Γιώργος Ν. Οικονόμου Διδάκτωρ
Φιλοσοφίας.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα και ιδίως η
κοινωνία χειροτερεύει κάθε μέρα και πιο πολύ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετά από έναν χρόνο διακυβέρνησης αποδείχθηκε και αποδεικνύεται ανίκανη να χειρισθεί τα μεγάλα προβλήματα που κληρονόμησε, καθώς και αυτά που δημιουργούνται ή που δημιουργεί η ίδια. Όλα είναι μπλοκαρισμένα χωρίς κάποια προοπτική αισιοδοξίας: ασφαλιστικό, φορολογικό, προσφυγικό, μεταναστευτικό, αξιολογήσεις των δανειστών, χρέος, στασιμότητα της οικονομίας και της παραγωγής, ανεργία, φτώχεια. Η χώρα βρίσκεται ήδη εκτός αγορών, ενώ οι άλλες ομοιοπαθείς χώρες βγαίνουν στις αγορές. Κινδυνεύει επίσης να εξορισθεί από τη ζώνη Σέγκεν και από την Ευρώπη, με χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες εγκλωβισμένους στο εσωτερικό της, και να επιστρέψει έτσι στη βαλκάνια ανατολίτικη μοναξιά της, υποταγμένη στον επαρχιώτικο εθνικισμό και στην οπισθοδρομική βυζαντινή Ορθοδοξία, με κατοίκους δέσμιους στον ναρκισσισμό της παρακμιακής ιδιαιτερότητας και «αποστεωμένους οστεοφύλακες των τρισχιλιετών προγόνων».
Η κυβερνητική Αριστερά βρίσκεται σε
αδιέξοδο, ενώ οι διανοούμενοί της, γοητευμένοι από τα οφέλη και τα προνόμια της
εξουσίας, κατάντησαν βαστάζοι της κομματικής και κυβερνητικής γραφειοκρατίας.
Ταυτοχρόνως, προσπαθώντας αυτοί να βρούν
νέα αφηγήματα, ψελίζουν παλαιά δεολογικά σχήματα («σοσιαλισμός») ή
χρησιμοποιούν έννοιες που ήλθαν στο προσκήνιο
μετά το κίνημα των πλατειών το 2011 («άμεση δημοκρατία»). Όμως οι έννοιες αυτές ούτε εξηγούνται,
ούτε και μπορούν να εξηγηθούν πειστικά. Κατ’ αρχάς ο «σοσιαλισμός» έχει
αποτύχει, όπως έχει δείξει η ιστορία, και δεν ελκύει πια κανέναν. Όσον αφορά την «άμεση δημοκρατία», οι χρήσεις
της από τους διανοούμενους της Αριστεράς είναι μετέωρες, αφυδατωμένες από
το ουσιαστικό της περιεχόμενο, δεν έχουν καμία σχέση με το πρόταγμα της άμεσης
δημοκρατίας, όπως αυτό εμφανίσθηκε στις πλατείες και παλαιότερα ή όπως αναλύθηκε
από φιλοσόφους σαν τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Άμεση δημοκρατία σημαίνει την
άσκηση εξουσίας άμεσα από τους πολίτες, με συνελεύσεις, χωρίς κόμματα και
αντιπροσώπους. Η Αριστερά, κάθε είδους Αριστερά, έχει διαταραγμένη σχέση με τη
δημοκρατία και με την πραγματικότητα. Το ίδιο ισχύει τόσο για τον μαρξισμό, τον
οποίο η Αριστερά επικαλείται, όσο και για τους αριστερούς διανοούμενους από
τους οποίους αυτή εμπνέεται - Αλτουσέρ, Μπαντιού, Ζίζεκ, Μπαλιμπάρ.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου τρεις
δρόμοι ανοίγονται για την κοινωνία. Ο πρώτος είναι αυτή να επιστρέψει στη ΝΔ
του Μητσοτάκη. Όμως αυτό οδηγεί, όπως οδήγησε, σε αδιέξοδα, διότι η Δεξιά
ευθύνεται μαζί με το Κέντρο για την χρεοκοπία και συνεπώς είναι ανίκανη για
κάτι καλύτερο. Επίσης, οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις για αναβίωση παλαιών
αποτυχημένων σχημάτων («κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά», «σοσιαλδημοκρατία»)
δημιουργούν αποπροσανατολισμό και σύγχυση. Όλα τα κόμματα είναι ανίκανα,
αρχηγικά, χωρίς αρχές και σοβαρά προγράμματα, χωρίς εσωτερικό διάλογο και
έλεγχο από τη βάση, έχοντας ως μοναδικό σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, τη
διατήρησή της και την χρησιμοποίησή της για προσωπικά και κομματικά οφέλη.
Ο δεύτερος δρόμος είναι η κοινωνία να
μετακομίσει, έστω σε μικρό ποσοστό, σε κόμματα τύπου ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ. Αυτός
ο δρόμος επίσης θα ανακυκλώσει τα αδιέξοδα, αφού πρόσωπα σαν τον Λαφαζάνη, την
Κωνσταντοπούλου ή τον Βαρουφάκη αποδείχθηκαν ανεπαρκέστατα και δέσμια των
ιδεολογικών αγκυλώσεων ή των προσωπικών ελαττωμάτων, επιρρεπή στον
αριστερίστικο λαϊκισμό, στην ανευθυνότητα και στην εύκολη αντιμνημονιακή
ρητορεία. Δεν έχουν τίποτε ουσιαστικό, και εποικοδομητικό να προτείνουν, ούτε η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το σταλινικό ΚΚΕ.
Μένει λοιπόν ο τρίτος δρόμος που
είναι η μόνη δυνατότητα εξόδου από τη χρεοκοπία: η είσοδος του κοινωνικού
πλήθους στον δημόσιο χώρο με στόχο και απαίτηση την αλλαγή του αποτυχημένου
πολιτικού συστήματος προς την κατεύθυνση της πραγματικής δημοκρατίας. Προς τον
δρόμο αυτόν οδηγούν κάποια μονοπάτια. Πρώτον, η ανάγκη απεγκλωβισμού από το
ολιγαρχικό κομματοκρατικό σύστημα, διότι αυτό αφ’ενός ευθύνεται για τη
χρεοκοπία και αφ’ ετέρου απέτυχε παταγωδώς να οδηγήσει σε βιώσιμη διέξοδο.
Δεύτερον, η συνεχώς αυξανόμενη απαξίωση της κομματοκρατίας από τούς ψηψοφόρους,
όπως εκφράσθηκε με τη μεγάλη πρωτοφανή αποχή στις τελευταίες εκλογές (45%). Η
αποχή από παθητική μπορεί να εκφρασθεί ενεργητικά με πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης,
συνελεύσεις σε συνοικίες, χωριά, τόπους εργασίας, πανεπιστήμια. Τρίτον, η αύξουσα επιθυμία σημαντικού μέρους της
κοινωνίας για δημοκρατία, για συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση
των νόμων, όπως εκδηλώθηκε κυρίως στο κίνημα του 2011 με τις Λαϊκές Συνελεύσεις
στην πλατεία Συντάγματος και στις άλλες πλατείες, που είχαν στόχο την αλλαγή
του πολιτικού συστήματος και την άμεση δημοκρατία. Στην ίδια τάση εντάσσονται
και τα μετέπειτα εγχειρήματα για συνεταιρισμούς, αυτοδιαχείριση και συνεργατική
οικονομία.
Η επιθυμία αυτοκυβέρνησης εκδηλώθηκε
και σε άλλες χώρες, οδήγησε δε σε κινήματα αυτοκαθορισμού, διεκδίκησης δημοσίων
χώρων και δημοκρατίας, που έχουν αφήσει ισχυρό αποτύπωμα και πολιτική
παρακαταθήκη: Ζαπατίστας στο Μεξικό, κινήματα στη Λατινική Αμερική, αραβική
άνοιξη, Occupy
Wall
Street
στις ΗΠΑ, κίνημα για πραγματική δημοκρατία στην Ισπανία, εξεγέρσεις στην
Τουρκία, αυτοδιευθυνόμενος συνομοσπονδισμός των Κούρδων.
Ταυτοχρόνως, παρατηρείται ένα
ανοδικό ενδιαφέρον για στοχαστές που αφ’ενός έρχονται σε ρήξη με το ολιγαρχικό
κομματοκρατικό σύστημα, με την αποτυχημένη μαρξική θεωρία και τις
«σοσιαλιστικές» εφαρμογές της, και αφ’ ετέρου προτείνουν μορφές αυτοδιακυβέρνησης,
στηριζόμενες στην αυτοοργάνωση του κοινωνικού πλήθους και στην δημοκρατική
αυτονομία. Τέτοιοι στοχαστές είναι η Άρεντ, ο Καστοριάδης και ο ύστερος
Μπούκτσιν, ο οποίος μετά το 1995 διέκοψε με τον αδιέξοδο και εξωπραγματικό
αναρχισμό.
[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 5 Απριλίου 2016]