Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε πριν από 120 έτη
στην εφημερίδα ΝΕΟΝ ΦΩΣ και υπογράφεται από τον Β. Θεοδωρίδη. Στο
κείμενο διατηρείται ο τονισμός και η ορθογραφία του συγγραφέα.
Ὄχι· δὲν ψηφίζομεν· ἡ βουλὴ δὲν εἶναι δι’ ἡμᾶς, οὔτε οἱ νόμοι, οὔτε τὰ συντάγματα, οὔτε οἱ στρατοί, οὔτε αἱ ἀστυνομίαι, οὔτε ἡ χωροφυλακή, οὔτε τὰ δικαστήρια, οὔτε τίποτε ἐξ ὅσων ἀποτελεῖται τὸ παρὸν τυραννικὸν καθεστώς, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποῦ μᾶς κλέπτουν, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποῦ μᾶς τυραννοῦν, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποῦ μᾶς ποτίζουν καθημέραν δηλητήριον.
Οἶοι δήποτε νόμοι καὶ ἐὰν ψηφισθοῦν δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ ὑπερασπίζουν τοὺς κεφαλαιούχους, ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ κατέχουν ἐξ ἁρπαγῆς νομίμου τοὺς ἱδρῶτας καὶ τοὺς κόπους τοῦ ἐργαζομένου κόσμου. Ἐκ τῆς ψήφου οὐδὲν καλὸν δύναται νὰ προκύψει. Ὁ πλοῦτος εἶναι ἡ ἰσχύς. Βουλευταὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκλέγονται, ἢ ἐκεῖνοι οἵτινες διαθέτουν περισσότερα οἰκονομικὰ μέσα, ἢ ἐκεῖνοι οἵτινες ὑποστηρίζονται ὑπὸ κεφαλαιούχων. Ὁ Α. ἐκλογεὺς δὲν εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ἐκεῖνον ποῦ νομίζει καλλίτερον, οὔτε εἶναι δυνατὸν καὶ νὰ καταλάβη ποιὸς εἶναι ὁ καλλίτερος. Ὅ,τι ὅμως τοῦ χρειάζεται, τὸ ξέρει πολὺ καλά, διὰ τοῦτο πρέπει νὰ τὸ ζητήσῃ, μόνος του, καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν δικαιοσύνην ἰδίᾳ χειρί. Δικαιοσύνη δὲ δὲν εἶναι ἢ ἡ παρὰ τοῦ λαοῦ αὐτοπροσώπως ἀπονεμομένη.
Ἐὰν δὲν ὑπῆρχον Βουλευταὶ καὶ Κυβερνήσεις, οὐδέποτε θὰ ἠδύναντο, οὔτε θὰ ἐτόλμων τινὲς νὰ κλέπτουν τοὺς κόπους τοῦ κοσμάκη καὶ νὰ συσσωρεύουν περιουσίας, καὶ νὰ ἀποκαθίστανται τύραννοι αὐτοῦ. Ἐὰν κλέπτουν καὶ ἐὰν πλουτῶσι, κλέπτουσι καὶ πλουτῶσι τῇ βοηθεία τῶν νόμων οἵτινες οὐδέποτε ἐν τῇ ἱστορίᾳ ὑπῆρξαν ὑπὲρ τοῦ ἐργαζομένου κόσμου.
Ὄχι! πολιτισμὸς δὲν εἶναι τὰ μέγαρα, τὰ ἀτμόπλοια, οἱ σιδηρόδρομοι, οἱ τηλέγραφοι, οἱ στρατοί, τὰ θωρηκτά, ἡ δυναμῖτις, ἡ μελανῖτις, τὰ ὑποβρύχια, τὰ ἀερόστατα, οὐδ’ αὐτὴ ἡ Ἐπιστήμη· ἀλλ’ ΄ἡ Δικαιοσύνη, ἀλλ’ ἡ Ἀγάπη, ἀλλ’ ἡ Ἁρμονία μεταξὺ τῶν ἀνθρωπίνων ὄντων. Διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς εἶπε: «Μὴ μεριμνᾶτε τί φάγετε ἢ τί πίετε κτλ. ζητήσατε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν.»
Ἐν ὅσῳ ὑπάρχουσι κλέπτοντες καὶ κλεπτόμενοι, καταπιέζοντες καὶ καταπιεζόμενοι, κραιπαλοῦντες καὶ θνήσκοντες ἐξ ἀσιτίας, πλούσιοι καὶ πτωχοί, ἐν ὅσῳ δὲν ἐπέλθῃ πλήρης δικαιοσύνη καὶ ἁρμονία ἐν ταῖς ἀνθρωπίναις κοινωνίαις, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.
Ὄχι· δὲν ψηφίζομεν διότι δὲν θέλομεν τὴν παράτασιν τῆς τοιαύτης δυσαρμονίας καὶ βαρβαρότητος, διότι δὲν θέλομεν νόμους, διότι δὲν θέλομεν νὰ προσθέσωμεν νέους στύλους εἰς τὸ καταρρέον οἰκοδόμημα τῆς ἀνισότητος καὶ τῆς τυραννίας.
Ἐὰν ἦσαν καλοὶ οἱ νόμοι καὶ αἱ ἐξουσίαι καὶ ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπέλθῃ τι καλὸν ἐξ αὐτῶν, θὰ ἐἶχεν ἤδη ἐπέλθει κατὰ τὸ μακραίωνον τοῦ βίου τῆς Ἀνθρωπότητος διάστημα. Πᾶσα ἐλπὶς βελτιώσεως τῆς τύχης τῶν πασχουσῶν τάξεων ἐκ τῶν νόμων εἶναι πλέον μισητὸς ἀναχρονισμός. Τετέλεσται. Τὸ περικάλυμμα ἤρθη· τὰ προσχήματα κατέπεσον· ἡ θηριώδης τοῦ νόμου φύσις ἐξεσκεπάσθη, διὰ τὴν ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι πλέον μυστήριον ὅτι οἱ νόμοι εἶναι ἡ βία τῶν ἰσχυρῶν ὅπως ἐπιβάλλωσι τὰ δίκαια των.
Ἐκλογεῖς! Μὴ δίδεται προσοχὴν εἰς τοὺς δολίους λόγους τῶν πλάνων δοξομανῶν, μὴ δένετε ἰδίᾳ χειρὶ τὴν θηλειὰ, δία τῆς ὁποίας ζητοῦν νὰ σᾶς ἀποπνίξωσιν· ἀλλ’ ἀπόσχετε τῶν ἐκλογῶν διαμαρτυρόμενοι καὶ παρασκευάσατε ἑαυτοὺς διὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς Δικαιοσύνης· καὶ ἡ ἡμέρα αὕτη εἶναι τόσῳ ἐγγὺς ὅσῳ οὔτε σεῖς τὴν ὀνειρεύεσθε.
Μακρὰν ἀφ’ ὑμῶν ἡ δειλία καὶ ὁ δισταγμός. Ὁ βίος ἡμῶν κατέστη ἀφόρητος. Ἑκάστη ἡμέρα καὶ ἑκάστη στιγμὴ τῆς ἀθλίας ταύτης ζωῆς εἶναι δι’ ἡμᾶς καὶ εἷς θάνατος. Τὰ τέκνα σας πεινοῦν· σεῖς εἶσθε ρακένδυντοι καὶ τρέμετε ἀπὸ τὸ κρύο· νὰ σηκώσητε κεφάλι δὲν τολμᾶτε· τὸ φρόνημὰ σας ἐταπεινώθη· αἱ κόραι σας μένουν ἀνύπανδροι· τὸ τέκνα σας φθιστῶσι· ἡ ἀτιμία κρούει τὰς θύρας σας· ἐνθυμήθητε ὑμᾶς αὐτοὺς· μνήσθητε τοῖς ἀξιοπρεπείας σας τέλος καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ σας.
Β. Θεοδωρίδης
Ὄχι· δὲν ψηφίζομεν· ἡ βουλὴ δὲν εἶναι δι’ ἡμᾶς, οὔτε οἱ νόμοι, οὔτε τὰ συντάγματα, οὔτε οἱ στρατοί, οὔτε αἱ ἀστυνομίαι, οὔτε ἡ χωροφυλακή, οὔτε τὰ δικαστήρια, οὔτε τίποτε ἐξ ὅσων ἀποτελεῖται τὸ παρὸν τυραννικὸν καθεστώς, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποῦ μᾶς κλέπτουν, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποῦ μᾶς τυραννοῦν, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποῦ μᾶς ποτίζουν καθημέραν δηλητήριον.
Οἶοι δήποτε νόμοι καὶ ἐὰν ψηφισθοῦν δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ ὑπερασπίζουν τοὺς κεφαλαιούχους, ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ κατέχουν ἐξ ἁρπαγῆς νομίμου τοὺς ἱδρῶτας καὶ τοὺς κόπους τοῦ ἐργαζομένου κόσμου. Ἐκ τῆς ψήφου οὐδὲν καλὸν δύναται νὰ προκύψει. Ὁ πλοῦτος εἶναι ἡ ἰσχύς. Βουλευταὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκλέγονται, ἢ ἐκεῖνοι οἵτινες διαθέτουν περισσότερα οἰκονομικὰ μέσα, ἢ ἐκεῖνοι οἵτινες ὑποστηρίζονται ὑπὸ κεφαλαιούχων. Ὁ Α. ἐκλογεὺς δὲν εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξῃ ἐκεῖνον ποῦ νομίζει καλλίτερον, οὔτε εἶναι δυνατὸν καὶ νὰ καταλάβη ποιὸς εἶναι ὁ καλλίτερος. Ὅ,τι ὅμως τοῦ χρειάζεται, τὸ ξέρει πολὺ καλά, διὰ τοῦτο πρέπει νὰ τὸ ζητήσῃ, μόνος του, καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν δικαιοσύνην ἰδίᾳ χειρί. Δικαιοσύνη δὲ δὲν εἶναι ἢ ἡ παρὰ τοῦ λαοῦ αὐτοπροσώπως ἀπονεμομένη.
Ἐὰν δὲν ὑπῆρχον Βουλευταὶ καὶ Κυβερνήσεις, οὐδέποτε θὰ ἠδύναντο, οὔτε θὰ ἐτόλμων τινὲς νὰ κλέπτουν τοὺς κόπους τοῦ κοσμάκη καὶ νὰ συσσωρεύουν περιουσίας, καὶ νὰ ἀποκαθίστανται τύραννοι αὐτοῦ. Ἐὰν κλέπτουν καὶ ἐὰν πλουτῶσι, κλέπτουσι καὶ πλουτῶσι τῇ βοηθεία τῶν νόμων οἵτινες οὐδέποτε ἐν τῇ ἱστορίᾳ ὑπῆρξαν ὑπὲρ τοῦ ἐργαζομένου κόσμου.
Ὄχι! πολιτισμὸς δὲν εἶναι τὰ μέγαρα, τὰ ἀτμόπλοια, οἱ σιδηρόδρομοι, οἱ τηλέγραφοι, οἱ στρατοί, τὰ θωρηκτά, ἡ δυναμῖτις, ἡ μελανῖτις, τὰ ὑποβρύχια, τὰ ἀερόστατα, οὐδ’ αὐτὴ ἡ Ἐπιστήμη· ἀλλ’ ΄ἡ Δικαιοσύνη, ἀλλ’ ἡ Ἀγάπη, ἀλλ’ ἡ Ἁρμονία μεταξὺ τῶν ἀνθρωπίνων ὄντων. Διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς εἶπε: «Μὴ μεριμνᾶτε τί φάγετε ἢ τί πίετε κτλ. ζητήσατε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν.»
Ἐν ὅσῳ ὑπάρχουσι κλέπτοντες καὶ κλεπτόμενοι, καταπιέζοντες καὶ καταπιεζόμενοι, κραιπαλοῦντες καὶ θνήσκοντες ἐξ ἀσιτίας, πλούσιοι καὶ πτωχοί, ἐν ὅσῳ δὲν ἐπέλθῃ πλήρης δικαιοσύνη καὶ ἁρμονία ἐν ταῖς ἀνθρωπίναις κοινωνίαις, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.
Ὄχι· δὲν ψηφίζομεν διότι δὲν θέλομεν τὴν παράτασιν τῆς τοιαύτης δυσαρμονίας καὶ βαρβαρότητος, διότι δὲν θέλομεν νόμους, διότι δὲν θέλομεν νὰ προσθέσωμεν νέους στύλους εἰς τὸ καταρρέον οἰκοδόμημα τῆς ἀνισότητος καὶ τῆς τυραννίας.
Ἐὰν ἦσαν καλοὶ οἱ νόμοι καὶ αἱ ἐξουσίαι καὶ ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπέλθῃ τι καλὸν ἐξ αὐτῶν, θὰ ἐἶχεν ἤδη ἐπέλθει κατὰ τὸ μακραίωνον τοῦ βίου τῆς Ἀνθρωπότητος διάστημα. Πᾶσα ἐλπὶς βελτιώσεως τῆς τύχης τῶν πασχουσῶν τάξεων ἐκ τῶν νόμων εἶναι πλέον μισητὸς ἀναχρονισμός. Τετέλεσται. Τὸ περικάλυμμα ἤρθη· τὰ προσχήματα κατέπεσον· ἡ θηριώδης τοῦ νόμου φύσις ἐξεσκεπάσθη, διὰ τὴν ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι πλέον μυστήριον ὅτι οἱ νόμοι εἶναι ἡ βία τῶν ἰσχυρῶν ὅπως ἐπιβάλλωσι τὰ δίκαια των.
Ἐκλογεῖς! Μὴ δίδεται προσοχὴν εἰς τοὺς δολίους λόγους τῶν πλάνων δοξομανῶν, μὴ δένετε ἰδίᾳ χειρὶ τὴν θηλειὰ, δία τῆς ὁποίας ζητοῦν νὰ σᾶς ἀποπνίξωσιν· ἀλλ’ ἀπόσχετε τῶν ἐκλογῶν διαμαρτυρόμενοι καὶ παρασκευάσατε ἑαυτοὺς διὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς Δικαιοσύνης· καὶ ἡ ἡμέρα αὕτη εἶναι τόσῳ ἐγγὺς ὅσῳ οὔτε σεῖς τὴν ὀνειρεύεσθε.
Μακρὰν ἀφ’ ὑμῶν ἡ δειλία καὶ ὁ δισταγμός. Ὁ βίος ἡμῶν κατέστη ἀφόρητος. Ἑκάστη ἡμέρα καὶ ἑκάστη στιγμὴ τῆς ἀθλίας ταύτης ζωῆς εἶναι δι’ ἡμᾶς καὶ εἷς θάνατος. Τὰ τέκνα σας πεινοῦν· σεῖς εἶσθε ρακένδυντοι καὶ τρέμετε ἀπὸ τὸ κρύο· νὰ σηκώσητε κεφάλι δὲν τολμᾶτε· τὸ φρόνημὰ σας ἐταπεινώθη· αἱ κόραι σας μένουν ἀνύπανδροι· τὸ τέκνα σας φθιστῶσι· ἡ ἀτιμία κρούει τὰς θύρας σας· ἐνθυμήθητε ὑμᾶς αὐτοὺς· μνήσθητε τοῖς ἀξιοπρεπείας σας τέλος καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ σας.
Β. Θεοδωρίδης