Ταυτόχρονα με τις προεδρικές εκλογές οι Αμερικανοί ψηφίζουν και τμήματα του Κογκρέσου.
Οι εκλογές αυτές καθορίζουν την ευχέρεια κινήσεων του νέου προέδρου.
Όταν πρόκειται για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η διεθνής
κοινή γνώμη εστιάζει σχεδόν πάντα στο δίλημμα Ντόναλντ Τραμπ ή Κάμαλα Χάρις.Η ευχέρεια κινήσεων του νέου ή της νέας ενοίκου του Λευκού Οίκου θα κριθεί ωστόσο σε απόσταση δυόμισι περίπου χιλιομέτρων, στο Αμερικανικό Κογκρέσο, του οποίου αρκετά μέλη εκλέγονται παράλληλα με τις προεδρικές εκλογές στις 5 Νοεμβρίου.
Το κοινοβούλιο των ΗΠΑ αποτελείται από δύο σώματα: Τη Βουλή των Αντιπροσώπων που αποτελείται από βουλευτές, οι οποίοι εκπροσωπούν ο καθένας μία από τις 435 εκλογικές περιφέρειες της χώρας και εκλέγονται ανά διετία.
Η Γερουσία έχει συνολικά 100 έδρες.
Καθεμία από τις 50 Πολιτείες έχει δύο γερουσιαστές.
Για παράδειγμα η Πολιτεία Γουαϊόμινγκ, με πληθυσμό λιγότερο από 600.000 κατοίκους, έχει τόση επιρροή, όση η Καλιφόρνια με σχεδόν 39 εκατομμύρια.
Η θητεία των γερουσιαστών έχει διάρκεια έξι ετών.
Οι γερουσιαστές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες με κλιμακωτές θητείες.
Που σημαίνει ότι το ένα τρίτο της Γερουσίας επανεκλέγεται κάθε δύο χρόνια.
Οι κατηγορίες είναι οργανωμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκλέγεται κάθε φορά μόνο ένας γερουσιαστής από κάθε Πολιτεία.
Η Βουλή μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον προέδρο
Στις φετινές εκλογές οι Δημοκρατικοί έχουν ένα στρατηγικό μειονέκτημα.
Επανεκλέγονται 19 έδρες τους, ενώ λήγει η θητεία τεσσάρων ανεξάρτητων γερουσιαστών, οι οποίοι συνήθως ψηφίζουν υπέρ των Δημοκρατικών.
Αντίθετα, μόνο έντεκα από τις 49 έδρες Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών επανεκλέγονται, ενώ οι υπόλοιπες 38 βρίσκονται στο μέσο της θητείας τους. Κατά συνέπεια, οι Δημοκρατικοί έχουν περισσότερα να χάσουν.
Με την αυξανόμενη πόλωση στο αμερικανικά πολιτικά πράγματα, είναι πλέον ασυνήθιστο ψηφοφόροι να ψηφίζουν διαφορετικά κόμματα στις προεδρικές εκλογές και στις εκλογές του Κογκρέσου, λέει στο μικρόφωνο της DW η Κάτια Γκρίσον, διευθύντρια του Διατλαντικού Προγράμματος στο Ινστιτούτο Άσπεν της Γερμανίας.
«Παρ’ όλα αυτά, οι διαφορετικές ψήφοι ενδέχεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στις φετινές εκλογές».
Ως παράδειγμα αναφέρει την Πολιτεία Μέριλαντ, η οποία θεωρείται βέβαιη ότι θα ψηφίσει Κάμαλα Χάρις.
Την ίδια στιγμή όμως ο μετριοπαθής Ρεπουμπλικανός Λάρι Χόγκαν είναι υποψήφιος για τη Γερουσία.
«Είναι πολύ δημοφιλής στο Μέριλαντ και αναμένω ότι θα υπάρξουν ψηφοφόροι που θα ψηφίσουν ταυτόχρονα αυτόν και την Κάμαλα Χάρις».
Μόλις μία εβδομάδα πριν τις προεδρικές εκλογές η έκβασή τους παραμένει ανοιχτή.
Δεν αποκλείεται επομένως να εκλεγεί πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά η Βουλή των Αντιπροσώπων να ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι είναι σε θέση να περιορίσουν την ευχέρεια κινήσεών του στην ψήφιση νομοσχεδίων.
Διέξοδος η αναζήτηση ενός συμβιβασμού
Ένα άλλο πιθανό σενάριο είναι να νικήσει η Κάμαλα Χάρις και να βρεθεί αντιμέτωπη με μια ισχνή ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία.
«Αυτό θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο για την πρόεδρο να στελεχώσει νευραλγικές θέσεις τους πρώτους μήνες, όπως μέλη του υπουργικού της συμβουλίου, δικαστές και πρεσβευτές.
»Είναι ασυνήθιστο να απορρίπτονται τέτοιου είδους διορισμοί, αλλά δεν γνωρίζουμε αν η νέα Γερουσία σπάσει την παράδοση», δηλώνει η Κάτια Γκρίσον.
Επιπλέον, με μια ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για την Κάμαλα Χάρις να εφαρμόσει την πολιτική της σε ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η στήριξη της Ουκρανίας, το ανώτατο όριο του χρέους ή ακόμα και τα σχέδια για τη μείωση των τιμών στα τρόφιμα και τις επενδύσεις στη στέγαση.
Η Κάτια Γκρίσον δηλώνει: «Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναζητήσει εξ αρχής με τους Ρεπουμπλικανούς μια κοινά αποδεκτή λύση».