Yπάρχει
μιά πτυχή της ιστορίας των καλωδίου ηλεκτρικης διασυνδέσεως
Ελλάδος-Κύπρου πού ξεφεύγει από τό πλαίσιο της καθαρως ενεργειακης
πολιτικης.
Δέν έχει νά κάνει μέ υποψίες υπερτιμολογήσεων, μέ Ευρωπαϊκές Εισαγγελίες καί μέ όλα όσα έχουν κατακλύσει τήν ειδησεογραφία τό
τελευταιο διήμερο. Ειναι η πρώτη υπόθεσις στήν οποία εμφανίζεται μιά σαφής διάστασις πολιτικης Αθηνων καί Λευκωσίας. Καί τουτο ειναι ανεπίτρεπτο.Tου Eυθ. Π. Πέτρου Εφημερίδα Εστία
Οι όποιες διαφωνίες ή διαφορές προσεγγίσεων καί διαφορετικων εκτιμήσεων ή οικονομικων υπολογισμων θά έπρεπε νά έχουν συζητηθει κεκλεισμένων των θυρων καί αφου συμφωνουσαν όλοι νά καθοριζόταν μιά κοινή γραμμή. Είτε τό θέλουμε τό καλώδιο, αλλά τό θέλουμε καί οι δύο καί τό υποστηρίζουμε καί οι δύο, είτε δέν τό θέλουμε καί τό έργο εγκαταλείπεται. Αυτή η κατάστασις πού έχει τώρα δημιουργηθει ειναι εθνικως επιζήμια. Καί οι ευθύνες καταμερίζονται εκατέρωθεν. Καί στήν Αθήνα καί στήν Λευκωσία.
Τό χειρότερο ειναι πώς αυτή η υπόθεσις ειναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου. Δέν υπάρχει σύμπνοια ούτε σύγκλισις προθέσεων καί σχεδίων μεταξύ των δύο ελληνικων κρατων, ό,τι καί νά ισχυρίζονται οι δύο κυβερνήσεις. Καί η κατάστασις αυτή ειναι διαχρονική. Μέ μικρά μόνον διαλείμματα συναντιλήψεων, τά πλεονεκτήματα των οποίων δέν καταφέραμε νά εκμεταλλευθουμε. Ανάξιες πολιτικές ηγεσίες δέν μπόρεσαν κάν νά τά κατανοήσουν. Θά θυμίσουμε ότι, μετά τήν εισβολή του Αττίλα, η επίσημος πολιτική της ελληνικης Κυβερνήσεως ηταν «Η Λευκωσία αποφασίζει καί η Αθήνα συμπαρίσταται». Γιά τά ολίγα χρόνια πού τίς τύχες της Κύπρου τίς καθόριζε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος η πολιτική αυτή ηταν μαλλον θεωρητική, καθώς στήν ουσία δέν υπηρχαν στόχοι. Τό Κυπριακό ηταν χαίνουσα πληγή στόν εθνικό κορμό καί εμεις δέν ξέραμε τί θέλουμε. Στήν αμέσως επομένη φάση, οι μέν Κύπριοι (ή τουλάχιστον η μεγάλη πλειονότης των Κυπρίων) άρχισαν νά προσβλέπουν στήν Αθήνα θεωρωντας την τό εθνικό κέντρο.
Οι ελληνικές Κυβερνήσεις όμως απεδείχθησαν κατώτερες των περιστάσεων. Ως επί τό πλειστον αντιμετώπισαν τήν Κύπρο σάν «βαρίδι» καί θυμουνταν ότι πρέπει νά υπάρχει μιά σύμπλευσις μόνον στίς διασκέψεις του Οργανισμου Ηνωμένων Εθνων ή στίς περιπτώσεις κατά τίς οποιες εμφανιζόταν κάποιος γραμματεύς ή ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ πού παρουσίαζε σχέδιο λύσεως, ο Μπουτρος Γκάλι, γιά παράδειγμα, μέ τίς «ιδέες» πού συνέταξε σέ ένα θεσμικό κείμενο τό οποιο Αθήνα καί Λευκωσία απεδέχθησαν ασμένως. Προφανως δέν έκαναν τόν κόπο νά διαβάσουν τό κείμενο του γενικου γραμματέως, τό οποιο ακολουθουσε τίς ίδιες γραμμές πάνω στίς οποιες στηρίχθηκε καί τό μεταγενέστερο σχέδιο Αννάν, τό οποιο απορρίψαμε μετά βδελυγμίας. Απλως στήν εποχή του Μπουτρος Γκάλι είχαμε τήν βεβαιότητα ότι τά σχέδια του ΟΗΕ θά τά απέρριπταν οι Τουρκοι, οπότε θεωρούσαμε ότι δέν θά μας εκόστιζε τίποτε νά «κάνουμε τούς καλούς» καί νά δεχόμεθα όλες τίς προτάσεις αφου ούτως ή άλλως δέν επρόκειτο νά οδηγήσουν σέ ουσιαστική εξέλιξη.
Έτσι όμως καταφέραμε νά γίνουμε ο «κακός» στήν περίπτωση του σχεδίου Αννάν, τό οποιο οι Τουρκοι απεδέχθησαν οδηγωντας σέ αδιέξοδο καί τήν ελληνική καί τήν κυπριακή διπλωματία. Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψις του σχεδίου Αννάν ηταν μονόδρομος. Υπάρχουν όμως πολλοί τρόποι νά επιτύχει μιά χώρα διπλωματική αναδίπλωση χωρίς νά έλθει στήν δύσκολη θέση νά καλειται νά απολογηθει καί στόν ΟΗΕ καί στήν ΕΕ, πού τότε ειχε εμπλακει δραστηρίως, δίδοντας εξηγήσεις γιά «υπαναχώρηση».
Αναφέρουμε αυτά τά ολίγα γιά νά τονίσουμε τήν παντελη έλλειψη διαχρονικης εθνικης πολιτικης τήν οποία νά εφαρμόζουν συνεκτικά Αθήνα καί Λευκωσία. Ειναι άλλως τε καί αυτός ένας από τούς λόγους γιά τούς οποίους, 51 χρόνια τώρα, τό Κυπριακό παραμένει άλυτο.
Η μόνη περίοδος ουσιαστικης συγκλίσεως Αθηνων καί Λευκωσίας ειναι η περίοδος κατά τήν οποίαν ίσχυσε τό δόγμα του Ενιαίου Αμυντικου Χώρου Ελλάδος-Κύπρου. Καί ηταν η μόνη περίοδος κατά τήν οποία διεφάνησαν πραγματικές ελπίδες διευθετήσεως της καταστάσεως στήν Κύπρο. Δέν λέμε λύσεως του Κυπριακου, διότι ακόμη καί σήμερα δέν ειναι καί τόσο ξεκάθαρο τό τί σημαίνει η λέξις «λύσις». Πάντως ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δέν κατάφερε νά εκμεταλλευθει τήν ευκαιρία πού μας εδίδετο. Πολλά θά μπορουσαν νά έχουν αποκαλύψει γιά τά παρασκήνια εκείνης της περιόδου (από τήν οποία τό μόνο πού έμεινε στό συλλογικό ασυνείδητο ηταν η κρίσις των S-300) ο τότε Πρωθυπουργός καί οι αφανεις πρωταγωνιστές, αρχηγός του ΓΕΕΦ αντιστράτηγος Δημήτρης Δήμου καί κλαδάρχης του ΓΕΕΘΑ αρχιπλοίαρχος Θωμας Κατωπόδης (μετέπειτα αντιναύαρχος αρχηγός Στόλου). Καί οι τρεις όμως έχουν εγκαταλείψει τήν ματαιότητα του κόσμου αυτου. Ηταν Αύγουστος μηνας καί στό Μαξίμου έκαναν διακοπές, οπότε οι εμπιστευτικοί φάκελλοι πού έρχονταν «διά χειρός» από τήν Κύπρο έμεναν σφραγισμένοι, ενω οι εξελίξεις έτρεχαν.
Εν ολίγοις εύκολο ειναι νά αλληλοκατηγορούμεθα (Αθήνα καί Λευκωσία) γιά τίς δυσμενεις εξελίξεις στήν περιοχή. Τό δύσκολο ειναι νά διαμορφώσουμε εθνική πολιτική καί νά καθορίσουμε διαδικασίες αγαστης συνεργασίας μεταξύ μας. Όσο γιά τό καλώδιο, ειναι δευτερευον. Δέν θά υπεισέλθουμε στήν ουσία του ζητήματος. Επειδή όμως έχει καί μιά διάσταση οικονομική, θά πρέπει νά παραδεχθουμε ότι οι υπολογισμοί τούς οποίους κάνουν οι Κύπριοι ειναι κατά τεκμήριον ακριβέστεροι αυτων τούς οποίους κάνουμε στήν Αθήνα. Άν λοιπόν ο κ. Μάκης Κεραυνός λέγει ότι τό καλώδιο ειναι ασύμφορο, τείνουμε νά πιστεύσουμε αυτόν καί όχι τούς εν Αθήναις αοριστολογουντες.