Το ιδεολογικό υπόβαθρο πίσω από τη λειτουργία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών...

Η δημιουργία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) το 1945 αποτέλεσε βάση της ελπίδας για μία δίκαιη και ειρηνική κοινότητα κρατών παγκόσμιας εμβέλειας. 

 
Σε αντίθεση με την προγενέστερη Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), το νέο εγχείρημα που εδραιώθηκε στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χαρακτηρίστηκε από παγκόσμια συμμετοχή, εξασφαλίζοντας, έτσι, την απαραίτητη νομιμότητα για την υλοποίηση των αρμοδιοτήτων που απέρρεαν από τον Καταστατικό του Χάρτη (Baylis, Smith and Owens 2013). Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι το παρόν κείμενο στηρίζεται κατά βάση σε κείμενο του Γιώργου Δικαίου (2014) που ασχολείται με την οπτική του ιστορικού, Mark Mazower, για τον Οργανισμό.
Η πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας έχει συνδεθεί άμεσα με την ανάδυση του ΟΗΕ. Η σταδιακή συρρίκνωση της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, και η αποτυχία διατήρησης της εξουσίας της μέσω ενός οργανισμού διεθνούς εμβέλειας, όπως ήταν η ΚτΕ, οδήγησαν στην αποδυνάμωση της βρετανικής ισχύος. Για τους αξιωματούχους της Κοινοπολιτείας, ο ΟΗΕ αποτελούσε το ιδανικό εργαλείο διατήρησης της βρετανικής ισχύος και της ηγεμονίας της λευκής φυλής ανά τον κόσμο. Κάτι τέτοιο θα καθίστατο δυνατό μέσω της συνεργασίας της Μ. Βρετανίας με τις δυο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όπως αυτές αναδείχτηκαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) και τη Σοβιετική Ένωση. Η αναγνώριση της υπεροχής των τριών ηγεμονικών δυνάμεων από τα υπόλοιπα κράτη ήταν απαραίτητη για την εξάλειψη των ανησυχιών περί Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου (Δικαίος 2015).
Κατά τη θεώρηση των Βρετανών, η σύμπραξη των μεγάλων δυνάμεων «θα αποτελούσε τον πυρήνα του συστήματος συλλογικής ασφάλειας», ενώ η διεθνής αναγνώριση του τριμερούς διευθυντηρίου (ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης), θα αποτελούσε εγγυητήρια δύναμη για τη συμμετοχή μικρότερων κρατών στον οργανισμό, προσφέροντας τη δυνατότητα άσκησης επιρροής στις διεθνείς σχέσεις. Με τον τρόπο αυτό, οι διμερείς μυστικές συμφωνίες και η συνήθης πρακτική της μυστικής διπλωματίας θα αντικαθίστατο από τη «δημόσια, πολυμερή διπλωματία», προσδίδοντας διαφάνεια και ενισχύοντας τη σταθερότητα του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος (Δούση 2011).
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήδη πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε συμφωνηθεί η σύσταση ενός οργανισμού παγκόσμιας εμβέλειας. Ωστόσο, η αποτυχία της πρώτης προσπάθειας (ΚτΕ) λειτούργησε αποθαρρυντικά ως προς την ανάληψη πρωτοβουλιών στους κόλπους των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Η Μ. Βρετανία, όμως, πεπεισμένη για τη χρησιμότητα ενός νέου οργανισμού, πρωτοστάτησε της δημιουργίας του, αναλαμβάνοντας τη σύνταξη του προοιμίου της ιδρυτικής συνθήκης του, το οποίο έπειτα από την υπερψήφισή του αποτέλεσε το «Προοίμιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» (Mazower 2009).
Μπορεί η αναμέτρηση με τον φασισμό και η κατάρρευση της ΚτΕ να προσέφεραν σημαντικά διδάγματα, δεν τροποποίησαν όμως, εξίσου σημαντικά, τα επιχειρήματα των κρατών ως προς τη δημιουργία μίας κοινοπολιτείας των εθνών. Δεσπόζουσα θέση κατείχε η πεποίθηση ότι ο νεοσύστατος ΟΗΕ ερχόταν να επιλύσει τα προβλήματα του προκατόχου του – δηλαδή, να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη συρρίκνωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμη, η στήριξη των ΗΠΑ στο νέο εγχείρημα άφηνε πίσω τον αμερικανικό απομονωτισμό του Μεσοπολέμου, επιβεβαιώνοντας την «ειδική σχέση» μεταξύ ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας. Εκτός αυτών, ο ΟΗΕ επιβεβαίωσε τη θέση της Σοβιετικής Ένωσης ως μία από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, γεγονός που θεωρήθηκε «αναγκαίο κακό» από τις δυτικές δυνάμεις, αλλά, ταυτόχρονα, απαραίτητο στοιχείο για την οικουμενικότητα του οργανισμού.
Κοινωνία των Εθνών, 11η Συνέλευση
Εντός αυτού του πλαισίου, το τριμερές διευθυντήριο -που είχε διαμορφωθεί ήδη πριν το τέλος του πολέμου- κλήθηκε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των βίαιων και εξαναγκαστικών μετακινήσεων πληθυσμών, που ήταν αποτέλεσμα των κτηνωδιών όπως αυτές στις οποίες επιδόθηκαν οι Ναζί έναντι μειονοτήτων. Η αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος διαφοροποίησε τη λειτουργική βάση του ΟΗΕ έναντι αυτής της ΚτΕ, δίνοντας βαρύνουσα σημασία στις πολιτικές αποφάσεις. Η παρεμβατική πολιτική που ακολούθησε η ΚτΕ ως προς τα μειονοτικά δικαιώματα αποτελούσε παρελθόν, καθώς πλέον οι απανταχού μειονότητες αντιμετωπίστηκαν ως πηγές διεθνούς αποσταθεροποίησης. Η κρατούσα άποψη περί «μετακινήσεων πληθυσμών και ανταλλαγών που θα γίνονταν ύστερα από διεθνείς διαπραγματεύσεις και οργάνωση, και όχι μέσα από αυθόρμητα και ανοργάνωτα αποτελέσματα πολέμων ή μονομερών αποφάσεων» (Mazower 2009) επιβεβαιώνει την εν λόγω διαφοροποίηση. Το ρεύμα της εποχής πρότασσε την ανάγκη υπεράσπισης της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας, λόγω της κρατοκεντρικής φύσης του οργανισμού.
H παραπάνω «μετατόπιση» κρίθηκε αναγκαία για την αποφυγή λαθών του παρελθόντος, ενώ σχολιάστηκε με δηκτικό τρόπο, μιας και, πλέον, «όλα περιστρέφονταν γύρω από τον εθνικιστικό στόχο: ό,τι είχαν απαιτήσει από τη δεκαετία του ’30 οι Αναθεωρητές και οι Ναζί, τώρα οι Σύμμαχοι το προωθούσαν – η εθνική ομοιογένεια ως το επιθυμητό χαρακτηριστικό της εθνικής αυτοδιάθεσης και της διεθνούς σταθερότητας» (Δικαίος, 2015).
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο νεοσύστατος ΟΗΕ στη διαδικασία της αποαποικιοποίησης και, επακόλουθα, στη διαμόρφωση του συστήματος εθνών-κρατών που γνωρίζουμε σήμερα. Απαρχή αποτέλεσε η δημιουργία του εβραϊκού εθνικού κράτους του Ισραήλ, με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών του 1947 περί διαίρεσης της Παλαιστίνης σε ένα αραβικό και ένα ισραηλινό κράτος. Η απόφαση αυτή πυροδότησε εθνικιστικές βλέψεις περί αυτοδιάθεσης των αποικιών ανά τον κόσμο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κρατοκεντρική προσέγγιση που διέπει τον πυρήνα της ιδέας των Ηνωμένων Εθνών, οδήγησε στην ανέλιξη του οργανισμού σε εγγυητή και προστάτη της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών που αναδύθηκαν μέσα από τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης (Δικαίος 2015).
Με τη Γενική Συνέλευση να λαμβάνει χαρακτήρα «αντιαποικιακού φόρουμ» στην αναδυόμενη αντίληψη της νέας τάξης πραγμάτων, δόθηκε έμφαση στη διάλυση των αυτοκρατοριών, τοποθετώντας την πολιτική πάνω από το δίκαιο. Το γεγονός αυτό ανέδειξε μία εγγενή δυναμική του Οργανισμου, που βρέθηκε εκτός του ελέγχου των κρατών που τον δημιούργησαν, και είχε διττό, συμβολικό αλλά και πρακτικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, από τη μία πλευρά, αποτέλεσε άμεση αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων ανά τον κόσμο ενώ, από την άλλη, ενίσχυσε την επιρροή του μετά-αποικιακού κόσμου στα διεθνή δρώμενα. Θέτοντάς το διαφορετικά, ο ΟΗΕ όχι μόνο δεν εξελίχθηκε σε εργαλείο συντήρησης των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών (ιδίως της Βρετανικής), αλλά αποτέλεσε την «ταφόπλακα» της παλιάς Συμφωνίας των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα (Δικαίος 2015).
Εν ολίγοις, ο Οργανισμός βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις βρετανικές ιδέες και αντιλήψεις ως προς την οργάνωση της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης. Πέραν των βρετανικών ιδεών, επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στην αποφυγή των λαθών του προγενέστερου οργανισμού, προωθώντας την ομογενοποίηση των εθνών-κρατών, τα οποία θα αποτελούσαν τον πυρήνα του νεοσύστατου ΟΗΕ. Τέλος, η καταλυτική συμβολή του Οργανισμού στη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, καθιέρωσε τον χαρακτήρα του ως ένα ισχυρό πολιτικό φόρουμ παγκόσμιας εμβέλειας.
Άραγε, όμως, τελικά, ο ΟΗΕ σηματοδότησε το πέρασμα σε μία νέα τάξη πραγμάτων, ή μήπως τροποποίησε το παλαιό διεθνές σύστημα των δυτικών αυτοκρατοριών σε μια «συμμαχία των Μεγάλων Δυνάμεων ενταγμένη σε έναν παγκόσμιο οργανισμό» (Καρασαρίνης 2016); H δεύτερη υπόθεση ονομάστηκε επιγραμματικά διεθνιστικός ιμπεριαλισμός, εξηγώντας την επί δεκαετίες στασιμότητα του Οργανισμού, ο οποίος μπορεί να διακήρυττε την υποστήριξη της εθνικής αυτοδιάθεσης, αλλά παρέμενε, ταυτόχρονα, εγκλωβισμένος στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της εκάστοτε εποχής.

Διονύσιος Δραγώνας

Πηγές:
  1. Δικαίος, Γ. (2015). Η εξέλιξη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών μέσα από το Έργο του Μαρκ Μαζάουερ. Η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο Κόσμος, Εκδόσεις Παπαζήσης, τχ. 4, 55-64.
  2. Δικαίος, Γ. (2014). Ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών και η Ιστορική Έρευνα: Η Συμβολή του Μαρκ Μαζάουερ. Πτυχιακή Εργασία, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
  3. Δούση, Ε. (2011). Η ίδρυση του ΟΗΕ το 1945. Η Καθημερινή. http://www.kathimerini.gr/429578/article/epikairothta/kosmos/h-idrysh-toy-ohe-to-1945.
  4. Καρασαρίνης, Μ. (2016). Οι απαρχές του ΟΗΕ. Το Βήμα. http://www.tovima.gr/vimamen/manual/article/?aid=769653
  5. Baylis, J. and Smith, S. and Owens, P. (2013). Η Παγκοσμιοποίηση της Διεθνούς Πολιτικής. Εκδόσεις: Επίκεντρο.
  6. Mazower, M. (2009). No Enchanted Palace. Εκδόσεις: Princeton University Press.