«Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα
όρια του κόσμου μου»
(Wittgenstein)
Ο άνθρωπος από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο βρίσκεται σε ένα δοσμένο περιβάλλον φυσικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, οικονομικό. Τα διάφορα
είδη περιβάλλοντος διαμορφώνουν καταλυτικά την προσωπικότητα του ανθρώπου και
εν μέρει προκαθορίζουν τη μελλοντική του πορεία. Η ύπαρξη ή μη της οικολογικής
ισορροπίας, οι θεσμοί, οι νόμοι, οι αξίες, τα πρότυπα, τα ιδανικά, η τέχνη, οι
αναζητήσεις, τα ερωτήματα, η εργασία, ο πλούτος και μια σειρά άλλων επί μέρους
στοιχείων συνθέτουν ένα πλέγμα μέσα στο οποίο ο κάθε άνθρωπος ζει και
αναπτύσσεται. Σε όλα τα παραπάνω επιβάλλεται να προστεθεί κι ένα άλλο
περιβάλλον που, σύμφωνα με τις απόψεις νεότερων μελετητών της ανθρώπινης
συμπεριφοράς, επηρεάζει αποφασιστικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του
ατόμου. Είναι το ΓΛΩΣΣΙΚΟ περιβάλλον.
Έχει αποδειχτεί πως ο άνθρωπος διαμορφώνεται μέσα από τη γλώσσα,
γιατί με τη βοήθεια των λέξεων κατανοεί
τον κόσμο αλλά ταυτόχρονα και με τη βοήθεια των λέξεων εξωτερικεύει τα διανοήματα και τις
επιθυμίες ή τα συναισθήματά του. Έτσι, λοιπόν, ο εξωτερικός κόσμος και ο
αντίστοιχος εσωτερικός αισθητοποιούνται μόνο με τη βοήθεια των λέξεων. Το άτομο
γνωρίζει και σκέπτεται για τον κόσμο μόνο μέσα από τις λέξεις αλλά και εκφράζει
τη σκέψη του με τις λέξεις δικαιώνοντας τη θέση: «Σκεπτόμαστε με λέξεις και
εκφράζουμε τη σκέψη μας με λέξεις».
Λέξη και Σκέψη
Από τα παραπάνω, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό πως ο λεκτικός πλούτος
καθορίζει και τον πλούτο της σκέψης και το αντίθετο. ΣΚΕΨΗ Û ΛΕΞΗ. Ένα άλλο επίσης στοιχείο που
απορρέει από τα παραπάνω είναι η σχέση της γλώσσας και του «κόσμου» του ανθρώπου. Τα όρια του
κόσμου κάθε ανθρώπου χωριστά προσδιορίζονται απόλυτα από το πλήθος των λέξεων
που κατέχει και γενικότερα από τη γλώσσα του. Ο Wittgenstein κάπως αποφθεγματικά τόνισε τη σχέση ΓΛΩΣΣΑΣ και ΚΟΣΜΟΥ: «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου».
Η γλώσσα ως σύστημα σημείων διαμορφώνεται από μια σειρά παραγόντων
και ο καθένας χωριστά απ’ αυτούς καλλιεργεί τη δυνατότητα που δόθηκε στον
άνθρωπο από τη φύση να εκφράζεται με λέξεις. Αυτοί οι παράγοντες, λοιπόν, είναι
που ορίζουν, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, τα όρια της γλώσσας.
Παράγοντες που διαμορφώνουν τη Γλώσσα
Πρωταρχικά είναι τα «ακούσματα» κάθε ατόμου που
ποικίλλουν από χώρο σε χώρο και αποτελούν την πρώτη εικόνα του κόσμου. Ένας
άνθρωπος που μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον με πλούσια και ποιοτικά ακούσματα έχει
περισσότερες πιθανότητες από κάποιον άλλο να διευρύνει τους γλωσσικούς του
ορίζοντες σε περιοχές γλωσσικά δύσβατες. Η εξοικείωση με ποιοτικά ακούσματα
συμβάλλει θετικά στη γλωσσική καλλιέργεια, γιατί αυτά είναι με τα οποία το
άτομο έρχεται σε επαφή από την πρώτη μέρα της ζωής του και στο μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα της ημέρας. Ας μη ξεχνάμε πως, πριν βρεθεί η γραφή, η επικοινωνία
ήταν γλωσσική – ηχητική.
Από την εποχή, όμως, που βρέθηκε η γραφή τα «διαβάσματα» συμβάλλουν
αποφασιστικά στον προσδιορισμό των ορίων της γλώσσας. Οι έννοιες έλαβαν πλέον
και οπτική μορφή και έπαυσαν να είναι μόνο ηχητικά σύμβολα. Ο μετασχηματισμός
των εννοιών σε λέξεις σήμανε την επανάσταση στη γνώση και την κατανόηση του
κόσμου. Ο πλούτος της σοφίας είναι στη διάθεση κάθε ανθρώπου που γνωρίζει
στοιχειωδώς ανάγνωση. Μπορεί ο καθείς να επικοινωνήσει με τη βοήθεια των
κειμένων με το παρελθόν αλλά και με το μέλλον. Η οπτική παράσταση των σκέψεων –
εικονική αποτύπωση – διευκολύνει την επικοινωνία του ανθρώπου με τις σκέψεις
και τους προβληματισμούς ανθρώπων που έζησαν πριν απ’ αυτόν ή ζουν τα ίδια
γεγονότα αλλά με διαφορετικές εμπειρίες. Μέσα από ένα κείμενο κάποιος μπορεί να
βιώσει τους συναισθηματικούς κραδασμούς κάποιου άλλου και να θελήσει με
παραπλήσιες λέξεις να εξωτερικεύσει τα δικά του συναισθήματα.
Επιπρόσθετα οι «διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις»
του ατόμου διαμορφώνουν τα όρια της γλώσσας του. Κάθε άνθρωπος είναι φορέας
μηνυμάτων και σκέψεων. Στο βαθμό που το άτομο δεν επιλέγει τη «μοναξιά» αλλά τη «συνύπαρξη» ως κοινωνικό ον είναι αναγκασμένο να συνάψει σχέσεις με
άτομα του στενού του ή ευρύτερου περιβάλλοντος. Αυτές οι σχέσεις επηρεάζουν
διττώς τα όρια της γλώσσας. Από τη μια πλευρά οι σχέσεις προϋποθέτουν και συνεπάγονται
επικοινωνία και αυτή με τη σειρά της τη χρήση του λόγου. Προφορική ή γραπτή η
επικοινωνία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο τόσο των διαπροσωπικών όσο και των
κοινωνικών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά πάλι η επικοινωνία φέρνει το άτομο στη θέση
του δέκτη και του πομπού μηνυμάτων. Αυτό με τη σειρά του εμπλουτίζει τόσο τη
σκέψη όσο βέβαια και το γλωσσικό όργανο. Από τις λεκτικές νουθεσίες των γονέων
μέχρι τη «χυδαιότητα» και τη «γλωσσική βαρβαρότητα» κάποιων ομάδων
ανθρώπων το άτομο εσωτερικεύει όλο αυτό το μωσαϊκό λέξεων και ανάλογα
εκφράζεται.
Από τους παράγοντες βέβαια που διαμορφώνουν τα όρια της γλώσσας
δεν μπορεί να λείπει το «επάγγελμα» και ο «χώρος
εργασίας». Πολλοί γλωσσολόγοι πιστεύουν πως η γλώσσα είναι κοινωνικό
προϊόν και κατεξοχήν δημιούργημα της ανάγκης του ανθρώπου για εργασία. Η
εργασία ιστορικά δεν αποτέλεσε μόνο παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης και
απελευθέρωσης αλλά και αφετηρία για μια διαφορετική σχέση με την εσωτερική και
εξωτερική πραγματικότητα. Μέσα από την εργασία ο άνθρωπος νιώθει τη χαρά της
δημιουργίας και της κυριαρχίας πάνω στα πράγματα κι ακόμη πάνω στη λειτουργία
των φυσικών νόμων. Συνυπάρχει με άλλους και μέσα από τη συνεργασία φέρει σε
πέρας κάποιο έργο καλλιεργώντας έτσι το ομαδικό πνεύμα. Όλα αυτά μεταφράζονται
σε βιώματα και σκέψεις κι αυτά με τη σειρά τους σε έννοιες και λέξεις. Στην
εποχή μας δε η εξειδίκευση επιβάλλει και τη χρήση ειδικού λεξιλογίου ορίζοντας
έτσι σε σημαντικό βαθμό τα όρια της γλώσσας του ανθρώπου. Αν ισχύει το «είσαι
με ό,τι ασχολείσαι» τότε εύκολα αυτό παραπέμπει στο «σκέπτεσαι
και εκφράζεις αυτό που είσαι». Συμπερασματικά το επάγγελμα και η
εργασία γενικότερα καλλιεργούν με τον τρόπο τους το γλωσσικό όργανο και ανάλογα
εμπλουτίζουν τον «κόσμο» του ατόμου.
Οι μεταφυσικές αναζητήσεις
Είναι όμως απαραίτητο να τονιστεί και ο ρόλος των «μεταφυσικών
αναζητήσεων» και των «υπαρξιακών ερωτημάτων» στον
εμπλουτισμό της γλώσσας. Ο άνθρωπος δεν ορίζεται μόνο ως βιολογικό ή κοινωνικό
ον αλλά και ως ον που μπορεί και ρωτά για τον εαυτό του, τους άλλους, το θεό,
την τύχη, τον κόσμο, τη ζωή… Όλα αυτά συνθέτουν το πλαίσιο μέσα από το οποίο ο
καθένας αντλεί νοήματα και σημασίες και ανάλογα πράττει. Υπάρχουν ερωτήματα και
αναζητήσεις που αιωρούνται στο χώρο του «φαντασιακού»
και μόνο η διατύπωσή τους προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται πλούσιο λεξιλόγιο. Η
προσπάθεια να συλλάβει το «άγνωστο»
και το «άρρητο» αποτελεί μια
εκγύμναση του νου και της γλώσσας. Η διατύπωση ερωτημάτων για την ύπαρξή μας
και οι αναζητήσεις που υπερβαίνουν τα όρια της ανθρώπινης φύσης ενεργοποιούν τη
λειτουργία της γλώσσας που είναι αναγκασμένη να δώσει μορφή – να κάνει δηλαδή
λέξη – αυτό που ακόμη είναι άυλο ως έννοια. Κάθε προσπάθεια όμως να δοθεί μια
απάντηση στα ερωτήματα και τις αναζητήσεις ενεργοποιεί ένα νέο κύκλο γλωσσικών
ενεργειών, στοιχείο που δρα αποφασιστικά στη διεύρυνση των ορίων της γλώσσας
του ατόμου.
Τέλος, σημαντική είναι και η συμβολή της ύπαρξης πλούσιων «συναισθημάτων»
και «εσωτερικού κόσμου» στον εμπλουτισμό της γλώσσας. Ο άνθρωπος
αυτό που νιώθει για τους άλλους και τον εαυτό του θέλει να το μεταδώσει και
ταυτόχρονα ο ίδιος να γίνει δέκτης αντίστοιχων καταστάσεων από τους άλλους.
Γινόμαστε «κοινωνοί» των αισθημάτων
των συνανθρώπων μας μέσα από τις λέξεις και ταυτόχρονα πομποί των δικών μας
βιωμάτων και αισθημάτων. Η χαρά, η λύπη, η απογοήτευση, το άγχος, ο
ενθουσιασμός, η αγάπη, η πίκρα, ο φόβος, η αγωνία και μια σειρά άλλων
συναισθημάτων απαιτούν τις κατάλληλες λέξεις για να εξωτερικευθούν και έτσι
συμβάλλουν κατά θετικό τρόπο στον καθορισμό των ορίων της γλώσσας. Ένας
άνθρωπος με φτωχό εσωτερικό κόσμο και ατροφικά συναισθήματα σίγουρα θα
χρειαστεί λιγότερες λέξεις να τα εκφράσει περιορίζοντας έτσι τα γλωσσικά του
όρια. Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις και οι ψυχολογικοί κλυδωνισμοί
αισθητοποιούνται κάθε φορά όχι μόνο από το ύφος του ανθρώπου αλλά και από τα
λόγια – λέξεις του φορέα τους.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως τα όρια της γλώσσας του ανθρώπου τα
συνυφαίνουν τα ακούσματα, τα διαβάσματα,
οι διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, το επάγγελμα, ο χώρος εργασίας, οι
μεταφυσικές αναζητήσεις, τα υπαρξιακά ερωτήματα και τέλος ο πλούτος των
συναισθημάτων και η ποιότητα του εσωτερικού του κόσμου.
Γλώσσα και Κόσμος
Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν καθορίζουν μόνο τα όρια της γλώσσας αλλά συνθέτουν και τον «κόσμο»
του ανθρώπου. Η πραγματικότητα – υποκειμενική και αντικειμενική – κάθε ανθρώπου
οριοθετείται από τα ακούσματα (προφορική
επικοινωνία, φυσικοί ήχοι), από τα διαβάσματα
(έντυπος λόγος, βιβλία), από τις εμπειρίες και δημιουργίες στο χώρο του επαγγέλματος και της εργασίας γενικότερα (χώρος – προϋπόθεση
για την υλική επιβίωση και κοινωνική αναγνώριση), από τις αναζητήσεις και τα ερωτήματά του που αφορούν το χώρο της
μεταφυσικής και της ύπαρξής του (θεός, θάνατος, τύχη, αβεβαιότητα ζωής,
ελευθερία) αλλά και από τα συναισθήματα
και τον εσωτερικό του κόσμο. Ο
άνθρωπος ζει σε μια πραγματικότητα που ορίζεται από τα παραπάνω και σε γενικές
γραμμές είναι η ίδια σε όλους, άσχετα από τον τρόπο που ο καθένας την
αντιλαμβάνεται. Οι διάφορες αποχρώσεις της πραγματικότητας σχετίζονται με τον
ψυχικό κόσμο που μαζί συνθέτουν τον «κόσμο» του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα δημιουργός
και δημιούργημα της ιστορίας, της
κοινωνίας και του κόσμου του. Γενικότερα τα όρια του «κόσμου» του ανθρώπου ταυτίζονται με το βαθμό καλλιέργειας των
διαφόρων υποστάσεών του (υλική, κοινωνική, πνευματική, ηθική). Οι ορίζοντες του
κόσμου του διευρύνονται τόσο όσο ο άνθρωπος πλησιάζει προς την αυτοπραγμάτωσή του. Σύμφωνα δε και με
το ανθρωπιστικό πρότυπο του Μάσλοου, το άτομο έχει απεριόριστες δυνατότητες για
αυτο-ανάπτυξη. Αυτό που χρειάζεται είναι μόνο ένα περιβάλλον που να διευκολύνει
την αυτορρύθμιση και τον αυτοπροσδιορισμό.
Παρμενίδης και Γλώσσα
Σύμφωνα, όμως, με τις απόψεις του Παρμενίδη – που διασώθηκαν κι από νεότερους μελετητές – η
πραγματικότητα και ο κόσμος τους ανθρώπου υπάρχει στο βαθμό που μπορεί αυτός να
σκεφτεί γι’ αυτόν. Κάτι που δεν ορίζεται από τη σκέψη δεν έχει για τον άνθρωπο
υπόσταση. «Το γαρ αυτό νοείν εστίν και είναι» (Εκείνο που σκεφτόμαστε και
εκείνο που υπάρχει είναι ένα και το αυτό). Η αντικειμενική λοιπόν
πραγματικότητα (ΕΙΝΑΙ)
μετασχηματίζεται στο νου του ανθρώπου σε έννοιες (ΝΟΕΙΝ) και με τη βοήθεια των λέξεων εκφράζεται και περιγράφεται (ΛΕΓΕΙΝ).
Βέβαια στην περίπτωση αυτή ο ρόλος της γλώσσας – λέξης είναι
σημαντικός, γιατί οτιδήποτε μπορεί να εκφραστεί με τη λέξει υπάρχει ως έννοια –
σκέψη και κατ’ ακολουθία υφίσταται αντικειμενικά. Ισχύει όμως και το αντίθετο.
Ο άνθρωπος σκέπτεται με τη βοήθεια των λέξεων και με τις λέξεις οριοθετεί την
πραγματικότητα. Άρα η λέξη δεν είναι μόνο «το όχημα» ή «το ένδυμα» της σκέψης
αλλά κάτι παραπάνω. «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι…» (Αυτό για το οποίο
μπορεί κανείς να μιλάει και να σκέφτεται πρέπει να υπάρχει…). [ΕΙΝΑΙ ® ΝΟΕΙΝ ® ΛΕΓΕΙΝ].
Η Γλώσσα για τον Wittgenstein
Η παράλληλη, λοιπόν, συνύπαρξη της ΛΕΞΗΣ, της ΣΚΕΨΗΣ και
της ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ αναδεικνύει το
ρόλο της γλώσσας στην κατανόηση και περιγραφή της πραγματικότητας στο σημείο
που να μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει αυτό για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε. Ο
γλωσσικός πλούτος προσδιορίζει και τα όρια του «κόσμου» του ανθρώπου επικυρώνοντας έτσι με τον πιο πανηγυρικό
τρόπο την αλήθεια της θέσης του Wittgenstein «ΤΑ
ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΑΣ».
Ο άνθρωπος λοιπόν και ο κόσμος του, η κοινωνία και η γλώσσα
ιστορικά και λειτουργικά συνυφαίνονται
και βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση. Οι σχεδιασμοί, οι προσδοκίες και τα
«συλλογικά
οράματα» μιας κοινωνίας εκφράζονται και αισθητοποιούνται μέσα από
αντίστοιχες έννοιες – λέξεις, ικανές να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στις νέες
ανάγκες και στα μελλοντικά «ζητούμενα» του κοινωνικού σώματος.
Οι λέξεις, όμως, ενώ παράγονται και εφευρίσκονται κάτω από την πίεση να
εκφραστεί το καινούριο ταυτόχρονα γεννούν στη σκέψη και στον ψυχισμό του
ανθρώπου νέες πραγματικότητες και
ανάγκες.
Τον άνθρωπο, λοιπόν, και τον κόσμο του δεν μπορούμε να τον
εξετάσουμε – ερευνήσουμε χώρια από τη γλώσσα του και αντίθετα. Η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία της
γλώσσας του και το αντίθετο. Η γλώσσα επηρεάζει τον τρόπο που ο άνθρωπος
αντιλαμβάνεται τον κόσμο, δημιουργεί την εικόνα του κόσμου και μια αλλαγή στη
γλώσσα προκαλεί αλλαγή στην εικόνα που έχουμε για τον κόσμο μας. Γενικότερα η
πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική) απεικονίζεται και ερμηνεύεται από
γλωσσικά σχήματα αλλά και η γλώσσα σημασιοδοτεί και κατασκευάζει
πραγματικότητες.
Η δύναμη της Γλώσσας
Τη δύναμη, λοιπόν, της γλώσσας την αντιλήφθηκαν και οι παλιότεροι
και η πορεία του ανθρώπου μέσα στο χρόνο επιβεβαίωσε αυτή. «Ουκ εώμεν άρχειν άνθρωπον αλλά
τον λόγον, ότι εαυτώ τούτο ποιεί και γίνεται τύραννος» (Δε δίνουμε την εξουσία στον άνθρωπο
αλλά στο λόγο (λογική, ομιλία), γιατί οι άνθρωποι ασκούν την εξουσία για τον
εαυτό τους και γίνονται τύραννοι) (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια). Τη σχέση
όμως ΓΛΩΣΣΑΣ και ΚΟΣΜΟΥ δίνει με ένα αποκαλυπτικό τρόπο
ένα τσιγγάνικο τραγούδι:
«Πες μου, άνθρωπε, πού είναι η γη μας,/ τα βουνά, τα
ποτάμια, οι κοιλάδες,/ και τα δάση μας;/ Πού είναι η χώρα μας; Πού είναι οι
τάφοι μας;/ Είναι στις λέξεις, στις λέξεις της γλώσσας μας».
Πηγή: