Ένα ηθογραφικό πορτρέτο-εποχής του ΕλληνοΑμερικάνου μετανάστη, δοσμένο με την εξαιρετική πένα του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990). Από το σπάνιο βιβλίο του που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη και φέρει τον τίτλο: "Οι χωριανοί μου" (εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953).
Ιδού:
==============
Είναι σπάνιο τα χωριά που δεν έχουν το δικό τους αμερικάνο. Σε πολλά μάλιστα αποτελεί την πλειοψηφία.
Δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, μπορείς να τον γνωρίσεις με το
πρώτο. Μουστάκι κομμένο με ιδιαίτερη προσοχή, ρολόγι με χρυσή καδένα και
με ντουμπλένιο νόμισμα κρεμασμένο. Ύφος κάπως άνετο. Υπεροπτικότητα
συγκαλυμένη. Και τουπέ. Αυτό το αμερικάνικο τουπέ, το ανέκφραστο, πούναι
αποχτημένο χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα και γι΄ αυτό φυσικό. Μα τόσο
αντίθετο με τις δικές μας συνήθειες. Τόσο παράξενα αντίθετο και πολλές
φορές αστείο.
Πριν κάμποσα χρόνια ξυπόλυτος, και με γεωγραφικές γνώσεις που δεν
εκτείνονταν πέρα από τα χωριά του Δήμου του, κίνησε απ' το χωριό προς το
άγνωστο χωρίς άλλην ελπίδα εκτός απ' τη μετανάστευση. Έφυγε τότε που οι
"Έλληνες φορτώνονταν απ΄ τους λιμένες μας για το εξωτερικό, με
μεγαλύτερη ευκολία απ' τα κάρβουνα", όπως έγραφαν οι παλιές εφημερίδες.
Μαχητής της ζωής απ' τους λίγους και διαλεχτούς. Ο πόθος για μια
καλύτερη τύχη ξεχείλισε μέσα του πιο πολύ κι απ' τον ωκεανό που διάβηκε
σαστισμένος. Τίμια δουλειά και σκληρή βιοπάλη, για να εξασφαλίσει με τον
ιδρώτα το ψωμί. Δεν του ξεσήκωσαν τα μυαλά οι πολυτέλειες κι η
καλοπέραση του νέου κόσμου.
Στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς, ένα πράμα σκέφτονταν. Πως να περάσουν
λίγα χρόνια, να οικονομήσει μερικά δολλάρια και να ξαναγυρίσει στο
ήμερο χωριό του, κοντά στους συγγενείς και τους φίλους. Να ξαναβρεί τ'
αγαπημένα του πανύψηλα έλατα που στολίζουν τα βουνά της πατρίδας.
Στο χωριό, θα σηκωθεί απ' τη χθεσινή αφάνεια και θάναι σήμερα κι αυτός
κάτι. Μια ύπαρξη τέλος πάντων με κάποιο περιεχόμενο και κάποιαν αξία.
Λαχταράει ένα καινούργιο άσπρο σπιτάκι με τις απαραίτητες ανέσεις, ένα
περιβολάκι όσο μπορεί καλύτερο, μια κρεβατίνα που ξαπλωμένος στις
ισκιάδες της να ζει με τις αναμνήσεις μιας ζωής που πέρασε κάπου μακριά,
περ' από αμέτρητα βουνά και θάλασσες...
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα για την αγάπη των
ξενητεμένων παιδιών της Ρούμελης παρμένη απ' το Καλεσμένο της
Ευρυτανίας σ' ένα ταξίδι του το 1940.
"Στη σκορπισμένη αυτή κοινωνία, αν εμποδίζωνται τα κοινωνικά αγαθά,
υπάρχει κάτι που διατηρείται αθάνατο: η μεγαλοψυχία του μετανάστη. Τον
είδα και στο Καλεσμένο να υψώνει το καινούργιο δίπατό του σπίτι. Τίποτε
δεν τον απελπίζει, ακόμα και τα στουρνάρια. Σε χωριά της Ευρυτανίας που
μόνο τα γίδια μπορούν να βαδίζουν, ο μετανάστης έρχεται και χτίζει σπίτι
επτακοσίων χιλιάδων δραχμών. Το δίπατο σπίτι είναι ο επίλογος μιας
βιοποριστικής τραγωδίας, κραυγή δολλαρίων και θριάμβου στην έρημο".
Στο χωριό, δε θα ακολουθήσει τη σκληρή ζωή των συγχωριανών του. Δεν έχει
ανάγκη να σκάψει το χωράφι και να τρέξει στα πράματα. Θα επιστατεί στα
κτήματά του, θα πηγαίνει κυνήγι και θ' ανοίξει και μια δουλίτσα για να
πορεύεται καλύτερα. Ένα μαγαζάκι συνήθως είναι το τέρμα μιάς τόσο
αξιοζήλευτης προσπάθειας.
Εδώ ο Κερδώος Ερμής θα ρίξει τις σαϊτιές του κι ο κοσμογυρισμένος μας θα
τοκίζει με το αζημίωτο, ώσπου να πάρει το βάψιμο του εκμεταλλευτή.
Γιατί οι περισσότεροι θα το πάρουν χωρίς άλλο. Λέω οι περισσότεροι γιατί
υπάρχουν κι' εξαιρέσεις. Κι ούτε θα μας παρεξηγήσουν οι φίλοι μας, οι
τόσο συμπαθητικοί, που θυμηθήκαμε και τούτη την περίπτωση. Άλλως τε:
ουδέν κακόν αμιγές...
Όπως και νάχει το πράμα, ο Αμερικάνος για το χωριό του είναι ο
ανακαινιστής, ο άνθρωπος που φέρνει κι ένα πολλοστημόριο απ' το νέο
πνεύμα, απ' τη νέα ζωή. Μια πνοή απ' τον πολιτισμό, που κι αυτός είναι
πολύτιμο δώρο για τους Ρουμελιώτες. Ο ερχομός του στο χωριό είναι
πραγματική άνοιξη.
Πολλές φορές το ιδιαίτερο χωριό του δεν τον χωράει. Αναζητεί μια πιο άνετη εγκατάσταση, που τη βρίσκει εύκολα στο πλησιέστερο αστικό κέντρο. Στην επαρχιακή πόλη κι εκεί γίνεται ο Αμερικάνος το πρόσωπο της ημέρας. Κάτι πρωτότυπο θα λανσάρει. Ένα εξοχικό κέντρο σε στυλ Καλλιφορνιακό, ένα σπιτάκι με στοιχεία ξένης αρχιτεκτονικής, ένα ξενοδοχείο μοντέρνο και συγχρονισμένο.
Εκεί στο άλλο ημισφαίριο οι αμερικάνοι μας δούλεψαν σκληρά κι αξίζει
τώρα ν' απολάψουν λίγο τη ζωή και να θερμάνουν την ύπαρξή τους.
Είναι γιομάτοι πείρα και βάσανα, γι' αυτό έχουν απάνω τους αυτό τον
γλυκό, λεπτό και πειθαρχημένο αέρα. Είναι ήρωες της ζωής. Γιομάτοι αγάπη
προς το χωριάτικο χαμόσπιτο απ' όπου ξεκίνησαν ξυπόλυτοι για νάβρουν το
Ελδοράδο. Μακριά σε χώρες άγνωρες κι αλαργινές, νοστάλγησαν τ'
αγαπημένο τους χωριό. Κυνηγώντας τις χίμαιρες έμαθαν πως η ευτυχία
βρίσκεται ίσως στα απλά πράγματα κοντά στη γαλανή τους πατρίδα...