Δύο όροι έχουν αποκτήσει καθημερινή χρήση στο λεξιλόγιο της πολιτικής
αντιπαράθεσης τα τελευταία χρόνια. Ο πρώτος είναι ο όρος «λαϊκισμός»,
που αναγορεύθηκε το 2017 σε λέξη της χρονιάς από το περίφημο λεξικό του
Καίμπριτζ. Αναφέρεται σε εκείνο τον πολιτικό λόγο και την πολιτική
συμπεριφορά που θεμελιώνονται στη διάκριση μεταξύ του λαού ως ενιαίου
συνόλου αφενός και των πολιτικών ή οικονομικών ελίτ αφετέρου, στη
δαιμονοποίηση των αντιπάλων και στην υπεραπλούστευση των πολιτικών
προβλημάτων. Ενδεικτικό παράδειγμα τέτοιας υπεραπλούστευσης αποτελεί η
ρητορεία περί κατάργησης των Μνημονίων με ένα άρθρο σε ένα νόμο, που
τελικά οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο.
Ο λαϊκισμός δεν αποτελεί μια νέα ιδεολογία, αλλά έναν τρόπο έκφρασης,
πολιτικής πρακτικής και κυβερνητικής δράσης που ακολουθούν τόσο δεξιοί
όσο και αριστεροί πολιτικοί ηγέτες. Στις ΗΠΑ λαϊκιστής χαρακτηρίζεται
τόσο ο Πρόεδρος Τραμπ όσο και ο αντίπαλός του στην πλευρά των
Δημοκρατικών Μπέρνι Σάντερς. Στην Ευρώπη λαϊκιστές θεωρούνται, μεταξύ
άλλων, οι δεξιοί εθνικιστές Όρμπαν στην Ουγγαρία και Σαλβίνι στην
Ιταλία, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ ή οι Podemos στην Ισπανία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεξιός και αριστερός λαϊκισμός ταυτίζονται, αφού ο
δεξιός λαϊκισμός εκδηλώνει πολύ εντονότερα τα αυταρχικά χαρακτηριστικά
του και διαπνέεται από δεδηλωμένο εθνικισμό. Όμως και στις δύο αυτές
εκφάνσεις του ο λαϊκισμός υπονομεύει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την
κριτική σκέψη των πολιτών, μέσα σε ένα κυκεώνα απατηλών ερμηνειών,
ψευδογεγονότων και καταγγελιών διαφόρων «σκοτεινών κέντρων ισχύος».
Γιατί ανεβαίνει επικίνδυνα ο λαϊκισμός σε όλο τον κόσμο; Γιατί λαϊκιστές
ηγέτες κατακτούν την εξουσία στα ευρωπαϊκά κράτη; Γιατί τα παραδοσιακά
κεντροδεξιά και κεντροαριστερά πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονταν επί
δεκαετίες στη διακυβέρνηση υποχωρούν ραγδαία; Γιατί, όπως φαίνεται, η
δύναμη τους αθροιστικά θα είναι για πρώτη φορά μειοψηφική στην Ευρωβουλή
μετά τις εκλογές του Μαΐου; Οι απαντήσεις είναι πιο απλές και οδυνηρές
από ό,τι θα ήθελαν να παραδεχθούν οι ηγέτες των παραδοσιακών πολιτικών
δυνάμεων και οι υπέρμαχοι του δημοκρατικού κράτους δικαίου: Η διάλυση
του κράτους πρόνοιας, η διεύρυνση του κοινωνικού αποκλεισμού και των
ανισοτήτων, οι επισφαλείς μορφές απασχόλησης, οι αλλαγές που συνοδεύουν
την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τη μετατόπιση του οικονομικού
κέντρου βάρους από τη Δύση προς την Ανατολή, όλα αυτά αποτελούν τροφή
του λαϊκισμού και δείγμα ανημπόριας των παλιών πολιτικών δυνάμεων.
Η πραγματική απειλή για τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες προέρχεται ωστόσο από
τον δεύτερο, πρόσφατα διαδεδομένο όρο του πολιτικού λεξιλογίου, τον
«συνταγματικό λαϊκισμό», που αποτελεί ειδική μορφή του λαϊκισμού. Αν ο
λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό εργαλείο για την εκλογική νομιμοποίηση του
δεξιού και αριστερού αυταρχισμού και καθεστωτισμού, ο συνταγματικός
λαϊκισμός συνιστά τον μηχανισμό άλωσης και αιχμαλωσίας των θεσμικών
αντίβαρων και των δικαιοκρατικών εγγυήσεων που κατοχυρώνονται στα
Συντάγματα, αμφισβητώντας έτσι θεμελιώδεις αρχές της πλουραλιστικής
δημοκρατίας.
Υπήρξε και στην Ελλάδα ένα τέτοιο σχέδιο αλλοίωσης των δημοκρατικών και
δικαιοκρατικών θεσμών; Η απάντηση είναι καταφατική. Έχουν επισημανθεί
κρίσιμες παρεμβάσεις στον χώρο της δικαιοσύνης, εγχειρήματα χειραγώγησης
των ΜΜΕ, απόπειρες ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και ελέγχου της
κοινωνίας πολιτών. Όμως οι αντιστάσεις ήταν ισχυρές και οι θεσμοί
επέδειξαν ανθεκτικότητα. Φαίνεται ότι όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών
θα εντείνεται το κυβερνητικό κυνήγι μαγισσών και ο καθεστωτικός
αυταρχισμός. Όμως ο κίνδυνος για τη δημοκρατία πηγάζει πλέον από αλλού
και συγκεκριμένα από την τελμάτωση της οικονομίας και τη συμπίεση των
μεσαίων τάξεων.
Πηγή: