Κείμενο: Νίκος Μέντζας
Πολιτικαντισμός… το ανάχωμα της υγιούς κοινωνίας, το καρκίνωμα της πολιτικής, ο μόνιμος διαφθορέας και υποκινητής της αντίδρασης… Ο πολιτικάντης, λόγω του αντικοινωνικού και χρησιμοθηρικού του χαρακτήρα δεν έχει πολιτικές ικανότητες. Συνεπώς, καθώς αισθάνεται ότι υστερεί, θεωρεί ότι περιτριγυρίζεται - διαρκώς - από “εχθρούς”. Κι όμως, παρόλη τους την ανεπάρκεια τέτοια πολιτικά κουφάρια καταφέρνουν όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά και να αναρριχώνται συνεχώς σε θέσεις εξουσίας˙ αυτό γιατί ο πολιτικαντισμός ήταν πάντα χρήσιμος όταν έπρεπε να ικανοποιηθούν συμφέροντα, είτε ίδια είτε αλλότρια. Το πάθος τους να βρίσκουν συνεχώς υπονομευτές είναι εκείνο που τρέφει την νοσηρότητα και την ζηλοφθονία τους και οι ίδιοι είναι ζωτικά συνδεδεμένοι με αυτό, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν την κοινωνική τους επιβίωση. Για να ευδοκιμήσει το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, απαιτείται έλλειψη αξιοπρέπειας, ήθους και - εν γένει - αξιακού συστήματος. Εκείνοι που έχουν το “χάρισμα” και το ασκούν δεν γνωρίζουν κόκκινες γραμμές, και πατώντας σε δυο βάρκες ταυτόχρονα είναι ικανοί να παρουσιάζουν το μαύρο ως άσπρο, ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο πολιτικάντης, δειλός ων, δίνει πάντα, χτυπήματα κάτω από την μέση και φυσικά, μη έχοντας το σθένος και την τόλμη, συνηθίζει να το κάνει δι’ αντιπροσώπων. Η πατρίδας μας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, βρίθει από τέτοια ιστορικά παραδείγματα που εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, πως εγκαθιδρύθηκε το καθεστώς της φαυλοκρατίας…
Ν. Σταματελόπουλος, Ο. Ανδρούτσος και Δ. Υψηλάντης |
Πολιτικαντισμός… το ανάχωμα της υγιούς κοινωνίας, το καρκίνωμα της πολιτικής, ο μόνιμος διαφθορέας και υποκινητής της αντίδρασης… Ο πολιτικάντης, λόγω του αντικοινωνικού και χρησιμοθηρικού του χαρακτήρα δεν έχει πολιτικές ικανότητες. Συνεπώς, καθώς αισθάνεται ότι υστερεί, θεωρεί ότι περιτριγυρίζεται - διαρκώς - από “εχθρούς”. Κι όμως, παρόλη τους την ανεπάρκεια τέτοια πολιτικά κουφάρια καταφέρνουν όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά και να αναρριχώνται συνεχώς σε θέσεις εξουσίας˙ αυτό γιατί ο πολιτικαντισμός ήταν πάντα χρήσιμος όταν έπρεπε να ικανοποιηθούν συμφέροντα, είτε ίδια είτε αλλότρια. Το πάθος τους να βρίσκουν συνεχώς υπονομευτές είναι εκείνο που τρέφει την νοσηρότητα και την ζηλοφθονία τους και οι ίδιοι είναι ζωτικά συνδεδεμένοι με αυτό, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουν την κοινωνική τους επιβίωση. Για να ευδοκιμήσει το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, απαιτείται έλλειψη αξιοπρέπειας, ήθους και - εν γένει - αξιακού συστήματος. Εκείνοι που έχουν το “χάρισμα” και το ασκούν δεν γνωρίζουν κόκκινες γραμμές, και πατώντας σε δυο βάρκες ταυτόχρονα είναι ικανοί να παρουσιάζουν το μαύρο ως άσπρο, ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο πολιτικάντης, δειλός ων, δίνει πάντα, χτυπήματα κάτω από την μέση και φυσικά, μη έχοντας το σθένος και την τόλμη, συνηθίζει να το κάνει δι’ αντιπροσώπων. Η πατρίδας μας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, βρίθει από τέτοια ιστορικά παραδείγματα που εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, πως εγκαθιδρύθηκε το καθεστώς της φαυλοκρατίας…
Το 1822 αρχίζει να διαφαίνεται η απαρχή
της διαμάχης μεταξύ των… “έγκριτων” πολιτικών (Φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες
κλπ.) και των οπλαρχηγών που είχαν αναδειχθεί από το κίνημα των
κλεφτών. Μαζί με τους πρώτους, και οι κοτζαμπάσηδες, έχοντας ως τελικό
στόχο την εδραίωσή τους στο προσκήνιο με όρους εξουσίας, αρχίζουν
συστηματικά να ραδιουργούν, επιδιδόμενοι στην λοιδορία και την
κατασυκοφάντηση των αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1821 είχε σταλεί από
τον Μοριά στην Ρούμελη ο Νικήτας Σταματελόπουλος, για να συναντήσει τον
Οδυσσέα Ανδρούτσο και από κοινού να εμποδίσουν τον Κιοσέ Σαλήμ Μεχμέτ
πασά και τον Ομέρ πασά Βρυώνη, που με 12000 τουρκικό ασκέρι κινούνταν
από την Φθιώτιδα προς την Λιβαδειά και την Θήβα με απώτερο προορισμό τον
Μοριά. Ο Ανδρούτσος με τον Νικηταρά δέθηκαν με αδελφικούς δεσμούς στα
πεδία των μαχών και βρήκαν πολλά κοινά σε θέματα ιδιοσυγκρασίας και
αντίληψης. Η αδελφική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο οπλαρχηγών θα
φαινόταν και αργότερα, όταν ο Νικηταράς θα συμπαραστεκόταν στον
Ανδρούτσο κατά την διάρκεια του διασυρμού του. Στις 20 Φεβρουαρίου του
1822, ο Νικηταράς θα σταλεί πάλι, μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη αυτή τη
φορά, στην Ανατολική Στερεά για να συναντήσει τον οπλαρχηγό της
Ρούμελης. Ο Υψηλάντης είχε εκλεγεί ομόφωνα, από τους οπλαρχηγούς, ως
αρχιστράτηγος των ένοπλων επαναστατών, απόφαση που ερχόταν σε σύγκρουση
με τις βλέψεις των πολιτικών προσωπικοτήτων, καθώς φοβούνταν ότι
εκείνος, με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ρούμελη θα αποκτούσε κύρος
και αίγλη, κοινωνικό έρεισμα. Ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Χέρσου
Ελλάδας, ένα βραχύβιο, τοπικό διοικητικό καθεστώς που συγκροτήθηκε σε
σώμα στην Άμφισσα, τον Νοέμβριο του 1821, φοβόταν επίσης ότι η παρουσία
του Υψηλάντη θα ενίσχυε τον Ανδρούτσο και τους άλλους οπλαρχηγούς της
Ρούμελης. Οι πολιτικάντηδες, μέσα στη μεγαλομανία και την έπαρση που
διέκρινε το φαντασιακό τους, είχαν συνυφάνει την μοίρα της πατρίδας με
την δική τους. Η κυβέρνηση, με Πρόεδρο του Εκτελεστικού τον Αλέξανδρο
Μαυροκορδάτο, Γραμματέα της Επικρατείας τον Θεόδωρο Νέγρη (ήταν επίσης
Μινίστρος των Εξωτερικών Υποθέσεων, Πρόεδρος του Συμβουλίου των
Μινίστρων και Πρόεδρος του Αρείου Πάγου) και Μινίστρο των Εσωτερικών και
- προσωρινώς - του πολέμου τον Ιωάννη Κωλέττη, προσπάθησε με κάθε τρόπο
να εμποδίσει την κοινή επιχειρησιακή δράση των τριών στρατιωτικών
ηγετών και γι’ αυτό προσπάθησε, σε συνεργασία με το υπόλοιπο σώμα, να
σπείρει την διχόνοια ανάμεσα τους. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης γράφει
χαρακτηριστικά, στα “Απομνημονεύματά” του:
“Οι
Αρειοπαγίται αντιπράττοντες εις την εκστρατείαν του Υψηλάντου καθ’
υπαγόρευσιν της Κυβερνήσεως, επειδή δεν τον μετακαλεί αυτή, εμποδιζομένη
υπό του βουλευτικού σώματος, προ πάντων κατώρθωσαν και ειδοποιήθη
πλαγίως ο φιλύποπτος Οδυσσεύς ότι ο σκοπός της εκστρατείας εκείνου (σ.
του Υψηλάντη) απέβλεπεν εις τον να τον δολοφονήση. Και ούτος τον
υποβλέπει και τον θεωρεί ως εχθρόν, και ίσως τον επιβουλεύει, έως ότου
εξηγείται με αυτόν, μεσιτεύσαντος του Νικηταρά, προς τον οποίον δίδει
όλην την πίστιν˙ ότε και Λεβαδεύς τις εκ των εν τοις πράγμασι, φίλος
του, λαβών άδειαν ολίγων ημερών δι’ οικείαν δήθεν υπόθεσιν, μετάβη εις
την ανατολ. Ελλάδα και επληροφόρησε τον Οδυσσέα περί της διαβολής, και
τότε αποβάλλει όλως διόλου τας υπονοίας.”
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, στα “Απομνημονεύματά” του, δίνει μια περιγραφή της συνάντησης των τριών στρατιωτικών, στην Ρούμελη:
“Το
1822, τον Φλεβάρη μήνα, οι Ρουμελιώτες βιάζαν τους Πελοποννήσιους να
βγούνε εις την Ρούμελη να συναγωνιστούν μαζί, οτ’ ήταν πολλοί οι Τούρκοι
και ήρθε και ο Δράμαλης εις το Ζιτούνι με μεγάλη δύναμη. Τότε διατάττει
η διοίκηση τον Νικήτα Σταματελόπουλο μ’ ένα σώμα να βγει εις την
Ρούμελη οπούναι ανάγκη. Ο Υψηλάντης ήταν μέλος της Κυβερνήσεως αφού είδε
τα αιστήματά τους ολουνών αυτηνών οπού κυβερνούσαν, κι ως άνθρωπος με
συνείδησιν (έπαθεν δια την λευτεριάν και αυτό το σπίτι όλως διόλου)
έβλεπε τους συντρόφους του γιομάτους κακία και πάθη και ιδιοτέλειαν και
αναντίον της αρετής˙ ό,τι άνθρωπος κι αν έρχονταν να υπηρετήση την
πατρίδα του, πολιτικός, στρατιωτικός, θρησκευτικός, αυτήνοι τον
πολεμούσαν δια το έτσι θέλω - αποφάσισε λοιπόν δι’ αυτά όλα να παραιτηθή
ο Υψηλάντης από την Κυβέρνησιν και μαζί με τον Νικήτα να πάνε εις την
Ρούμελη, να σμίξουν και τον Δυσσέα, να κουβεντιάσουνε και μ’ άλλους
αρχηγούς της Ρούμελης, ν’ αγωνιστούν συνφώνως δια την πατρίδα, να μην
κιντυνέψη και χαθή αδίκως. Στους συντρόφους του η απαραίτηση του
Υψηλάντη και να πάει εις το στρατόπεδον δεν τους άρεσε, να μην τύχη και
δοξαστή αυτός και μαρτυρήση και τους καλούς τους σκοπούς οπούχαν διά την
πατρίδα και κατεξοχή δια το στρατιωτικόν. Διά όλα αυτά, να μην ‘πιτύχη ο
Υψηλάντης λένε του Νικήτα και τον βάνουν σε σύλογα˙ "Τώρα οπού θα βγής
έξω με το σώμα σου, να μην πάρεις και τον Υψηλάντη μαζί σου, ότι θα
ειπούνε οι άνθρωποι εις την Ρούμελη ότι ο Υψηλάντης είναι αρχηγός κ’
εσύ εις την οδηγίαν αυτεινού και χάνεις την υπόληψη σου”. Ο Νικήτας,
αγαθός πατριώτης, δεν τους άκουσε˙ ενώθη με τον Υψηλάντη κ’ εβήκαν μαζί
εις την Ρούμελη. Σαν δεν πέτυχαν τον σκοπό τους οι καλοί πατριώτες να
τους διαιρέσουνε, γράφουν ένα γράμμα του Δυσσέα και του λένε˙ “Ο Νικήτας
κι ο Υψηλάντης ενώθηκαν οι δυο κ’ έχουν ένα σώμα κ’ έρχονται αναντίον
σου να σε βαρέσουνε, να μείνουν αυτείνοι εις το ποδάρι σου”. Αφού πήγαν
εις Ρούμελη, έγραψε ο Δυσσέας και τους έβαλαν σ’ ένα χωριόν μακρυά απ’
αυτόν. Ύστερα τους παράγγειλε να πάνε προς αντάμωσιν του μ’ ολίγους
ανθρώπους. Αφού ανταμώθηκαν οι τρεις, τους λέγει˙ “Εσένα Υψηλάντη δεν σε
γνωρίζω. Καθώς μου γράφουν οι φίλοι, αν είστε τοιούτοι, φευγάτε να μην
σκοτωθούμε αναμεταξύ μας αδίκως˙ αν είστε φίλοι μου και φίλοι της
πατρίδος, ελάτε να φιληθούμεν και να γενούμεν αδέλφια, ν’ αγωνιστούμεν
δια την πατρίδα μας, ότι κιντυνεύει”. Έβγαλε ο Δυσσέας το γράμμα του και
τους έδειξε, οπού τόγραφαν αναντίον τους. Έβγαλε κι ο Νικήτας το δικόν
του, είπε κι ο Υψηλάντης τον πατριωτισμόν τους, των κυβερνήτων μας.
Πιάστηκαν και οι τρεις και φιλήθηκαν κι ορκίστηκαν να είναι αχώριστοι
δια το καλό και στερέωσιν της πατρίδος˙ ν’ αγωνιστούνε δι’ αυτείνη και
να ενωθούν και με τους άλλους. Και τους παράγγειλαν ολουνών των αρχηγών
ν’ ανταμωθούν σ’ ένα μέρος να μιλήσουνε και να ενωθούνε και να κινηθούν
αναντίον των Τούρκων.“
Η αλήθεια είναι ότι οι κυβερνητικοί
είχαν φροντίσει να δυναμιτίσουν την κατάσταση και να εντείνουν το
αίσθημα της καχυποψίας μεταξύ των αγωνιστών. Έτσι, η πρώτη συνάντηση
μεταξύ Ανδρούτσου και Υψηλάντη έγινε σε ψυχρό κλίμα. Όπως γράφει ο
λογοτέχνης και ιστοριοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας στο εγκυκλοπαιδικό
περιοδικό του 19ου αιώνα "Χρυσαλλίς” (Τόμος Γ’, σελ. 225), “η συνάντησις των δυο ανδρών εγένετο εις Παλιοχώρι της Δωρίδος, ψυχροί δε λόγοι αντηλάγησαν μεταξύ αυτών”. Ήταν
τέτοια δε η ανηθικότητα και η αδιακρισία του Κωλέττη που, πριν τον γάμο
του Υψηλάντη με την Μαντώ Μαυρογένους, φρόντισε να διαβάλει την
αγωνίστρια στα μάτια του στρατιωτικού, με αποτέλεσμα εκείνος να αθετήσει
την υπόσχεση του.
Τον Απρίλιο του 1821, κατά την διάρκεια
της Μάχης της Αγίας Μαρίνας, ο Ανδρούτσος ενημέρωνε με επιστολές τον
Άρειο Πάγο και μάταια ζητούσε την αποστολή τροφίμων και εφοδίων, καθώς
το τουρκικό ασκέρι ήταν πολυάριθμο και η μάχη μαινόταν μέχρι τα μέσα του
μήνα. Ακόμα και οι προσπάθειες του Νικηταρά, μέσα από επιστολές δεν
ευόδωσαν:
“Σεβαστέ Άρειε Πάγε,
Την
ιδίαν ώραν να προφθάσετε ψωμί ή αλεύρι και σφαχτά δυο τρεις χιλιάδες
και τζεπχανέν, και πέρα είναι φωτιές, να στείλετε αν είναι ασκέρι, να το
στείλετε, τι κάθεστε, ή κάμετε κουμάντο ή το ασκέρι έχει απόφασιν να
ριχθή εις εσάς. Έχω τόσες ημέρες οπού σας γράφω τόσα γράμματα και τίποτε
δεν κάμνετε, μην κάθεστε και μας δίδετε ευχές, ότι πέρνομεν τον κόσμον
εις τον λαιμόν μας, αυτού στέλλω και τον Λάππαν και σας λέει στοματικώς.
Γράψτε και των πέρα καπεταναίων τι κάμνουν. Οι Τούρκοι επλάκωσαν όλοι
εδώ και εκείθεν είναι άδειος ο τόπος. Κονταχτζίδες και γιατρούς όθεν
είναι, να τους μάσετε. Ότι το στράτευμα είναι χωρίς κονταχτζίδες και
εχάλασαν τα τουφέκια τους, τον Κούρταλη να φέρετε, δεν ημπορώ πλέον άλλα
να σας γράψω.
1822 απριλίου 4 αγιαμαρίνα
Οδυσευς αντρητζου
Νικήτας Σταματελόπουλος
Εκατόν
τζαπιά και εκατόν φτυάρια, όθεν τα μπιτίσετε, μπιτίσετε τα και στείλετε
μου, ότι μας είναι πολύ αναγκαία˙ τα καράβια τα τρικεργιώτικα και
λιμνιώτικα όλο πορδές είναι˙ επροχθές ευθύς οπού άκουσαν τα κανόνια
ευθύς ετράβηξαν έξω˙ δια τούτο αμέσως να στείλετε να μας έλθη το καράβι
του καπετάν αλέξανδρου και αν κάμη χρεία ας υπάγη ένα από ετούτα.”
Ο Μακρυγιάννης αφηγείται σχετικά με την
στάση των πολιτικάντηδων, οι οποίοι προτιμούσαν να χαθεί η μάχη, παρά να
τονωθεί το γόητρο των Ελλήνων αγωνιστών - και κυρίως του Οδυσσέα
Ανδρούτσου:
“Αφού είδαν όμως οι Τούρκοι αυτείνη την αδιαφορία εκεινών στο Πατρατζίκι (σ. Υπάτη)
και την διχόνοιαν, λίγη προσοχή είχαν εκεί˙ κι ο πόλεμος πεισματώδης,
νύχτα και ημέρα πολεμούσαν εις Αγιαμαρίνα˙ κι αφανίστηκαν οι άνθρωποι
από τον σκοτωμόν του ντουφεκιού και γρανάτων˙ και καταπληγώθηκαν και
γιατρόν δεν είχαν˙ και ταίνιασαν (σ. εξαντλήθηκαν) από
την πείνα. Μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κι έτρωγαν δεκαφτά μερόνυχτα.
Είχαν τον Άρειον Πάγον να τους προμηθεύη τ’ αναγκαία του πολέμου κι
αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τα καράβια κ’ έτρωγαν κ’ έπιναν, κ’
εκείνους οπού κιντύνευαν δια την πατρίδα τους προμήθευαν διχόνοιαν και
διαίρεσιν αναμεταξύ τους. Αφού τ’ ασκέρια είδανε οπού λαβώνονταν οι
άνθρωποι και πέθαιναν αδίκως, και νηστικοί και διψασμένοι, αγανάχτησαν
αναντίον των αρχηγών τους, οπού τους πήγαν εις το μακελλειό χωρίς
καμμίαν ετοιμασίαν, και τους βιάσανε είτε να τους πάνε φελούκες να
μπαρκαριστούν, είτε να φύγουν με γερούσι της στεργιάς. Παραγγέλνει αυτό ο
Δυσσέας τ’ Αργειοπάγου, δεν του αποκρίνονται τίποτας, αλλά φώναξε τους
καραβοκυραίους ο Άργειος Πάγος και τους λέγη να μην πλησιάση κανένας με
φελούκα εις τ’ ορδί - και ας χαθούνε όλοι.”
Όπως γράφει ο ιστοριοδίφης Γιάννης
Βλαχογιάννης στο έργο του “Αθηναϊκόν Αρχείον”, ο υπασπιστής του
Ανδρούτσου, Αντώνιος Γεωργαντάς, θυμόταν ότι“μείναντες
δε οι Έλληνες εις την θέσιν αυτήν ως έγγιστα 20 ημέρας, προ τριών
ημερών είχαν παύση παντός είδους τροφής και μόνον ολίγον καλαμπόκι, το
οποίον μη έχοντες μέσα να το κάμωμεν άλευρον, ούτε αγγεία να το
βράσωμεν, εμοίραζεν ο Οδυσσεύς μόνος του καθ’ ημέραν εις τον καθέναν ανά
80 δράμια εκ του καρπού αυτού, τον οποίον οι Έλληνες κατώρθωναν να
μουσκεύουν εις ύδωρ, αλλά ούτε άλας δεν είχον τουλάχιστον να του
ρίπτουν”.
Ο Ιωάννης Κοντάκης, φιλικός και αγωνιστής, επιβεβαιώνει στα “Απομνημονεύματά” του την στάση των πολιτικών:
“Ο
μεν Οδυσσεύς και Νικήτας ωχύρωσαν την θέσιν της Αγίας Μαρίνας, οι δε
εχθροί τους επλησίασαν και τους επολιόρκησαν στενά διά ξηράς μη έχοντες
ουδεμίαν άλλην τροφήν, πλην αραβοσιτίων εις την τσόλα των, από τα οποία
έψηναν και έτρωγαν δι’ ημέρας ολόκληρους δεκα επτά, ο δε Άρειος Πάγος
ουδέ τα πλοία άφινεν να τους πλησιάσουν, ουδέ τροφάς τους έδιδε, αλλά
τους επρότρεπαν διά να τραβήξουν εις τα βουνά, πράγμα το οποίον, αν το
έκαμναν, ήθελε προξενήσει τον τέλειον αφανισμόν εκείνου του στρατού. Εις
τας δεκα οκτώ ημέρας απεφάσισεν ο πλοίαρχος Βισβίζης διά να πάρουν εις
τα πλοία το στράτευμα μη δίδων πλέον ακρόασιν εις τας παθητικάς ορέξεις
των Αρειοπαγιτών, και ούτως νυκτός, χωρίς να εννοήσωσιν οι εχθροί,
επεβιβάσθησαν όλοι οι στρατιώται εις τα πλοία βάλλοντες φωτιάν εις τα εν
τη Αγία Μαρίνη υπάρχοντα οικήματα και κατεκάγησαν.”
Τελικά η μάχη της Αγίας Μαρίνας κατέληξε
σε ήττα για την ελληνική πλευρά, αποτέλεσμα στο οποίο συνέβαλαν
αποφασιστικά οι πολιτικάντηδες και ο Άρειος Πάγος. Παρόλα αυτά, η
αλαζονική τους θέση εντάθηκε και με μια γεμάτη επιπλήξεις επιστολή προς
τον Ανδρούτσο. Όπως γράφει ο Σπηλιάδης:
“Γράφοντες
πρός τον Οδυσσέα, τον κακίζουσι˙ διότι δεν ενίκησαν ατύχως οι Έλληνες
απειράριθμους εχθρούς και τον λέγουσιν άνανδρον, εν ω δεν γνωρίζουσιν
ούτε τι εστί πόλεμος, ούτε τι εστίν ανδρία˙ και αυτός, όστις εί’ ο
περίφημος διά την ανδρίαν του και την περί τα πολεμικά ικανότητά του
Οδυσσεύς Ανδρούτσου καταφρονεί τοιαύτην διοίκησιν, επεμβαίνουσαν εις
ό,τι δεν την ανήκει, και τρόπον τινά μη αναγνωρίζω αυτήν, την επιστρέφει
το δίπλωμα της χιλιαρχίας του. Και όμως ο Οδυσσεύς είναι πραγματικώς
αρχιστράτηγος, και δεν είχεν ανάγκην διπλώματος χιλιαρχίας, δια να
πολεμήση τους Τούρκους επομένως θα τους πολεμήση και άνευ διπλώματος.
Αυτός ότε ο Νέγρης τον είπε ότι θα τον διώριζε χιλίαρχον, διά να τον
δείξη τάχα ευεργετικήν διάθεσιν, αυτός τον απεκρίθη, πικρώς
ειρωνευόμενος: Θα σε διορίσω και εγώ εκατόνταρχον.”
Ο Υψηλάντης, βλέποντας την απάντηση του Άρειου Πάγου προς τον Ανδρούτσο, τού απάντησε, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη: “Εγώ
σου τα είπα όλα, όταν σμίξαμε˙ αυτά έβλεπα οπού 'νεργούσαν μέσα εις την
Κυβέρνησιν, οπού ήμουν μέλος κ’ εγώ, και σηκώθηκα κ'έφυγα κ’ ήρθα ν’
ανταμωθούμε όλοι μαζί να δουλέψωμε πιστά, ίσως και σώσουμε την πατρίδα,
ότι κιντυνεύει από 'μας τους ίδιους και θα χαθή κατά τον πατριωτισμόν
οπού δείχνεται εις τους αγωνιστάς και εις τους τίμιους ανθρώπους.”
Ι. Κωλέττης και Α. Μαυροκορδάτος |
Ο Μακρυγιάννης κάνει μια μικρή αναφορά στα πρότερα βήματα του Κωλέττη, αλλά και στον καιροσκοπικό χαρακτήρα του:
“Σ’
αυτά όλα έφταιγε ο Κωλέττης. Από τον Αλήπασσα - ήταν γιατρός του
Μουχτάρπασια - γνώριζε τον Δυσσέα τι νου είχε˙ ήταν ο καλύτερος απ’
όλους τους άλλους στρατιωτικούς. Δεν μπορούσε να τον παίξη αυτόν ο
Κωλέτης. Κ’ ήθελε να τον βγάλη από τη μέση και να κάμη τους δικούς του
σκοπούς. Ο Κωλέτης είναι από τους Καλαρρύτες. Όταν χαλάστηκαν οι
Καλαρρύτες από τους Τούρκους πέρασε από το Γώγο κι αλλουνούς αρχηγούς
της δυτικής Ελλάδος και πήρε συστατικά εις την Κυβέρνησιν˙ ότι γνωρίζαμε
αυτόν και τον κάναμε αντιπρόσωπο μας. Οι Πελοποννήσιοι και οι άλλοι
άμαθοι και άπραγοι στα πολιτικά, τότε αυτός, πανούργος, ενώθη με τους
ξεκλησμένους (σ. διεφθαρμένους) ανθρώπους
κ’ έπαιξε την πατρίδα όπως ήταν η όρεξη του. Μαθητής των Τούρκων και
κατεξοχή του τυράγνου Αλήπασσα, τέτοια φώτα σαν εκείνου θα δώση εις την
πατρίδα και τέτοια έργα να 'νεργήση. Όταν κιντυνεύει η πατρίς, αυτός
κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους, τους κατατρέχει αυτός και οι φίλοι
του, οπούναι Αργειοπαγίτες. Ότι ο Δυσσέας δεν τον γνώριζε ως
πληρεξούσιον κι όποιον κεντρί τον αγκυλώση - εκείνο τήραγε κι ο Κωλέτης
να ξερριζώση˙ τους άλλους τους γέλαγε με κούφια καρύδια - λόγια παχειά˙
και με λιθάρια στον τουρβά τους ανάπευε.”
Στις 26 Απριλίου, ο Άρειος Πάγος στέλνει
μια κατάπτυστη επιστολή (που παραθέτει ο Ιωάννης - Γενναίος -
Κολοκοτρώνης στα “Ελληνικά Υπομνήματα”) στον Νικηταρά, με σκοπό να τον
προσεταιριστεί και να τον πείσει να συνεργαστεί με τους νεοδιορισμένους
στην θέση του Ανδρούτσου: Τριανταφύλλου, Σταμούλη και Λάππα. Στην ίδια
επιστολή, αλλού εκθειάζουν - με σκοπιμότητα - τις ικανότητες και τον
χαρακτήρα του “γενναιότατου” πατριώτη ενώ προσπαθούν να διαβάλουν και να
συκοφαντήσουν τον Ανδρούτσο, και αλλού του κουνάν το δάχτυλο, με
διάθεση πατρικού συνετισμού. Βασικό μέλημά τους ήταν να καλλιεργήσουν
αισθήματα ζηλοφθονίας μεταξύ των δύο πατριωτών. Βεβαίως, για τους
πολιτικάντηδες δεν μετρούσε ούτε ο πατριωτισμός, ούτε οι αγνές
προθέσεις. Το μόνο που ήξεραν να κάνουν ήταν να μοιράζουν βαθμούς και,
με φανφάρες, να μιλούν για την πατρίδα και τα ιδανικά. Η όλη τους
σκοπιμότητα γύρω από το ζήτημα των πολεμικών επιχειρήσεων και των
αγωνιστών που θα έπαιρναν μέρος σε αυτές, ήταν να φέρνουν εις πέρας (οι
αγωνιστές) λίγο - λίγο τις υπηρεσιακές αποστολές και, αναλώσιμοι ως
ήταν, να αντικατασταθούν από άλλους, και οι άλλοι από τους επόμενους, σε
μια υποσκάπτουσα αλυσίδα που θα κατέληγε να αναδείξει τους “μεγάλους
πολιτικούς ηγέτες” σε σωτήρες του έθνους! Όποιος ήταν άξιος και ικανός,
έπρεπε να φιμωθεί, να αποθαρρυνθεί και να περιθωριοποιηθεί, με
οποιονδήποτε τρόπο. Οι ίδιοι βεβαίως ενεργούσαν ως ελέω Θεού
“αυθεντίες”, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Αλλά, στο κάτω κάτω, αυτό γινόταν
“για το συμφέρον της πατρίδας”…
“Γενναιότατε Κ. Νικήτα Σταματελόπουλε!
Ελάβαμεν
το από Βελίτζαν γράμμα σου, εν ω είδομεν να μας γράφεις ότι καθώς
ηκούσθη η παραίτησις του Οδυσσέως, το στράτευμα όλον εσκορπίσθη τόσον το
εδικόν του, όσον και το Μωραϊτικον˙ αυτό το γράμμα σου μας εκίνησεν εις
θαυμασμόν, πλήν πάλι συνήλθομεν συλλογισθέντες, ότι οι γενναίοι άνδρες
είναι φυσικά απλοϊκοί και ευεξαπάτητοι, και αφού συναρπασθώσιν ή
απατηθώσιν μιαν φοράν, επιμένουσι διά παντός εις την αυτήν απάτην, εάν
δεν προλάβη μια φιλική συμβουλή να την αναιρέση˙ διά τούτον εκρίναμε
εύλογον ν΄αποκριθώμεν και να σε συμβουλεύσωμεν πατρικώς τα συμφέροντα,
όντες βέβαιοι, ότι γράφομεν εις άνδρα γενναίον και τιμιώτατον, και ότι
θέλει κρατήσει μυστικά τα όσα του γράφομεν.
Κύριε!
η παραίτησις του Οδυσσέως προήλθεν από λόγου του˙ ο ίδιος μας έγραψεν,
ότι παραιτείται, διότι θέλει να τραβηχθεί εις το σπίτι του, και να
διορίσωμεν άλλον εις την δηγίαν του στρατεύματος το στράτευμα δεν είναι
εδικόν του, αλλ’ είναι του γένους˙ δεν εσκορπίσθη διά την παραίτησιν το,
αλλά διά την συμφοράν όπου το ηκολούθησεν εις την Αγία Μαρίναν˙ μάλιστα
το στράτευμα είναι αγανακτισμένον εναντίον του, και αποδίδει την αιτίαν
της συμφοράς εκείνης εις την άτολμον στρατηγίαν του, καθώς εκ συμφώνου
και το Μωραϊτικον στράτευμα˙ η προαίρεσις του Οδυσσέως ίσως είναι καλή
και επιθυμεί να ωφελήση το γένος του, αλλ’ η κακή τύχη τον κατατρέχει
και εναντιούται εις τα στρατηγήματά του˙ το δε ελάττωμα είναι οπού χάνει
την ευκαιρίαν των πράξεων και την ακμή του καιρού εις το να κομπασάρη
ατελεύτητα, να μην επιχειρή εις τίποτε, και ύστερον μετανοεί ανωφέλευτα.
Ίσως
αυτή η συνείδησις τέλος πάντων τον έτυψε και διά τούτο απεφάσισε να
παραιτηθή και από το αξίωμα του και από τον πόλεμον, γνωρίζοντας το
ελάττωμα του, αλλά και ολέθρια τα στρατηγήματα του εις Λεβαδίαν, εις
Θήβας, εις Αθήνας, εις Εύριπον και τώρα κακή τύχη εναντίον του
Ζητουνίου˙ όθεν η παραίτησις του (εάν δεν ήναι καθ’ υπόκρισιν) θέλει
γίνει ωφελιμωτάτη και εις αυτόν τον ίδιον και εις το Ελληνικόν γένος.
Λοιπόν αδελφέ Γενναιότατε σε συμβουλεύομεν ν’ αγαπάς μεν τον Οδυσσέα,
περισσότερον όμως ν’ αγαπάς το συμφέρον του γένους και της πατρίδος, και
να έχης πάντοτε προ οφθαλμού τούτο το απαραίτητον ιερόν χρέος σου˙
ημείς σε βλέπομεν τόσον ενθουσιασμένον ις την φιλίαν του Οδυσσέως, όπου
ελησμόνησε πως είσαι στρατηγός των Πελοποννησιακών στρατευμάτων, και
γράφεις ότι εσκορπίσθη και το Μωραϊτικον στράτευμα εκ της παραιτ'ήσεως
του Οδυσσέως, ωσάν να ήτον αυτός ο στρατηγός του και η γενναιότης σου ο
σημαιοφόρος. Η φιλία του γενναίου και φιλογενούς ανδρός πρέπει να έχη τα
όρια της. Η γενναιότης σου αφού τιμάς την φιλίαν του Οδυσσέως, πρέπει
να αναλάβης τα γενναία φρονήματα σου, να φροντίσεις εις τον ναφυλάξεις
την καλήν υπόληψιν σου, και τον έπαινον των παρελθόντων κατορθωμάτων˙
συλλογίσου, ότι ήλθες τόσην μακράν οδόν, και δοκιμάζεις τόσας
ταλαιπωρίας, όχι διά να φιλιωθής με τον Οδυσσέα, αλλά διά να
κατατροπώσης τους εχθρούς, εις τούτον τον ιερόν αγώνα οπού
επεχειρίσθημεν, και να δοξασθής με λαμπράς νίκας και εις την Ανατολικήν
Ελλάδα και εις την Πελοπόννησον. Αυτά οπού σου γράφομεν δεν σε τα
γράφομεν ημείς, αλλά η πατρίς και το γένος˙ και ως φιλόπατρις και
φιλογενής οπού είσαι πρέπει να τα ακούσης με σέβας και να ενεργήσης με
ζήλον˙ όθεν αδελφέ πάσχισαι να συνάξης και να εμψυχώσης το
διεσκορπισμένον στράτευμα˙ τούτο είναι χρέος άξιου στρατηγού˙
εισακούσθητι, ενώθητι με τους άλλους στρατηγούς˙ και ο Θεός θέλει
ευοδώσει τα κινήματα σας και θέλει μας βοηθήση διά να εξαλείψωμεν την εκ
της ήττης αδοξίαν οπού εδοκιμάσαμεν. Υγίαινε.”
Ο Νικηταράς στέλνει ως απάντηση μια
επιστολή που σίγουρα θα αντιμετωπίστηκε με οργή, ειρωνεία και απαξίωση
από τους παραλήπτες, αλλά, που δικαιώνει τη φήμη του ως αγνού, ατρόμητου
και ανιδιοτελή πατριώτη:
“Σεβασμιώτατοι άρχοντες Αρεοπαγίται!
Εδιάβασα
το γράμμα σας και είδα τα όσα με γράφετε˙ εγώ το γένος μου το τιμώ και
το αγαπώ και διά την ελευθερίαν του καθ’ ημέραν θυσιάζομαι˙ τιμώ και
σέβομαι και τον Άρειον Πάγον και κάθε καλήν διοίκησιν του έθνους μου˙
λέγω όμως την αλήθειαν, ως ελεύθερος Έλληνας και καλός πατριώτης. Ο
Άρειος Πάγος δεν εφέρθη καθώς έπρεπεν εις τας περιστάσεις μας, πρώτον
δεν έπρεπε να δίδη πολεμικάς προσταγάς, ωσάν να ήταν διωρισμένος
στρατηγός επάνω μας ημείς οπού επολεμούσαμεν, οπού εβλέπαμεν τας
δυνάμεις των εχθρών και την κατάστασιν του στρατεύματος μας, εκρίναμεν
εύλογον να το τραβίξωμεν διά να μην χαθή˙ ο Άρειος Πάγος δεν έπρεπε να
εναντιωθή εις τούτο και να προξενήση τόσην ταραχήν και παράπονα˙ αν το
τράβιγμα του στρατεύματος έγεινε κακά, την κρίσιν δεν έπρεπε να την
κάμνη ο Άρειος Πάγος, αλλά η διοίκησις του έθνους ημπορούσε να διορίση
άλλους στρατηγούς να εξετάσωσι, και να κρίνωσι το πράγμα˙ η δουλειά του
Άρειου Πάγου ήτον και είναι, όσον αφορά τα πολεμικά, να προνοή τας
ζωοτροφίας και τα εφόδια, δεύτερον όταν ο Οδυσσεύς έστειλε την
παραίτησιν του ο Άρειος Πάγος έπρεπε να δείξη πολιτικόν, και να στοχασθή
τας περιστάσεις, και να ειρηνεύση το πράγμα, αν είχε και άδικον ο
Οδυσσεύς, και όχι να αρπάζη την παραίτησιν του και να τον θεατρίζη εις
τον κόσμον ωσάν ένοχον˙ εγώ εδούλευσα και εις τας Ευρωπαϊκάς Διοικήσεις,
πουθενά όμως δεν είδα ν’ ανακατώνωνται εις τα πολεμικά με τέτοιον τρόπο
οι πολιτικοί, και να καταδικάζουν έτζι τους αξιωματικούς˙ πλήν
περισσότερον δεν έπρεπε να φερθήτε η ευγένεια σας έτζι εις τας παρούσας
περιστάσεις του γένους, οπού χρειάζεται εσωτερικήν ειρήνην και όχι
φατρίας και ταραχάς˙ ηξεύρω, ότι το στράτευμα είναι του γένους, η οδηγία
όμως του στρατεύματος είναι του Αρχηγού, και όταν μένη χωρίς αρχηγόν,
σκορπίζει, καθώς και ένα καράβι, όταν μένη χωρίς καραβοκύρην, τζακίζεται
και πνίγεται˙ το πλέον λυπηρόν, άρχοντες, είναι, οπού αντί να ζητήτε
τώρα ως φρόνιμοι διόρθωσιν του κακού, εσείς ζητείτε να το γαγγραινάρετε˙
εγώ αν έχω γενναία φρονήματα, και ως φίλος και ως φιλογενής, και αν έχω
καμμίαν υπόληψιν εις το γένος μου, αφήσατε με παρακαλώ να φυλάττω τα
γενναία μου φρονήματα και της φιλίας και της φιλογενείας και να χαίρωμαι
την μικράν ταύτην υπόληψιν˙ μένω δε μ’ όλον το ανήκον σέβας.
27 Απριλίου 1822. Εκ Βελίτζης.
Ο πατριώτης
Νικήτας Σταματελόπουλος”
Ο Άρειος Πάγος προσπάθησε να χρηματίσει,
να εκβιάσει και να δελεάσει με διάφορους τρόπους τον Νικηταρά. Ο ίδιος
αναφέρει στα απομνημονεύματά του, τα οποία επιμελήθηκε ο Γεώργιος
Τερτσέτης, πως του έγινε προσέγγιση με σκοπό την δωροδοκία, ώστε να
προβεί στην δολοφονία του Ανδρούτσου: “Ένας
Αρειοπαγίτης μου λέγει διά να σκοτώσω τον Οδυσσέα! Πρωτύτερα μου είχε
στείλει η διοίκησις έναν Γραμματικόν. Τον παίρνω με την κουμπούρα.
Έγραψαν του Γέρου διά τα τρέχοντα ότι η Διοίκησις θέλει να σκοτώσει
μερικούς… Επήγε ο Οδυσσέας εις το Δαδί˙ εγώ ήμουν εις το Καστράκι.”
Ο Μακρυγιάννης, με το γλαφυρό και αποκαλυπτικό του ύφος, δίνει την περιγραφή των γεγονότων:
“Τότε ο Αργειοπάγος μαθαίνοντας αυτό (σ. ότι ο Νικηταράς έπεισε τον Ανδρούτσο να συνεχίσει να ηγείται του στρατεύματος, παρά τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου) στέλνει
έναν γραμματικπον του πιστόν εις τον Νικήτα και του λέει να σκοτώση τον
Δυσσέα ο Νικήτας και να βάλουν αυτόν αρχηγόν. Ο γραμματικός είχε κ’ ένα
γράμμα από αυτούς και του είχαν ειπή να το διαβάση ο ίδιος ο
γραμματικός (ότι δεν ξέρει γράμματα ο Νικήτας). Όταν το διάβασε και του
είπε και στοματικώς, τότε του λέγει ο Νικήτας˙ "Να σε σκοτώσω δεν
καταδέχομαι, έναν τοιούτον άνθρωπον, και φεύγα να μην σε μάθει ο Δυσσέας
και σε σκοτώση και μαγαρίσει τα χέρια του σε τέτοιους κακούς πατριώτες,
οπού κιντυνεύει η πατρίς και θέλουν να σκοτώσουνε τους ανθρώπους οπού
είναι ελπίδα να την σώσουνε”. Ο γραμματικός είδε αυτή την συμπάθεια από
τον Νικήτα και του λέγει˙ “Κάτι θα σου ξηγηθώ, και να μην με προδώσης˙
του λέγει: εμένα μόλεγαν ότι εσείς όλοι είστε θεριά και πίστευα τα λόγια
αυτεινών. Εσείς κι όντως θα σώσετε την πατρίδα. Αυτεινών, του λέγει,
είμαι πιστός τους και συγγενής ενού από αυτούς και σ’ ότι 'νεργάγη η
Διοίκηση κι ο Αργειοπάγος εμένα στέλνουν˙ και τα σχέδια τους κι ό,τι
'νεργούνε τα ξέρω όλα˙ κ’ είναι αυτά, να βαίνουν έναν τον άλλον να
σκοτώνη και να σας σκοτώσουνε όλους και τότε να βάλουν δικούς τους
ανθρώπους. Και δεν θ’ αφήσουνε, αν μπορέσουνε κανέναν από 'σας”. Και
τους λέγει όλα τους τα σκέδια κι ορκίζει αυτόν και τον Δυσσέα να μην
ειπούνε τίποτας, ότι τον σκοτώνουν κι αυτόν˙ οτ’ είναι τοιούτως
ορκισμένοι. “Και να παραγγείλετε αυτό, τους λέγει, και του Κολοκοτρώνη
κι όλων των σημαντικών αρχηγών”. Τότε τους τα είπε κι ο Υψηλάντης κ’
έστειλαν το γράμμα του Κολοκοτρώνη και μίλησαν και των αλλουνών και
πήραν μέτρα.“
Και ο Σπηλιάδης επιβεβαιώνει τα καθέκαστα, λέγοντας ότι "Ο
Άρειος Πάγος έστειλεν άνθρωπον προς τον Νικηταράν, και τον επρόβαλε να
φονεύση τον Οδυσσέα επί υποσχέσει να τον καταστήση αρχηγόν της
ανατολικής Ελλάδος. Δεν εγνώριζον οι Αρεοπαγίται την αρετήν του
Νικηταρά! Ηπείλησεν ούτος να θανατώση τον απεσταλμένον, και δεν τον
αφήκεν ελεύθερον, ειμή αφ’ ου είπεν ότι ήθελε τον φανερώση άλλο
μυστικόν˙ τούτο δε ήτον ότι εν τοις πράγμασι πολιτικοί είχον σχέδιον να
καταστρέψωσιν όλους τους δυνατωτέρους οπλαρχηγούς, ως και τον Οδυσσέα”.
Τον Μάιο και Ιούνιο του 1822, ακολουθεί η
αποτυχημένη εκστρατεία για την κατάληψη της Υπάτης. Οι επανειλημμένες
επιστολές του Νικηταρά προς τον Άρειο Πάγο, με τις οποίες έκανε έκκληση
για εφόδια και τρόφιμα, αγνοούνται επιδεικτικά, ως τιμωρία για τη μη
συνεργασία και συμμόρφωσή του απέναντι στις ορέξεις των πολιτικάντηδων,
αλλά και για τη θαρραλέα απάντηση του σε εκείνη την επιστολή
(26/4/1822). Υποκινητής της όλης προσπάθειας δολοφονίας του Ανδρούτσου
ήταν ο Κωλέττης, ο οποίος όμως θα παραμέριζε για λίγο αυτό του το
σχέδιο, καθώς ο οπλαρχηγός τού ήταν απαραίτητος εκείνη την περίοδο, μιας
και στον ορίζοντα διαφαινόταν η επιδρομή της στρατιάς του Δράμαλη. Το
γεγονός αυτό μαρτυρά τόσο τις τρομερές ικανότητες του Ανδρούτσου, όσο
και τις αδηφάγες ορέξεις των πολιτικάντηδων. Όπως είχε πει ο Νικηταράς
στον Σπηλιάδη, “ο
Ανδρούτσος εμπόδισε τέσσαρας χιλιάδας Τουρκαλβανούς, υπό τον Δράμαλην
στρατεύοντας, του να προχωρήσωσιν εις την Πελοπόννησον”.
Το καλοκαίρι του 1824, ο Νικηταράς
φιλοξένησε τον Ανδρούτσο στο σπίτι του στο Ναύπλιο. Εκεί, ο Ρουμελιώτης
οπλαρχηγός δέχθηκε μια ακόμη απόπειρα δολοφονίας. Ο αγωνιστής και μέλος
της Φιλικής Εταιρίας, Κάρπος Παπαδόπουλος περιγράφει την σκηνή στο έργο
του “Οδυσσέας Ανδρούτσος”:
“Το
1824 έτος διέτριβεν ο Οδυσσεύς εις την καθέδραν της Κυβερνήσεως, το
Ναύπλιον, καθήμενος μια των ημερών εις την οικίαν του στρατηγού Νικήτα
Σταματελόπουλου, έχουσαν παράθυρο απέναντι του Ιτζ-Καλέ, οπού εκάθηντο
αυτός, ο Νικήτας, και μεταξύ των δυο μικρών κοράσιων του Νικήτα,
επυροβολίσθη εκ του Ιτζ-Καλέ παρά του Μήτρου Τριανταφυλλίνα, τότε
φρουράρχου˙ αλλ’ επειδή το διάστημα ήτον μακρύ, δεν επέτυχε ο
πυροβολισμός: το δε σφαιρίδιον του μολύβδου εκτύπησεν κρύον παρά τους
πόδας του κορασίου, το οποίον εχάιδευεν ο Οδυσσεύς. Τότε εννόησεν ούτος,
ότι και εις αυτήν την Καθέδραν δεν είναι η ζωή του ασφαλής. Ο δε
Νικήτας θαυμάσας εις το τόλμημα τούτο λαβών το σφαιρίδιον, έδραμεν προς
την Κυβέρνησιν (προεδρεύοντος του Κουντουριώτου, και διηγείται το
συμβάν˙ εν δε μέλος αυτής(ο Ιωάν. κωλέττης) λέγει
προς τούτον: "Νικήτα, δεν είναι δουλειά ιδική σου και πήγαινε εις το
σπίτι σου”. Εις ταύτα όλα είναι μάρτυρες η οικογένεια του στρατηγού
Νικήτα.“
Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που ο
Νικήτας θα έβλεπε τον Ανδρούτσο. Στις 5 Ιουνίου του 1825 το λιοντάρι της
Ρούμελης θα δολοφονούταν και το σώμα του θα ριχνόταν από την Ακρόπολη,
κατ’ εντολή του παλιού του φίλου και συναγωνιστή Γιάννη Γκούρα,
ανδρείκελο του Κωλέττη. Τελικά, ο Ιωάννης Κωλέττης - στο πρόσωπο του
οποίου, σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Βασίλη Σφυρόερα, ακόμα και ο
Μέττερνιχ αναγνώριζε τον εκπρόσωπο του συντηρητισμού στην Ελλάδα - έγινε
ο τέταρτος πρωθυπουργός στο Βασίλειο της Ελλάδας την περίοδο της
συνταγματικής μοναρχίας, και πέθανε το 1847 "ως αγωνιστής εν μέσω των φουστανελοφόρων του”,
όπως επισημαίνει στο έργο του “Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος” ο
βασιλόφρων πολιτικός της χούντας Σπυρίδων Μαρκεζίνης. Η περιουσία του
ανερχόταν στις 630.000 δραχμές. Ο Νικηταράς, αντιθέτως, όπως και τόσοι
άλλοι αγωνιστές του ’21, θα βίωνε την αποπομπή, τα βασανιστήρια και τον
εξευτελισμό κατά την διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα. Αυτό ήταν το
τίμημα που θα πλήρωνε “διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις” των
πολιτικάντηδων και του θρόνου…