτες στο δάσος χωρίς λόγο. Εγώ ήμουν πια ένας κυνηγός και κουβαλούσα με καμάρι το όπλο μου. Δεν βιαζόμουν καθόλου ωστόσο να σκοτώσω το πρώτο μου θήραμα, το απέφευγα συστηματικά και προτιμούσα να φέρνω στη καρδιά μου την ηρεμία και την σιωπηλή ευτυχία που με γέμιζε μια βόλτα στα δασωμένα μονοπάτια.

Ένα πρωινό άκουσα πιο μακριά το γνώριμο κελάηδισμα μιας πέρδικας, μιας περδικομάνας που σαλαγούσε τα μικρά της. Οι σκέψεις σταμάτησαν, άκουγα μόνο τη καρδιά μου, καθώς τη πλησίαζα, αθόρυβος σαν φάντασμα. Αυτή η πέρδικα ήταν η αντρική μου χειραφέτηση, θα γινόμουν επιτέλους ίδιος με τον πατέρα μου! Καλυμμένος στο κορμό ενός έλατου σήκωσα αργά-αργά το όπλο μου, τη σημάδεψα…. μια τουφεκιά…. φτερά πέσανε ολόγυρα και τα περδικόπουλα ορφανά πια σκορπίσανε….

Η αντρική χειραφέτηση μου είχε κοστίσει ακριβά…. Χρειάστηκε να κάνω ένα θλιβερό πράγμα, έτσι όμως ήταν το καθήκον, έτσι είναι η ζωή…. Δεν ένιωθα υπερήφανος, αν και είχα ονειρευτεί πολλές νύχτες αυτή τη στιγμή…. Μάλλον λυπημένος ήμουν, και καταλάβαινα ότι το να κάνεις ότι κάνει όλος ο κόσμος, σίγουρα δεν είναι ο δικός σου δρόμος….  Περίμενα ότι αυτή η πέρδικα θα με έκανε σαν τον πατέρα μου, αλλά φοβόμουν ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα γινόμουν σαν αυτόν.

Έφτασα στο σπίτι μουδιασμένος. Θα δεχόμουν συγκαταβατικά τα συγχαρητήρια που θα μου έδιναν. Θα έκανα ότι χαιρόμουν με τον θαυμασμό τους, που ήμουν ένας κυνηγός, ένας άντρας πια που μπορεί να φέρνει κρέας στο σπίτι. Θα υποκρινόμουν, δεν ξέρω για πόσο, για μια εβδομάδα, ένα μήνα, μια ζωή ότι μου άρεσε αυτό που έκανα, θα αποκτούσα και εγώ οντότητα στις κυνηγετικές συζητήσεις στο καφενείο του χωριού. Αλλά αφού διαπίστωσα ότι δεν μου άρεσε να σκοτώνω, γιατί να το έκανα αυτό; Αλλά από την άλλη, είχα άλλο δρόμο;

Αμίλητος έδωσα τη νεκρή πέρδικα στη μάνα μου. Βουβή αυτή, τη πήρε μαλακά, κοίταξε τον πατέρα μου. Αυτός έσκυψε το κεφάλι….. βαριανάσαινε…. Κάτι τον απασχολούσε με ένταση….

- «Παιδί μου, κρίμα που τη χάλασες, είναι όμορφο πουλί…. στολίδι του δάσους….»

Τότε κατάλαβα μεμιάς, ότι δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα για να αποκτήσω τη αντρική χειραφέτηση και να γίνω σαν τον πατέρα μου…. Ήμουν ήδη, εδώ και πολύ καιρό, ακριβώς σαν αυτόν…..