Ο κορωνοϊός στο χωριό. (αφήγηση)...


Φεστιβάλ Δράμας 2015: «Σύκο» του Νικόλα Κολοβού 
Γράφει ο Κλεισθένης.
Βρισκόμουν στο χωριό λίγο πριν απαγορευτεί η μετακίνηση, τα μαγαζιά όμως ήταν κλειστά.
Κάθομαι στην αυλή του σπιτιού όπου είμαι φιλοξενούμενος. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού στενός συγγενής.
Βλέπω στο δρομάκι να έρχεται ο μπάρμπαθωμάς. Είναι γύρω στα 90, στο ένα χέρι κρατάει μια μαγκούρα και στο

άλλο το σκοινί που έχει δεμένο το γαϊδουράκι του. Τον γνωρίζω, μένει λίγο έξω απ' το χωριό, σε ένα σπιτάκι εκεί που είχε παλιά την στάνη του. Ζει με την γερόντισά του που πάτησε τα 80. Τον φροντίζουν ο γιος του και η κόρη του που είναι παντρεμένοι και μένουν στο χωριό.
Οι διάλογοι που ακολουθούν είναι σε δύο γλώσσες, μία του μπαρμπαθωμά, ντοπιολαλιά και μία η δική μου, της Αθήνας. Η συνομιλία έγινε στην ντοπιολαλιά αλλά χρησιμοποιώ για ΄μένα την γλώσσα της Αθήνας για να γίνει κατανοητό τι λέει ο μπάρμπαθωμάς.
 

Βγαίνω στο πορτάκι της αυλής και τον φωνάζω.
-Γειά σου μπαρμπαθωμά.
-Γεια σ' κι 'σένα, ποιος είσι; Ο Δημητρός; Δε γκαλοβλέπου.
-Ναι μπαρμπαθωμά, εγώ είμαι, για που τόβαλες;
-Πάου στου γκαφινέ.
-Το καφενείο είναι κλειστό μπάρμπα.
-Όι ιέπαθι τίποτις ου καφετζής;
-Όχι όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά.
-Όι, γιατί τι είνι σήμερις;
-Εντολή της κυβέρνησης.
-Κι του μπακάλικου;
-Όχι αυτό είναι ανοιχτό, έλα μέσα να σου φτιάξω εγώ καφεδάκι.
-Νια στιγμούλα να δέσου του ζουντανό, τ'ν άλλη φουρά που τ' άφ'σα λυτό, τη γκουπάνισι κι έκανα νια ώρα να το συμμαζέψου.
 

Έρχεται μέσα στην αυλή και εγώ πάω στο κουζινάκι για τον καφέ. Γυρίζω με τον καφέ αχνιστό και τον βάζω δίπλα του, πάνω στο τραπέζι. Κάθομαι μακριά.
-Τι έκατσις τόσου μακριά, ψώρα έ'εις. Έλα πιου κουντά δεν θα πιάσ'μι κουριούς.
-Πρέπει να είμαστε μακριά μπάρμπα, μην κολλήσουμε κορωνοϊό.
-Τι είνι ιφτούνο πάλι; Κουρουνουγιός;
-Αρρώστεια είναι, κολλάει από κοντά. Στάσου να σου τον δείξω.
 

Γυρίζω το λάπτοπ για να βλέπει, ψάχνω λίγο και βρίσκω μία εικόνα του κορωνοϊού.
-Όι, τι είν' ιτούτο του βιλζιβούλι; Πουλά πουδάρια έ'ει.
-Δεν φαίνεται με το μάτι, είναι πολύ μικρό. Είναι μιλιούνια.
-Ιμένανε σαν αραχνούδ  μ' φαίνιτι. Κάπ΄ υπάρχει νια φουλιά και η μάνα γινουβολάει αβέρτα. Να ψαξ' ούλου του χουριό, να βρει τ' φουλιά, να σκουτώσ' τ' μάνα να υσηχάστι.
-Από την Κίνα ήρθε μπάρμπα.
-Απ' τ' γκίνα; Πόσου μακριά;
-Πολύ μακριά.
-Κι πως ήρθε, πιτώντα; Διν έ'ει φτερά.
Όχι, άνθρωπος το έφερε.
-Κι που τού'χι ο αναθιματισμένους; Στ' τσέπη τ'.
-Όχι μέσα στο σώμα του, στο αίμα του.
-Κι πως βγήκι.
-Με τον βήχα και το φτάρνισμα.
-Άι όρε Δημητρό, τι μι πιλατεύς τόσην ώρα, γρίπ' είνι. Τι κουρουνουγιός και κουρουνοκόρ' μ' τσαμπ'νάς.
-Ναι μπάρμπα, σαν την γρίππη είναι αλλά σκοτώνει, περισσότερο σκοτώνει τους ηλικιωμένους σαν εσένα.
Γελάει τρανταχτά.
-Άι όρε Δημητρό, μ' έκανις κι γέλασα. Τι να φουβ'θού ιγώ απού ιένα ζλάπ, κουντεύου τα ενενήντα, η γριά μ' πάτ'σι τα ουγδόντα, είμαστι με τόνα πουδάρ στου ντάφου. πόσου θα ζήσουμι;
-Πρόσεχε μπάρμπα, όσο είναι να ζήσεις, μην πας από κορωνοϊό.
-Φεύγου τώρα, πάου στου μπακάλικου να πάρου κατ' ψώνια τσ' γριάς μ'. Μ' τά'γραψι ιδώ στου χαρτί. Άντε γεια σ'.
-Να πας στο καλό μπάρμπα και χαιρετίσματα στη γερόντισσα.
 

Ο μπάρμπαθωμάς έφυγε, έφυγα  και εγώ την άλλη 'μέρα για την Αθήνα. Σήμερα έσκαψα λίγο τη μνήμη μου και έγραψα την συνομιλία. Το κείμενο θέλει λίγη παραπάνω προσπάθεια για να γίνει κατανοητό.