Οταν μπηκα μεσα στην κοιλια της μανας μου, την ακουσα να λεει, "δεν επρεπε τωρα, μεσα στον πολεμο, να ειναι εκει".
Εμεινα ομως καμποσους μηνες στη ζεστή λιμνη της και ηταν ομορφα κι ας ακουγα απο μακρια κροτους, εκρηξεις και κλαματα.
Ηξερα πως οσο κουρνιαζα στο βυθο της λιμνης της κι ανεπνεα με τον ομφαλιο αναπνευστηρα, ουτε θα κρυωνα, ουτε θα πεινουσα.
Οταν της μανας μου της κοβοταν απ το φοβο η ανασα, δεν υπηρχε τροπος ν ανασανω κι εγω απο εκεινο το σωληνα του ομφαλου της. Μα την εσπρωχνα λιγο και παλι θυμοταν πως ημουν εκει που δεν επρεπε να ειμαι. Ρουφουσε τοτε μ ενα λυγμο τον αερα και μου τον εστελνε και ολα ηταν οπως πριν κι ας κουβαλουααν εκεινες οι ανασες κατι βαρυ.
Οταν ομως η μανα μου με χαϊδευε, ακουμπωντας το ασπρο δερμα της κοιλιας της, ενοιωθα πως με συγχωρουσε που ημουν εκει και ηταν ομορφα κι ουτε που φοβομουν τους κροτους τις εκρηξεις και τα μακρινα κλαματα.
Οταν γεννηθηκα καπου, που η μανα μου τον ειπε "ξενο τοπο" και σκαρφαλωσα απ τη λιμνη της κοιλιας της στο στηθος της, εκεινη μου ψυθυρισε, "δεν επρεπε να 'ρθεις τωρα στον κοσμο". Καθως την ειδα χλωμη απο τους πονους του ερχομου μου και δακρυσμενη απο ενα πονο αλλο, σκεφτηκα πως δεν θα το εκανα αν ηξερα ποσο θα τη λυπησω.
-Ας εμενα κι αλλο, μαμα, στο μεσα κοσμο σου που ηταν ζεστα κι αθορυβα.
Μα βρεθηκα εκει διχως πια να μπορω να το αποτρεψω.
Οταν το σπιτι μας εγινε σμπαραλια απ τη βομβα, ακουσα την εκρηξη, τον κροτο και τις φωνες, δυνατα και αγρια. Νομιζα πως κουφαθηκα. Ή πως πεθανα κι ας μην ηξερα τι ειναι να πεθαινεις. Και τοτε σκεφτηκα μονος μου, "μαλλον δεν επρεπε να ειμαι τωρα εδω".
Οπως κατρακυλουσαν οι τοιχοι στο πατωμα, μ εναν ηχο τρομακτικα πρωτογνωρο,. εγω ημουνα αντρας και δεν ηθελα να κλαψω, αλλα κατουρηθηκα κι ευχηθηκα μια φορα απο φοβο κι αλλη μια απο ντροπη, να μην ημουν εκει.
Τη νυχτα που περνουσαμε με βαρκα ενα μαυρο και αγριο νερο, που δεν εμοιαζε καθολου με τη λιμνη της μανας μου, αυτος που πηρε τα λεφτα, πηρε και τα ρουχα μου, ενα παιχνιδι που δεν το ελιωσε η βομβα και το κουβαλουσα μηνες για να θυμαμαι πως ειμαι παιδι, και τα πεταξε στη θαλασσα.
Κατι ειπε η μανα μου, " για το παιδι" κι αυτος της απαντησε πως δε θελει περιττα βαρη Εσκυψε μαλιστα πιο κοντα στο προσωπο της και σφυριξε, " αν ησουν μονη..." Και μετα, καθως μ εσφιγγε η μανα μου, της ειπε κι αυτος πως δεν επρεπε να ημουν εκει.
Οταν εβρεχε στο στρατοπεδο.ενος αλλου ξενου τοπου και το αντισκηνο γεμιζε νερα, σκεφτηκα πως κι εγω και η μανα μου δεν επρεπε να ειμαστε εκει. Ομως οταν η βομβα κανει το σπιτι σου χωμα, βρισκεσαι εκει που δεν θα επρεπε να εισαι.
Δεν της ειπα ομως τιποτα για να μην τη λυπησω γιατι εγω ηξερα καλα τι σημαινει να εισαι εκει που δεν πρεπει να εισαι.
Την πρωτη μερα που με πηγε στο σχολειο, καποιοι ουρλιαζαν κι ενας μας εσπρωξε και ειπε πως δεν ειχα καμια δουλεια να ειμαι εκει. Εκεινη τη φορα θυμωσα. Ηξερα πως το σχολειο ειναι για παιδια και πως ημουν κι εγω ενα παιδι και ηταν ισως η μοναδικη φορα που ημουν εκει που επρεπε να ειμαι.
Μια μερα η μανα μου κοιτουσε συννεφιασμενη εναν αριθμο, τη ρωτησα τι ειναι. Μου ειπε, "να μη βγαζεις τη ζακετα. Αν κρυωσεις δεν εχουμε αριθμο. Μας εβγαλαν απ τη λιστα. Ειπαν πως δεν επρεπε να ειμαστε εκει".
Εγω αυτο δεν το καταλαβα αλλα της υποσχεθηκα πως δεν προκειται να κρυωσω ποτέ κι αν το αντισκηνο ηταν υγρο και παγωμενο, θα εβρισκα να παιζω μια μερια ζεστη κι ας ελεγε οποιος ηθελε οτι δεν θα πρεπε να ειμαι εκει.
Οταν το χαρτοκουτο μου πατηθηκε κι εγω πηρα με δυσκολια μια τελευταια ανασα κι εψαχνα απελπισμενα να βρω τον ομφαλιο αναπνευστηρα της μανας μου κι εσπρωξα το χαρτοκουτο για να την κανω ν ανασανει και να με θυμηθει κσι να ρουφηξει μ ενσ λυγμο τον αερα που χρειαζομουν. ενοιωσα μονο για μια ελαχιστη στιγμη πως παλι βρεθηκα εκει που δεν θα επρεπε να ειμαι.
Και τωρα εδω, μακρια απ τη μανα μου, το αντισκηνο, τη λιστα με τους αριθμους, μακρια απ ολα, δεν νοιωθω πια τιποτα μα το ξερω, καλυτερα απο καθε αλλη φορα, πως ειμαι καπου που δεν θα επρεπε να ειμαι.Οταν μπηκα μεσα στην κοιλια της μανας μου, την ακουσα να λεει, "δεν επρεπε τωρα, μεσα στον πολεμο, να ειναι εκει".
Εμεινα ομως καμποσους μηνες στη ζεστή λιμνη της και ηταν ομορφα κι ας ακουγα απο μακρια κροτους, εκρηξεις και κλαματα.
Ηξερα πως οσο κουρνιαζα στο βυθο της λιμνης της κι ανεπνεα με τον ομφαλιο αναπνευστηρα, ουτε θα κρυωνα, ουτε θα πεινουσα.
Οταν της μανας μου της κοβοταν απ το φοβο η ανασα, δεν υπηρχε τροπος ν ανασανω κι εγω απο εκεινο το σωληνα του ομφαλου της. Μα την εσπρωχνα λιγο και παλι θυμοταν πως ημουν εκει που δεν επρεπε να ειμαι. Ρουφουσε τοτε μ ενα λυγμο τον αερα και μου τον εστελνε και ολα ηταν οπως πριν κι ας κουβαλουααν εκεινες οι ανασες κατι βαρυ.
Οταν ομως η μανα μου με χαϊδευε, ακουμπωντας το ασπρο δερμα της κοιλιας της, ενοιωθα πως με συγχωρουσε που ημουν εκει και ηταν ομορφα κι ουτε που φοβομουν τους κροτους τις εκρηξεις και τα μακρινα κλαματα.
Οταν γεννηθηκα καπου, που η μανα μου τον ειπε "ξενο τοπο" και σκαρφαλωσα απ τη λιμνη της κοιλιας της στο στηθος της, εκεινη μου ψυθυρισε, "δεν επρεπε να 'ρθεις τωρα στον κοσμο". Καθως την ειδα χλωμη απο τους πονους του ερχομου μου και δακρυσμενη απο ενα πονο αλλο, σκεφτηκα πως δεν θα το εκανα αν ηξερα ποσο θα τη λυπησω.
-Ας εμενα κι αλλο, μαμα, στο μεσα κοσμο σου που ηταν ζεστα κι αθορυβα.
Μα βρεθηκα εκει διχως πια να μπορω να το αποτρεψω.
Οταν το σπιτι μας εγινε σμπαραλια απ τη βομβα, ακουσα την εκρηξη, τον κροτο και τις φωνες, δυνατα και αγρια. Νομιζα πως κουφαθηκα. Ή πως πεθανα κι ας μην ηξερα τι ειναι να πεθαινεις. Και τοτε σκεφτηκα μονος μου, "μαλλον δεν επρεπε να ειμαι τωρα εδω".
Οπως κατρακυλουσαν οι τοιχοι στο πατωμα, μ εναν ηχο τρομακτικα πρωτογνωρο,. εγω ημουνα αντρας και δεν ηθελα να κλαψω, αλλα κατουρηθηκα κι ευχηθηκα μια φορα απο φοβο κι αλλη μια απο ντροπη, να μην ημουν εκει.
Τη νυχτα που περνουσαμε με βαρκα ενα μαυρο και αγριο νερο, που δεν εμοιαζε καθολου με τη λιμνη της μανας μου, αυτος που πηρε τα λεφτα, πηρε και τα ρουχα μου, ενα παιχνιδι που δεν το ελιωσε η βομβα και το κουβαλουσα μηνες για να θυμαμαι πως ειμαι παιδι, και τα πεταξε στη θαλασσα.
Κατι ειπε η μανα μου, " για το παιδι" κι αυτος της απαντησε πως δε θελει περιττα βαρη Εσκυψε μαλιστα πιο κοντα στο προσωπο της και σφυριξε, " αν ησουν μονη..." Και μετα, καθως μ εσφιγγε η μανα μου, της ειπε κι αυτος πως δεν επρεπε να ημουν εκει.
Οταν εβρεχε στο στρατοπεδο.ενος αλλου ξενου τοπου και το αντισκηνο γεμιζε νερα, σκεφτηκα πως κι εγω και η μανα μου δεν επρεπε να ειμαστε εκει. Ομως οταν η βομβα κανει το σπιτι σου χωμα, βρισκεσαι εκει που δεν θα επρεπε να εισαι.
Δεν της ειπα ομως τιποτα για να μην τη λυπησω γιατι εγω ηξερα καλα τι σημαινει να εισαι εκει που δεν πρεπει να εισαι.
Την πρωτη μερα που με πηγε στο σχολειο, καποιοι ουρλιαζαν κι ενας μας εσπρωξε και ειπε πως δεν ειχα καμια δουλεια να ειμαι εκει. Εκεινη τη φορα θυμωσα. Ηξερα πως το σχολειο ειναι για παιδια και πως ημουν κι εγω ενα παιδι και ηταν ισως η μοναδικη φορα που ημουν εκει που επρεπε να ειμαι.
Μια μερα η μανα μου κοιτουσε συννεφιασμενη εναν αριθμο, τη ρωτησα τι ειναι. Μου ειπε, "να μη βγαζεις τη ζακετα. Αν κρυωσεις δεν εχουμε αριθμο. Μας εβγαλαν απ τη λιστα. Ειπαν πως δεν επρεπε να ειμαστε εκει".
Εγω αυτο δεν το καταλαβα αλλα της υποσχεθηκα πως δεν προκειται να κρυωσω ποτέ κι αν το αντισκηνο ηταν υγρο και παγωμενο, θα εβρισκα να παιζω μια μερια ζεστη κι ας ελεγε οποιος ηθελε οτι δεν θα πρεπε να ειμαι εκει.
Οταν το χαρτοκουτο μου πατηθηκε κι εγω πηρα με δυσκολια μια τελευταια ανασα κι εψαχνα απελπισμενα να βρω τον ομφαλιο αναπνευστηρα της μανας μου κι εσπρωξα το χαρτοκουτο για να την κανω ν ανασανει και να με θυμηθει κσι να ρουφηξει μ ενσ λυγμο τον αερα που χρειαζομουν. ενοιωσα μονο για μια ελαχιστη στιγμη πως παλι βρεθηκα εκει που δεν θα επρεπε να ειμαι.
Και τωρα εδω, μακρια απ τη μανα μου, το αντισκηνο, τη λιστα με τους αριθμους, μακρια απ ολα, δεν νοιωθω πια τιποτα μα το ξερω, καλυτερα απο καθε αλλη φορα, πως ειμαι καπου που δεν θα επρεπε να ειμαι.
Πηγή:https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=10157587796213695&id=779738694#