Συνταγματική αναθεώρηση: Από θεσμική προσαρμογή προεκλογικό χαρτί...

Συνταγματική αναθεώρηση: από θεσμική προσαρμογή προεκλογικό χαρτί, Σταύρος Λυγερός

Από τις αρχές του καλοκαιριού 2016, όταν ο πρωθυπουργός είχε παρουσιάσει τις προτάσεις του για τη συνταγματική αναθεώρηση έχει περάσει πολύς καιρός. Το χρονοδιάγραμμα για τον κοινωνικό διάλογο, το οποίο ο ίδιος είχε τότε θέσει, παραβιάσθηκε. 


Έστω και καθυστερημένα, όμως, ο Τσίπρας έβγαλε από το συρτάρι το χαρτί της αναθεώρησης, με προφανή σκοπό να το χρησιμοποιήσει πολιτικά. Κρίθηκε ότι συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ η διαδικασία να δρομολογηθεί μετά την έξοδο από τα Μνημόνια και στην πορεία προς τις εκλογές.
Είναι σαφές ότι αλλαγή του Συντάγματος δεν μπορεί να γίνει, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δύο μεγάλων κομμάτων. Και κλίμα συναίνεσης δεν υφίσταται και ούτε αναμένεται να διαμορφωθεί το επόμενο διάστημα. Το αντίθετο, μάλιστα, δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερο θα επικρατεί η γνωστή προεκλογική πόλωση. Είναι αξιοσημείωτο πως το Μαξίμου έριξε λάδι στη φωτιά, αποδίδοντας την αρχική άρνηση του Μητσοτάκη να συμμετάσχει η ΝΔ στην επιθυμία του να μην αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών!
Η κίνηση Τσίπρα, ωστόσο έχει πολιτικό νόημα. Η δρομολόγηση σ’ αυτή τη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης εξυπηρετεί, όπως και το 2016, επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Όπως και τότε έτσι και τώρα ο Τσίπρας επιδιώκει μία φυγή προς τα εμπρός από τα δύσκολα που αντιμετωπίζει. Επιδιώκει να δείξει ότι αλλάζει την πολιτική ατζέντα και κερδίζει χώρο στη δημόσια σφαίρα. Τα ΜΜΕ έχουν ανάγκη από τροφή και βεβαίως δεν μπορούν να αγνοήσουν μία τέτοιου είδους θεσμική πρωτοβουλία του κυβερνώντος κόμματος. Με άλλα λόγια, το Μαξίμου επέβαλε και την πολιτική ατζέντα και το σχετικό κλίμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την αρχική κατηγορηματική άρνησή της να συμμετάσχει, η ΝΔ έκανε ένα βήμα πίσω. Δικαιολογημένα φοβήθηκε πως θα μπορούσε να έχει πολιτικό-εκλογικό κόστος εάν επικρατούσε η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι τορπιλίζει την προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος. Και μάλιστα, όταν είναι κοινός τόπος πως πρέπει να αλλάξουν αρκετά στο Καταστατικό Χάρτη της Πολιτείας, με κορυφαία την αμαρτωλή διάταξη για την (μη) ευθύνη των υπουργών. Η ΝΔ, άλλωστε, έχει καταθέσει από το 2016 τις σχετικές προτάσεις της.

Για επικοινωνιακούς λόγους

Η δρομολόγηση της αναθεώρησης, λοιπόν, δημιουργεί πολιτικό θέμα, παρότι μπορεί κανείς με μαθηματική ακρίβεια να προβλέψει την αναντίστοιχη με τις εκπεφρασμένες προθέσεις κατάληξη. Ας το πούμε αλλιώς: οι δραματικές εξελίξεις που έχουν μεσολαβήσει επιβάλλουν την προσαρμογή του Συντάγματος σε μία κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, με πολύ διαφορετικές προκλήσεις και απαιτήσεις από ό,τι πριν 10-15 χρόνια. Παρόλα αυτά, δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις γι’ αυτή την προσαρμογή. Εάν, λοιπόν, τελικώς υπάρξει αναθεώρηση θα ισχύσει η ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν» («πολύ κακό για το τίποτα»).
Όπως και τώρα, έτσι και το καλοκαίρι του 2016, η κυβέρνηση Τσίπρα είχε ρίξει στο τραπέζι το χαρτί της συνταγματικής αναθεώρησης και για επικοινωνιακούς λόγους, με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα επώδυνα μνημονιακά μέτρα. Η πρωτοβουλία της εκείνη, ωστόσο, δεν ήταν μόνο πολιτικός αντιπερισπασμός. Αντανακλούσε και τη φιλοδοξία να διαμορφώσει ένα νέο πολιτικό σύστημα. Υπενθυμίζουμε πως το ζήτημα αυτό είχε πρωτοτεθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012.
Η Αριστερά, άλλωστε, έχει στο γονίδιό της την τάση να οραματίζεται, αν και συνήθως δεν φροντίζει να επεξεργάζεται με τη δέουσα σοβαρότητα, επιστημονική επάρκεια και κυρίως με αίσθηση των ισορροπιών τις εκάστοτε προτάσεις της. Οι προτάσεις του Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση, λοιπόν, μπορεί να είχαν ως σύνθημα «νέο Σύνταγμα, νέα μεταπολίτευση, νέα Ελλάδα», αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν παρά διαψεύδουν αυτή τη διαπίστωση.
Η διαδικασία που είχε εξαγγείλει ο Τσίπρας έχει ολοκληρωθεί. Αν και πέρασε σχετικά απαρατήρητος, κοινωνικός διάλογος έγινε και τα πορίσματα της επιτροπής βρίσκονται ήδη στα χέρια των κομμάτων. Το πρόβλημα με τις τότε προτάσεις του Τσίπρα, οι οποίες ουσιαστικά είναι ο κορμός και των σημερινών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αφορά την ουσία και όχι τη διαδικασία.

Πηγή: