Η Πολιτεία
που επικράτησε στην Ευρώπη, αρχικά ως απολυταρχία/κρατική δεσποτεία και στη
συνέχεια με το προσωνύμιο του κράτους-έθνους, ταξινομείται από το νεοτερικό
άνθρωπο στις δημοκρατίες. Η κοσμοσυστημική γνωσιολογία την ορίζει ως μια
εκλόγιμη μοναρχία με ισχυρή ολιγαρχική θεμελίωση. Επικράτησε στη Δύση ως φυσική
συνέπεια της μετεξέλιξης των κοινωνιών της από τη φεουδαρχία στον πρώιμο
ανθρωποκεντρισμό.
Κατά τούτο,
η Πολιτεία αυτή υπήρξε πλήρως συναρμοσμένη με την εξελικτική σημειολογία των
ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αποτέλεσε, γι’ αυτές μια αδιαμφισβήτητη πρόοδο στο μέτρο
που, είτε ως φιλελευθερισμός είτε ως σοσιαλισμός, έσυρε τις κοινωνίες στην
απελευθέρωση. Στις χώρες της μετάβασης, η Πολιτεία αυτή εξακολουθεί να είναι
εναρμονισμένη με το διατακτικό της ολιγαρχικής τάξης και να παρακολουθεί εκ του
σύνεγγυς τις μεταλλάξεις της. Είναι επομένως ολιγαρχική στις πολιτικές της.
Διαθέτει, ωστόσο, ακόμη ένα κανονιστικό περιβάλλον που επιτρέπει στην κοινωνία
να διαλέγεται μαζί της, με πρόσημο την κοινωνική συνοχή.
Τι συνέβη
λοιπόν και η Πολιτεία αυτή, στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους, εκφυλίσθηκε
από την πρώτη στιγμή, από την εγκατάσταση συγκεκριμένα της βαυαρικής
δυναστείας, σε μια πελατειακά διαρθρωμένη ολιγαρχική κομματοκρατία; Πρωταρχικά,
απουσίαζε από την ελληνική κοινωνία η θεμέλια προϋπόθεση που τη γέννησε στις
χώρες της Εσπερίας: Η μεταβατική
φάση μιας κοινωνίας που επιζητούσε αποκλειστικά την θεσμική της υποστασιοποίηση
υπό το πρίσμα της ατομικής ελευθερίας. Και περαιτέρω η ταξικά προσδιορισμένη
πολιτική της αναφορά, που υπαγόρευε εν τέλει την εναρμόνιση των δημοσίων
πολιτικών με την κοινωνική συλλογικότητα, στη βάση της ιδεολογίας.
Πελατειακή εξατομίκευση
Στο
νεοελληνικό κράτος διαπιστώνεται ότι οι δημόσιες πολιτικές παραχώρησαν εξαρχής
την θέση τους σε πολιτικές πελατειακής εξατομίκευσης, τις οποίες συνόδευε μια
υψηλής διακινδύνευσης για τη χώρα ιδιοποίηση του κράτους. Η κρατούσα
ερμηνευτική εκδοχή του πράγματος χρεώνει την ευθύνη αυτή στην ελληνική
κοινωνία. Όπως ισχυρίζεται, οι Έλληνες δεν ακολούθησαν τον κατ’ αυτήν
αξιολογικά ανώτερο δρόμο της Εσπερίας. Γι’ αυτό δεν διήλθαν από τα στάδια της
Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της Μεταρρύθμισης, της βιομηχανικής επανάστασης
και πολλά άλλα, για να οδηγηθούν στην κορωνίδα της δημοκρατίας, δηλαδή στο
πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας.
Ως απόρροια
του γεγονότος αυτού, η ελληνική κοινωνία δεν κατόρθωσε στους δύο αιώνες που
ακολούθησαν, να εξοικειωθεί με το καθεστώς της νεοτερικότητας. Συνομολογείται
έτσι ότι για τις όποιες στρεβλώσεις ή δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος
πταίει η ελληνική κοινωνία και οι κληρονομιές της, όχι το πολιτικό σύστημα που
της επεβλήθη.
Αυτή η σχολή
σκέψης συλλαμβάνεται ωστόσο να μην αγγίζει ή και να παραποιεί κατάφωρα
ορισμένες καίριες διαστάσεις του φαινομένου, οι οποίες ανάγονται στην
ιδιοσυστασία της προεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας. Πρώτα πρώτα, δεν εξηγεί
πώς συμβαίνει δύο αιώνες “κατήχησης” της ελληνικής κοινωνίας, να μην είναι
αρκετοί για τον “εξευρωπαϊσμό” της, όπως επικράτησε να λέγεται. Δηλαδή να την
ρυμουλκήσει στις προδιαγραφές του. Να την εναρμονίσει προς συμπεριφορές που
αρμόζουν στην πρώιμη ολιγαρχία, σε κοινωνία ιδιώτη, (η έννοια της “κοινωνίας
αγέλης/μάζας”), αντί της πολιτικής ατομικότητας, που επιδείκνυε η κοινωνία και η οποία
προσιδιάζει σε πολιτική ανάπτυξη αντιπροσωπευτικής ή δημοκρατικής Πολιτείας.
Η ταξινόμηση στο Μεσαίωνα
Είναι γνωστό
άλλωστε ότι πολλές άλλες κοινωνίες οι οποίες εισήλθαν στη νεότερη εποχή πολύ
αργότερα και με δυσμενέστερους όρους, εφαρμόζουν ήδη την μοναρχευομένη
ολιγαρχία με ακρίβεια ορθοταξίας. Συγχρόνως, δεν προκύπτει τι απέτρεψε την
πολιτική τάξη να εναντιωθεί τις δυσμορφίες αυτές του κράτους, και κατ’ αυτήν
της κοινωνίας, ώστε να πολιτευθεί υπό το πρίσμα του κοινού συμφέροντος.
Από την
άλλη, στο σκεπτικό αυτής της σχολής αποσιωπώνται πλήθος από καίριες παραμέτρους
που αντιλέγουν στο επιχείρημά της. Για παράδειγμα, δεν κατόρθωσε να δώσει μια
πειστική απάντηση για την ιδιοσυστασία της προεπαναστατικής ελληνικής
κοινωνίας, πέραν του να την ταξινομεί στον Μεσαίωνα για να συμμορφωθεί με την
εσπεριανή δογματική της μετάβασης από την αρχαιότητα στη νεότερη εποχή.
Η επισήμανση
αυτή, αποκτά ξεχωριστή σημασία αν αναλογισθεί κανείς ότι η ελληνική κοινωνία
έως και τον 19ο αιώνα κατείχε μια ηγετική οικονομική, πνευματική, πολιτισμική,
εκπαιδευτική και θεσμική θέση, σε μια ευρύτατη γεωγραφική περιοχή, που
περιελάμβανε τρεις αυτοκρατορίες (την οθωμανική, την ρωσική, την αυστριακή και,
εννοείται, μεγάλο μέρος της Μεσογείου), υπό καθεστώς (εθνικής και δη
δεσποτικής) κατοχής.
Η ανταγωνιστική εταιρική οικονομία
Επιπλέον,
διαπιστώνεται ότι η αστική τάξη του μείζονος Ελληνισμού δεν ανέμενε την
Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό ή την κρατική δεσποτεία και το κράτος-έθνος για
να γεννηθεί. Αποτέλεσε την αδιάκοπη σταθερά του ελληνικού κόσμου, διέθετε
οικουμενικά και όχι κρατοκεντρικά χαρακτηριστικά. Ήταν δομημένη στη βάση της
εταιρικής οικονομίας και όχι της διαιρετικής τομής μεταξύ ιδιοκτησίας του
συστήματος και εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι αντιμετωπιζόταν μέχρι το τέλος
του 19ου αιώνα ως άκρως ανταγωνιστική από τις ανερχόμενες αστικές δυνάμεις της
δυτικής Ευρώπης.
Ο πρόξενος
της Γαλλίας στη Λεμεσό στα μέσα του Β’ ημίσεως του 19ου αιώνα κρούει τον κώδωνα
του κινδύνου, επισημαίνοντας στην κυβέρνησή του ότι εάν δεν ληφθεί μέριμνα ώστε
η Οθωμανική Αυτοκρατορία να τεμαχισθεί σε πολλά μικρά εθνικά κράτη είναι
προδιαγεγραμμένο να την οικειοποιηθούν οι Έλληνες και να δημιουργήσουν ένα
κράτος αντίστοιχο με τη δύναμή τους, αλλά αναντίστοιχο με την ηγεμονική
φιλοδοξία της Δύσης στον κόσμο.
Λίγα χρόνια
αργότερα, ο Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, επιλέγει τον ελληνικό αντί οποιουδήποτε άλλου
ευρωπαϊκού δρόμου -συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας- για την είσοδο της
Ρωσίας στη νεοτερικότητα. Κατ’ανάλογο τρόπο έβλεπαν και οι άλλοι βαλκανικοί
λαοί την ελληνική πρωτοπορία, συμπεριλαμβανομένων και των Οθωμανών. Προσθέτω το
αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πνευματική παραγωγή του Ελληνισμού κατά τη
μεταβυζαντινή περίοδο, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που συμπίπτει με την
φάση του δυτικού Διαφωτισμού, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις δύο ή τρεις το
πολύ μεγάλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου.
"Ξένος τόπος"
Οι ανωτέρω
επισημάνσεις αρκούν για να συνομολογηθεί ότι η προεθνοκρατική ελληνική κοινωνία
δεν ήταν φεουδαλική / μεσαιωνική, εξ επόψεως ιδιοσυστασίας. Ως προς αυτό
προσομοιάζει ομοθετικά με την προγενέστερη οικουμενική περίοδο του ελληνικού/
ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Εάν επομένως την ταξινομήσουμε στον Μεσαίωνα
ως δεσποτική –διότι αυτό υποδηλώνει η έννοια του Μεσαίωνα– θα πρέπει να
αποδεχθούμε αναντιλέκτως ότι και η προγενέστερη, η οικουμενική και η
κρατοκεντρική ανθρωποκεντρική περίοδος του Ελληνισμού –η “αρχαιότητα”– ήταν
επίσης δεσποτική/ φεουδαλική.
Τα στάδια
που διήλθε η Δύση (Αναγέννηση κλπ) στον αγώνα της να απεξαρτηθεί από τη
δεσποτεία, στην οποία την έριξε η γερμανική βαρβαρότητα, και να επανενταχθεί
στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι, δεν αφορούσαν τον Ελληνισμό, διότι ήσαν ξένα
προς την ανθρωποκεντρική του ιδιοσυστασία. Ο Ελληνισμός, παρόλες τις δουλείες
που τον υπέβαλλε η οθωμανική κατοχική δεσποτεία παρέμεινε θεμελιωδώς
ανθρωποκεντρικός και οικουμενικός, με πρόσημο τη θεμέλια κοινωνία του
κοινού/πόλης.
Τούτο
γίνεται εμφανές όταν εντρυφά κανείς στις πηγές της πολιτειακής λειτουργίας των
κοινών/πόλεων της εποχής, αλλά και στα πολιτειακά προτάγματα των Ελλήνων, που
εστίαζαν στην εθνική απελευθέρωση. Κανένα από αυτά δεν εναγκαλιζόταν την
απολυταρχική μοναρχία (κρατική δεσποτεία), την απελευθέρωση από τη φεουδαρχία ή
το ιδιοκτησιακά διατεταγμένο οικονομικό σύστημα που ευαγγελιζόταν η
(φιλελεύθερη όσο και η σοσιαλιστική) νεοτερικότητα.
Ο
λόγος γι’
αυτό αφορά στην ιδιαίτερη, στην ανθρωποκεντρική φύση του Ελληνισμού, με
την
οποία εκινείτο στην ιστορία από την αρχαιότητα και όχι επειδή ήσαν
συντηρητικοί
ή αδιάφοροι προς το πνεύμα της δυτικής μετάβασης. Η παραδοχή αυτή,
υποκρύπτει
μια αδήριτη πραγματικότητα: ότι οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και
του
σοσιαλισμού, που διακινούνταν στην Ευρώπη της νεοτερικότητας,
αποτελούσαν “ξένο
τόπο” προς το ανθρωποκεντρικό στάδιο που βίωνε ο Ελληνισμός. Και
επιπροσθέτως η πελατειακή αποδόμηση της σχέσης κοινωνίας και πολιτικής, η
ίδια η εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία το
κράτος οφείλεται όχι στις κληρονομιές της τουρκοκρατίας αλλά στο γεγονός
ότι συνέβη στην περίπτωσή της η μεθάρμοση ηγεμόνα: απηλλάγη από την
οθωμανική δεσποτεία για να υποβληθεί σε μια κατά βάση ανάλογη δεσποτεία,
την δυτική. Ώστε αν θέλουμε αξιόπιστα να ομολογήσουμε την αιτία της
νεοελληνικής κακοδαιμονίας αυτή δεν οφείλεται στο ότι δεν διήλθε από τα
στάδια της Δύσης (της φεουδαρχίας, του Διαφωτισμού κλπ), αλλ'αντιθέτως
στο γεγονός ότι απεκόπη από την κοσμοπολιτειακή ομοθεσία της οικουμένης
που οδηγούσε στη νεοτερικότητα, για να υποταχθεί κυριολεκτικά στο άρμα
της δυτικής μετάβασης. Η οποία για τον ελληνισμό σήμαινε μια καθολική
ανθρωποκεντρική οπισθοδρόμηση.