Η κυβέρνηση επιμένει στην άτεγκτη άρνησή της για την επαναφορά των δώρων στους μισθωτούς και συνταξιούχους του Δημοσίου, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια.
Το κόστος υπολογίζεται στα 8 δισ. ευρώ, ποσό που – κατά τους
Κι όμως, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 κινείται προς νέο ρεκόρ, ξεπερνώντας αισθητά την τελευταία πρόβλεψη για 2,5% και την αρχική εκτίμηση για 2,1%, φτάνοντας πλέον το 3% του ΑΕΠ.
Αυτή η νέα υπέρβαση κατά 0,5% δημιουργεί έναν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο 1,1 δισ. ευρώ.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δεν εξετάζει καν τη διάθεση αυτού του ποσού για την
αποκατάσταση των εισοδηματικών απωλειών εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.
Το βασικό εμπόδιο – όπως παρουσιάζεται – είναι το νέο αυστηρό πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων.
Σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας, το ποσοστό αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι αυστηρά περιορισμένο: 3,7% για το 2025, 3,6% για το 2026, 3,1% για το 2027 και 3% για το 2028. Όλα τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής,
από τις φορολογικές ελαφρύνσεις έως τις αυξήσεις στις συντάξεις και τις
νέες προσλήψεις, θα πρέπει να «χωρέσουν» σε αυτά τα στενά δημοσιονομικά
όρια.
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνώντες επαίρονται για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, προβάλλοντας τις υψηλές ταχύτητες ανάπτυξης και την εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης. Παρά τα θριαμβευτικά αφηγήματα, η απάντηση στα αιτήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων παραμένει σταθερή: δεν υπάρχουν χρήματα.
«Πρέπει να κρατήσουμε ένα ζύγι», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ξεκαθαρίζοντας ότι μόνο όσοι συνταξιούχοι έχουν δικαιωθεί στα δικαστήρια θα λάβουν μεμονωμένα τα αναδρομικά τους.
Μια θέση που συνιστά έμμεση παραδοχή ότι δικαιούχοι υπάρχουν, αλλά η πολιτική βούληση για συνολική αποκατάσταση απουσιάζει.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, ανέφερε ότι οι συζητήσεις περί επαναφοράς των δώρων και των επιδομάτων στο Δημόσιο «δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, ούτε με τις προθέσεις της κυβέρνησης» και πως είναι «κακό να καλλιεργούνται προσδοκίες που δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν».
Αντίστοιχα, ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς, δήλωσε πρόσφατα πως «δεν μπορεί, τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε παροχές ύψους 2,5 δισ. ευρώ προς τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα, να ζητείται η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, δαπάνη που υπολογίζεται σε 2,15 με 2,3 δισ. ευρώ. Δεν υπάρχουν άλλα 2,5 δισ. να δοθούν. Αυτή είναι η αλήθεια».
Στο ίδιο κοινό μέτωπο βρίσκονται επίσης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο συστήνει συγκράτηση των δαπανών για μισθούς και συντάξεις, καθώς παραμένουν υψηλές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, που έχει εκφράσει την αντίθεσή του στην επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα επιβάρυνε δυσανάλογα τα δημόσια οικονομικά και θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Ως αντιστάθμισμα, η κυβέρνηση προβάλλει τις σχεδιαζόμενες μειώσεις των άμεσων φόρων, οι οποίες όμως θα ισχύσουν από τα εισοδήματα του 2025, δηλαδή το 2026. Πρόκειται για ένα αφήγημα ανακούφισης που αφορά το μέλλον, ενώ το παρόν των συνταξιούχων και των μισθωτών παραμένει καθηλωμένο σε απώλειες και περικοπές.
Υπενθυμίζεται ότι η
κατάργηση των «δώρων» Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος
αδείας για όλους τους συνταξιούχους – δημόσιου και ιδιωτικού τομέα –
και τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, ισχύει από το 2013.
Ήδη από το 2010, με το πρώτο μνημόνιο, το ύψος των παροχών που λάμβαναν οι συνταξιούχοι είχε περιοριστεί στα 800 ευρώ ετησίως (400, 200 και 200 ευρώ, αντίστοιχα).
www.bankingnews.gr