Η υπουργός Παιδείας ανήγγειλε για την 30η Ιανουαρίου εκδηλώσεις στα σχολεία για τους «τρεις Ιεράρχες» που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Για μια ακόμη φορά η υπουργός φαίνεται αδιάβαστη, διότι η αλήθεια είναι διαφορετική, όπως φαίνεται στη συνέχεια.[1]
Η εδραίωση του Βυζαντίου στηρίχθηκε
στην δίωξη του κλασικού ελληνικού
πολιτισμού με τη συνεργασία αυτοκρατόρων και Πατριαρχείων. Καταστατική αρχή του
ήταν η εξαφάνιση οτιδήποτε ελληνικού και ο καταναγκαστικός εκχριστιανισμός με
κάθε μέσον. Μετά την καθεστωτική του επικύρωση, ο Χριστιανισμός επιδίωξε να
είναι και η μοναδική θρησκεία, ακυρώνοντας οιαδήποτε έννοια ανεξιθρησκίας. Τα
γεγονότα βίας, λεηλασίας, τρομοκρατίας, καταστροφών, φόνων, καύσεως των βιβλίων
είναι γνωστά και δεν είναι μεμονωμένα, αλλά μαζικά. Είναι ο βυζαντινός
μεσαίωνας.
Σε
αυτό το «θεάρεστο» έργο, συνέβαλαν τα μάλα οι βυζαντινοί θεολόγοι, οι οποίοι
δεν ήταν διδάσκαλοι της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας, αλλά της
χριστιανικής ηθικής και πίστεως, της εξ αποκαλύψεως μοναδικής αλήθειας. Οι
τελευταίοι διδάσκαλοι της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν οι εθνικοί φιλόσοφοι Πλωτίνος,
Πορφύριος, Λιβάνιος, Πρόκλος, Δαμάσκιος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εναντίωσης στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό
αποτελεί η γνωστή θεολογική τριάδα (Ιωάννης, Γρηγόριος, Βασίλειος).
Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τις εορτές
των εθνικών «σατανικάς και πομπάς δαιμόνων» και επικρίνει
την ελληνική φιλοσοφία επειδή προβάλλει ιδέες αντίθετες προς το χριστιανικό
δόγμα. Ένθερμος υποστηρικτής της «θεοπνευστίας» των χριστιανικών κειμένων και
της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, υβρίζει την πλατωνική πολιτεία ως «καταγέλαστον»,
καθώς και τον παλαιό του δάσκαλο Λιβάνιο, επειδή κατήγγειλε τον εμπρησμό
του Ναού του Απόλλωνος στην Αντιόχεια ως
έργο των Χριστιανών. Οι ύβρεις του είναι δηλωτικές της «χρυσοστομίας» του: «Ω
μιαρέ...ώ ληρόσοφε...άθλιε και ταλαίπωρε...». Υποστηρίζει ότι τον Ναό έκαψε
ο ίδιος ο θεός των Χριστιανών και καταλήγει: «Πράγματι οι Έλληνες είναι πάντα
παιδιά, δεν υπάρχει ώριμος Έλλην». Ο Ιωάννης ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
διέταξε την καταστροφή του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
Ο
Γρηγόριος επιτίθεται λάβρος κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, χαρακτηρίζοντάς
την άχρηστη και νόθα. Συσχετίζει τους
αιρετικούς με τον ελληνικό λόγο και τους στηλιτεύει, διότι αποτελούν ένα «καινόν
ασεβείας εργαστήριον». Επιτιθέμενος κατά του Ιουλιανού, που επανέφερε την
αρχαιοελληνική παιδεία, ο Γρηγόριος δεν παραθέτει επιχειρήματα, αλλά
λιβελλογραφεί και υβρίζει: «Ευηθέστατε και ασεβέστατε και απαιδευτότατε τά
μεγάλα». Καταφέρεται επίσης κατά των Ομήρου, Ηρακλείτου, Αναξαγόρα, Επικτήτου, Σωκράτη, Πλάτωνα,
Αριστοτέλη. Τέλος, στο δίλημμα που ο ίδιος θέτει: ποια είναι προτιμώτερη, η
αρχαιοελληνική παιδεία («έξω») ή η χριστιανική («ημετέρα»), η
εκλογή του είναι σαφώς η δεύτερη.
Ο «ουρανοφάντωρ» Βασίλειος θεωρεί
την πολιτική δευτερεύουσα και σχετικής αξίας, καθότι γήινη και αφορώσα το σώμα,
ενώ ανώτερη είναι η θεία εξουσία που αφορά την ψυχή στη «μέλλουσα ζωή». Συνεπώς
είναι εντελώς αντίθετος τόσο στην αρχαιοελληνική αντίληψη, που θεωρεί την
πολιτική ως πρώτιστη και ουσιαστική ιδιότητα του ανθρώπου (ὁ ἄνθρωπος φύσει
πολιτικὸν ζῶον, γράφει ο Αριστοτέλης), όσο και στην πρακτική της
αρχαιοελληνικής πόλεως, που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή στην
πολιτική. Αρνείται την συμμετοχή των πολλών, καθώς και την κλήρωση για την
ανάδειξη στην εξουσία, συνεπώς απορρίπτει διαρρήδην τη δημοκρατία, που έχει ως βασική αρχή τη
συμμετοχή όλων στην εξουσία και στις αποφάσεις. Κατά τον Βασίλειο, πηγή της
εξουσίας δεν είναι ο δήμος, αλλά ο θεός, και ο μόνος ικανός να την ασκήσει
είναι ο ελέω θεού βασιλεύς. Υποστηρίζοντας το δόγμα «ένας θεός, ένας βασιλεύς,
μία οικουμένη» αντιστρατεύεται την αρχαιοελληνική αντίληψη, κατά την οποία πηγή
της εξουσίας είναι ο δήμος και όχι ο μονάρχης ή ο θεός.
Το ποικιλοτρόπως προβαλλόμενο
κείμενο «Ομιλία προς τους νέους» αναδεικνύει ακριβώς το αδύνατον
της ειρηνικής συνύπαρξης ελληνικού πολιτισμού και χριστιανισμού. Το κείμενο
αυτό είναι υπεράσπιση των χριστιανικών ιδεωδών και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας.
Καταφέρεται κατά των Ολυμπίων θεών και της ηθικής τους. Καταδικάζει την
επιθυμία και τις ηδονές του σώματος, που τις θεωρεί όχι μόνο αμάρτημα αλλά και
έγκλημα. Απαξιώνει τον πραγματικό κόσμο προς όφελος της «άλλης ζωής», της «αιωνίου».
Η μόνη αποδεκτή αρετή είναι η πίστη, που προτείνεται ως ανώτερη της έρευνας και
της έλλογης γνώσης. Προκρίνονται έτσι όλες οι αξίες και σημασίες που είναι
εντελώς αντίθετες με την αρχαιοελληνική πρακτική, ηθική και γνωσιοθεωρία. Οι
αναφορές του, άλλωστε, στους Έλληνες συγγραφείς είναι επιφανειακές και
επιλεκτικές, εξυπηρετούν τα ηθικολογικά του πρότυπα.
Είναι εμφανές πως οι «τρεις
Ιεράρχες» δεν υπερασπίζονται την αρχαιοελληνική παιδεία, την ελευθερία και τη
δημοκρατία, αλλά το χριστιανικό δόγμα της μισαλλοδοξίας και της ετερονομίας. Η
παιδεία ως έννοια και κοσμική πρακτική δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και δή
στην Αθήνα. Επιφανείς αντιπρόσωποι είναι οι μεγάλοι φιλόσοφοι Δημόκριτος,
Πρωταγόρας, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης. Αυτοί θα έπρεπε να εμπνέουν μία
πολιτική κοινωνία και όχι θεολογικές μετριότητες του βυζαντινού μεσαίωνα. Οι
«τρεις Ιεράρχες» είναι τεχνητή κατασκευή των
νεοελλήνων χριστιανών για ιδεολογική χρήση, την οποία η Δεξιά επιβάλλει
αυταρχικώς σε μαθητές και εκπαιδευτικούς.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Διδάκτωρ
Φιλοσοφίας
[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 23 Ιανουαρίου 2020]
[1] Από το βιβλίο μου «Μύθοι και πραγματικότητα για το Βυζάντιο», εκδ. Εξάρχεια.Πηγή: