Το ενδιαφέρον του εσωτερικού δικαίου αναφορικά με τη
θεμελιώδους σημασίας έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης καθίσταται
εμφανές σε απάνθισμα κειμένων, με ορόσημο -ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων-
τη ρήση του επιφανούς Σταγειρίτη φιλοσόφου, Αριστοτέλη (Πολιτικά, 4η
ενότητα), η οποία ορίζει ότι:
“Γιατί όπως ο άνθρωπος είναι το
ανώτερο απ’ όλα τα όντα όταν φτάνει στην τελειότητά του, έτσι, όταν
σπάζει τη σχέση του με τον νόμο και τη δικαιοσύνη, γίνεται το χειρότερο
απ’ όλα”.
Η κοινωνική δικαιοσύνη, ως στόχος δημόσιας πολιτικής
που έγκειται στον βέλτιστο τρόπο με τον οποίο πρέπει να κατανέμονται οι
πόροι, ορίζεται σε αδρές γραμμές ως εκείνος ο όρος της απρόσκοπτης
συμμετοχής του κάθε πολίτη στην κοινωνία όπου διαβιεί βάσει των
ικανοτήτων του, ανεξαρτήτως του κοινωνικού του υποβάθρου. Αν και δεν
έχει προσλάβει ακόμη συγκεκριμένη έννοια, θεωρείται ένα ηχηρό συνώνυμο
της ελευθερίας και της ισότητας. Παρότι η τήρηση των ως άνω οικουμενικών
αξιών θέτει υπό γνωσιοθεωρητικό πρίσμα τα εχέγγυα για μια φιλελεύθερη
και δικαιοκρατούμενη κοινωνία, το ζήτημα καταπάτησης και, συνακόλουθα,
φαλκίδευσής τους από κρατικές δυνάμεις φαίνεται να έχει απασχολήσει τόσο
τους δικαστικούς λειτουργούς όσο και τους ίδιους τους ιδιώτες.
Από τις απαρχές του πολιτισμού σημειώνεται μια
σχετικά ανοδική πορεία προς την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των μελών
μιας κοινωνίας. Ειδικότερα, στο πέρασμα των χρόνων, παρότι παρεισέφρησε
έντονη διαπλοκή μεταξύ του εκάστοτε πολιτικού συστήματος και της
εκάστοτε κυρίαρχης οικονομικής ελίτ, οδηγώντας σε πλειάδα περιόδων
οπισθοδρόμησης, σκοταδισμού και εκμετάλλευσης, παρατηρήθηκε μια
στοιχειώδης πρόοδος – με κορύφωση τη Γαλλική Επανάσταση (1789).
Πλέον, όμως, η γενικότερη κρίση σε επίπεδο νοοτροπίας
και η απουσία ηθικής εκμαυλίζει τον άνθρωπο, και οδηγεί αναπόφευκτα σε
μια κοινωνία δύο ταχυτήτων: των ισχυρών και των αδύναμων. Όλα ξεκινάνε
με την παραδοχή ότι σε μια κοινωνία δεν είναι όλοι ίδιοι, λόγω
διαφορετικών ικανοτήτων και ιδιοσυγκρασίας, αλλά πρέπει να
είναι ίσοι ως προς ένα θεσμικό και αξιακό σύστημα που μπορεί να
συμπεριλάβει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Ακολούθως, οι ατομικές
ελευθερίες, εξοπλισμένες με έναν κατεξοχήν οικουμενικό ορίζοντα,
περιλαμβάνουν αστικά και πολιτικά δικαιώματα -με κυριότερα το δικαίωμα
της ζωής, της ελευθερίας έκφρασης και βούλησης, και το δικαίωμα στην
ισότητα απέναντι στον νόμο- και, ως εκ τούτου, πρέπει να διασφαλίζονται
σε όλο το φάσμα της κοινωνίας (Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και
Κοινωνικά Δικαιώματα). Σ’ ένα ιδανικό δημοκρατικό και φιλελεύθερο
σύστημα τα συνταγματικά δικαιώματα θα πρέπει να είναι απεριόριστα, στο
μέτρο, όμως, που δεν θίγεται η ατομική ελευθερία των υπόλοιπων πολιτών, ή
δεν υπάρχει επιτακτική ανάγκη να θυσιαστούν στον βωμό του δημοσίου
συμφέροντος (Άρθρο 25 του Συντάγματος, τελευταίο εδάφιο).
Στο σημείο αυτό έχουν υποστηριχθεί ορισμένες θεωρίες.
Αρχικά, οι φιλελεύθερες θεωρίες εστιάζουν στο γεγονός ότι κάθε άτομο
έχει δικαίωμα σε οποιουσδήποτε πόρους έχει αποκτήσει νομίμως.
Υπογραμμίζουν δε τη σημασία της ατομικής ελευθερίας, και επιδιώκουν να
την προστατεύσουν από την καταπάτηση από τους άλλους. Σύμφωνα, μάλιστα,
με την ακραιφνώς φιλελεύθερη θεωρία του πολιτικού φιλοσόφου Rawls
(Theory of Justice, 1971, Harvard University Press), αυτή εδράζεται στα
δομικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια δίκαιη κοινωνία, όπου θα
ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες, και θα περιορίζονται οι απειλές για
την ευημερία, την ορθοκρισία και την κοινωνική συνοχή, στοχεύοντας στη
μεγιστοποίηση του οφέλους στα ελάχιστα προνομιούχα στρώματα. Το ως άνω
σκιαγραφημένο ιδεώδες της διανεμητικής δικαιοσύνης υποδηλώνει την “αξία
του κάθε ατόμου που λαμβάνει ένα δίκαιο μερίδιο των παροχών και των
επιβαρύνσεων που απορρέουν από την κοινωνική εργασία”, και αφορά
τόσο στα υλικά αγαθά και στις υπηρεσίες, όσο και στα πνευματικά – όπως
είναι η εξουσία και οι ισότιμες κοινωνικές ευκαιρίες.
Από την άλλη πλευρά, οι ισόρροπες θεωρίες
υποστηρίζουν ότι όλα τα μέλη της κοινωνίας πρέπει να έχουν τα ίδια
δικαιώματα, ευκαιρίες και πρόσβαση στα αγαθά και στους πόρους. Από αυτή
τη θεωρητική σκοπιά, η ανακατανομή των κοινωνικών πόρων πρέπει να είναι
προς όφελος των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας. Στο ίδιο μήκος
κύματος κινείται και μια άλλη θεωρία, που επισημαίνει ότι “η άνιση
κατανομή των πόρων θα ήταν δικαιολογημένη μόνο αν χρησίμευε για την
προώθηση των λιγότερο ευνοημένων ομάδων στην κοινότητα” (Michael
Reisch), αφού η ανισότητα των πόρων δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως
μια ανισότητα στις προσωπικές ευκαιρίες και, ως εκ τούτου, καθίσταται
αδήριτος ο επανακαθορισμός των προϋποθέσεων της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Επιπλέον, ο Sir Anthony Atkinson, Βρετανός οικονομολόγος, κάνει συστάσεις για μια πιο αυστηρή φορολόγηση των πλουσίων
και, εν γένει, για επιστροφή στη δεκαετία του 1960, όπου δεσπόζουσα
δύναμη ήταν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και το κράτος – ένας
απαραίτητος μηχανισμός για τον συστηματικό έλεγχο της αγοράς. Εν
προκειμένω, ο πλούτος παράγει άνεση ακόμη και όταν δεν δαπανάται, καθώς
-όπως είναι εύλογο- οι πλούσιοι απολαύουν προστασίας από μελλοντικά
προβλήματα και, παράλληλα, μπορούν να επενδύσουν τα χρήματά τους για την
ικανοποίηση επαγγελματικών ή προσωπικών στόχων.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η ερευνήτρια Elisabeth Reichert, “η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, που εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε αυτές τις θεωρίες, παραμένει ασαφής, ειδικά όσον αφορά στη συγκεκριμένη δυνατότητα εφαρμογής στην πράξη”.
Μετά την ίδρυση του ΟΗΕ, υπό την αιγίδα μιας
παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας και ενός νομικά δεσμευτικού κοινού οράματος
για την επίτευξη του οικονομικού εξισωτισμού, η προσπάθεια να
αντιμετωπιστούν με διεθνείς δράσεις η φτώχεια, η ανεργία και ο
κοινωνικός αποκλεισμός -για τα δεδομένα της Ελλάδας- απεδείχθησαν
ατελέσφορες.
Καταργούνται εργασιακές συμβάσεις για τη σύναψη των οποίων
χρειάστηκαν δαπανηρές προσπάθειες, επιβάλλονται αλλεπάλληλα “χαράτσια”
που καθιστούν δυσβάσταχτη τη συντήρηση ενός νοικοκυριού, και
επεκτείνονται οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ειδικότερα, στην αγορά
εργασίας παρατηρείται μια βίαιη αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων –
φαινόμενο στο οποίο έχει συμβάλλει και η αδιαφορία της κυβέρνησης να
υποστηρίξει κλάδους που δεν μπορούν αυτόνομα να εξασφαλίσουν τους
αναγκαίους πόρους. Είναι πρόδηλο, επομένως, ότι ελλείπει η πολιτική
βούληση για την παγίωση ενός κράτους δικαίου, ως απόρροια του γεγονότος
ότι η οικονομική ολιγαρχία στην Ελλάδα κατέχει τα μέσα παραγωγής και τις
υπηρεσίες -από τις οποίες τις κυριότερες συνιστούν τα μέσα ενημέρωσης-,
καθορίζοντας το status quo, και προτάσσοντας το κομματικό-πολιτικό συμφέρον έναντι του κοινωνικού.
Όπως, λοιπόν, κατέστη σαφές, δεν μπορεί μια κοινωνία
να ευημερεί αν οι πολίτες της δεν είναι ίσοι, με την έννοια ότι
χρειάζεται να ασκούν συνεχώς πίεση προς τα αρμόδια εκτελεστικά και
νομοθετικά όργανα, ώστε να επιτευχθεί ισοπολιτεία και ασφάλεια του
δικαίου – εγγυητικές αρχές για την αξιόπιστη λειτουργία της κοινωνικής
δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εξάλλου, έχει
επανειλημμένως κρίνει ότι: “Δεν υπάρχει ισότητα όταν εφαρμόζονται
διαφορετικοί κανόνες σε παρεμφερείς καταστάσεις ή όταν εφαρμόζεται ο
ίδιος κανόνας σε διαφορετικές καταστάσεις” (απόφαση 207/2004 ΔΕΚ).
Έτσι, αξίζει να αναλογιστεί κανείς το αίτημα για ισονομία και προστασία
από τους σοβαρούς εγγενείς κινδύνους που ενέχει η παντελής έλλειψη
αξιοκρατίας, ως αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο η Ελλάδα έχει
περιέλθει λόγω του σημαντικού δημοσιονομικού ελλείμματος.
Στην πρώτη παράγραφο του Άρθρου 2 του Ευρωπαϊκού
Κοινωνικού Χάρτη (1965) αναφέρεται ότι με τη Συνθήκη για την ίδρυση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθείται η κοινωνική πρόοδος και η εξασφάλιση υψηλού
επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας. Οι παροχές των
τυποποιημένων συστημάτων διδασκαλίας, μάθησης και αξιολόγησης για την
υποστήριξη των “πιο αδύναμων μαθητών” αποτελούσαν ήδη από τις
αρχές του 21ου αιώνα τον ακρογωνιαίο λίθο για την εύρυθμη λειτουργία
ενός ισορροπημένου εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της
διεθνούς οικονομικής κρίσης καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή -αν όχι
αδύνατη- την προώθηση της ενίσχυσης της συνεκτικής ευρωπαϊκής πολιτικής
για την επίτευξη επανορθωτικής εκπαίδευσης.
Η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στις
εκπαιδευτικές ανισότητες που είναι άμεσα συνυφασμένες με τις βαθύτερες
οικονομικές και πολιτιστικές διαφορές, εγκιβωτίζοντας τη μειονεξία σε
προσωπικό επίπεδο. Θεωρούμενη ως προϊόν χαμηλών επιδόσεων,
η εκπαιδευτική αποτυχία ανάγεται σε ατομικό έλλειμμα, το οποίο θα πρέπει
να αντισταθμιστεί. Ο Bernstein (1971) -από τους σημαντικότερους
επικριτές αυτού του συμπεράσματος- περισσότερα από σαράντα χρόνια πριν
υποστήριξε ότι “πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους
αντισταθμιστικής εκπαίδευσης, αλλά να σκεφτόμαστε τις συνθήκες και το
πλαίσιο του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος”.
Στην Αγγλία, στο όνομα της λιτότητας,
τριπλασιάστηκαν τα πανεπιστημιακά δίδακτρα από τις 3.000 λίρες ετησίως
στις 9.000, δημιουργώντας νέα εμπόδια στον δρόμο για την πρόσβαση στην
ανώτατη εκπαίδευση. Αυτοί που δέχθηκαν κατάφωρο πλήγμα ήταν οι πιο
αδύναμοι οικονομικά, μέλη της εργατικής τάξης και εθνικές μειονότητες
νέων ανθρώπων, με άμεσες δυσμενείς συνέπειες στη δυνατότητά τους για
κοινωνική κινητικότητα και μελλοντική επιτυχία στην αγορά εργασίας.
Πολλαπλές εμπειρικές έρευνες από εκπαιδευτικούς
κατέδειξαν πως καταλυτική θέση στην αντιμετώπιση του φαινομένου κατέχουν
ορισμένα διδακτικά μοντέλα που, στο πλαίσιο μιας δραστικής
μεταρρυθμιστικής πολιτικής, επικεντρώνονται συλλήβδην στη ριζική αλλαγή
της βασικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, στα διδακτικά
μέσα και στο υλικό (curriculum) με την υιοθέτηση μεθόδων
διδασκαλίας όπως λ.χ. του ελεύθερου διαλόγου και των σχεδίων εργασίας,
αλλά και στην παιδαγωγική πράξη με την ενεργή συμμετοχή των μαθητών στη
μαθησιακή διαδικασία, στην ανάπτυξη κριτικών ικανοτήτων, καθώς και στη
λυσιτελή διαχείριση τυχόν αναφυόμενων πολιτισμικών διαφορών (Bell,
1997).
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η
έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης συνδέεται κατά προτεραιότητα με την
ιστορική συνείδηση, την κριτική σκέψη και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων
των μειονοτικών ομάδων. Μάλιστα, αξιοσημείωτο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
δήλωση του επικεφαλής του Ινστιτούτου Μακροοικονομίας στο πολιτικό
ίδρυμα Hans Böckler, Gustav Horn: “Η παιδεία έχει μια ξεχωριστή σημασία ως παράγοντας κοινωνικής ενσωμάτωσης και ανέλιξης”. Απαιτείται,
λοιπόν, η θεμελίωση ενός βαθιά διευρυμένου εκπαιδευτικού συστήματος που
να προβάλλει και να ενσωματώνει προοδευτικά στην κοινωνία το
δημοκρατικό πλαίσιο αξιών και τον πολιτισμό, με σκοπό την άμβλυνση των
αντιθέσεων των κοινωνικών τάξεων. Να τονίζεται, δηλαδή, η γόνιμη και όχι
η αντισταθμιστική εκπαίδευση. Η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης,
επομένως, νοείται ως ισότητα στις επιδόσεις και όχι στις εισροές, όπως διαλαμβάνεται στους Στόχους Ανάπτυξης για τη Χιλιετία του ΟΗΕ.
Από τη γραμματική διατύπωση της παραγράφου 1 του
Άρθρου 25 του ελληνικού Συντάγματος συνάγεται η σπουδαιότητα της
θεμελιώδους αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης. “Τα δικαιώματα του
ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του
κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα
κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και
αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις
μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Oι κάθε είδους περιορισμοί που
μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να
προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον
υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας”.
Ακολούθως, κατά το γράμμα της διάταξης της παραγράφου 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος, “η
αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων
του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής
προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη”.
Όπως προκύπτει και από τις αποφάσεις 3412/2013 και
3663/2014 του ΣτΕ, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος
επιβάλλουν τη μείωση των προβλεπόμενων ασφαλιστικών παροχών, η μείωση
αυτή δεν θα πρέπει να παραβιάζει την αρχή της ισότητας, ούτε να θίγει
τον πυρήνα του δικαιώματος. Όταν διαπιστώνεται, δηλαδή, απρόοπτη
μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, αξιώνεται νομοθετικά η
αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών, καθώς και η εν
συνόλω προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Κάτι
τέτοιο δύναται να επιτευχθεί με διαρθρωτικές μεταβολές στους φορείς
κοινωνικής ασφάλισης, και με θεσμοθέτηση κανόνων για προστασία έναντι
συγκεκριμένων κινδύνων όπως λ.χ. το γήρας, η αναπηρία και η ασθένεια, με
γνώμονα ασφαλώς την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, χάριν της
αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Έτσι διασφαλίζεται η
διαγενεακή ισότητα και η ισότιμη κατανομή επιβαρύνσεων, ως αντιστάθμισμα
στην κατάρρευση των οικονομικών δεδομένων του συστήματος που είχε
δημιουργήσει η δυσαναλογία μεταξύ εν ενεργεία υπαλλήλων και
συνταξιούχων.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αύξηση της εισοδηματικής
ανισότητας αποτελεί αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικό των πλουσιότερων
χωρών, όπως είναι η Αμερική και η Βρετανία. Στην Αμερική, παρά τις
μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Προέδρου Barack Obama, η ανισότητα που
αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος των πολιτών κυριαρχεί. Οι Αφροαμερικανοί
εργαζόμενοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλότερη ανεργία,
χαμηλότερους μισθούς και διακρίσεις λόγω απασχόλησης, ενώ οι γυναίκες
κερδίζουν λιγότερα χρήματα συγκριτικά με τους άνδρες. Σύμφωνα, μάλιστα,
και με μια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου για τις Οικογενειακές Σχέσεις
το 2011, τα ποσοστά φτώχειας των παιδιών ομοφυλοφίλων υπερβαίνουν κατά
το διπλάσιο τα ποσοστά φτώχειας των παιδιών των ετερόφυλων γονέων.
Επομένως, η οικονομική αστάθεια -προστιθέμενη στην απόλαυση
περιορισμένων σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές ομάδες δικαιωμάτων-
εγκυμονεί για τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες διπλό κίνδυνο και, ως
εκ τούτου, οι τελευταίες χρήζουν αποτελεσματικότερης προστασίας από την
εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Περαιτέρω, από την αδιάστικτη διατύπωση του Άρθρου
25 του Συντάγματος συνάγεται η αρχή του κοινωνικού κράτους (Ν.Μ.Κ. κατά
Ουγγαρίας). Αναφορικά με το ιστορικό της υπόθεσης Ν.Μ.Κ. κατά Ουγγαρίας,
η νομολογία του ΕΔΔΑ διαπίστωσε μια αιφνίδια φορολογική επιβάρυνση σε
ποσοστό 52% επί της αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούταν η καλόπιστη
προσφεύγουσα, με συνέπεια η τελευταία να στερείται το μεγαλύτερο μέρος
ενός ενοχικής φύσεως εγγυημένου δικαιώματος – του δικαιώματος της
περιουσίας. Αναλυτικότερα, η αποζημίωση αυτή φορολογήθηκε με τέτοιον
τρόπο ώστε να κάμπτεται η αρχή της αναλογικότητας, αφού υφίσταται μείωση
ίση με 52% του συνόλου της αποζημίωσης ως ισόκυρης στέρησης της
περιουσίας, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ευθεία αντίθεση στο Άρθρο 1
του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι
σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής θα πρέπει το ad hoc
εφαρμοζόμενο επίδικο μέτρο να δικαιολογείται από λόγους δημόσιου
συμφέροντος, ή να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους
κανονιστικές διατάξεις, ούτως ώστε “η αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης του πληθυσμού”
να ικανοποιεί την αξίωση της Σύμβασης για θεσμοθέτηση ενός γενικού
μέτρου που λαμβάνεται στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής, με γνώμονα
την αναδιανομή των πόρων ως “ρύθμιση χρήσεως” και όχι “στέρησης” της περιουσίας (απόφαση ΕΔΔΑ, Vesna Hasani κατά Κροατίας, 30-9-2010).
Σε εθνικό επίπεδο, ο αναδιανεμητικός ρόλος του
κράτους -όπως ρητώς διαλαμβάνεται στη διάταξη του Άρθρου 4 του
Συντάγματος- ερείδεται στη δίκαιη κατανομή φορολογικών βαρών για τη
δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος, χάριν της επιχειρηματικότητας
και της ανάπτυξης. Ραχοκοκαλιά, λοιπόν, ενός κοινωνικά δίκαιου
οικοδομήματος αποτελεί η θέσπιση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος.
Εναργέστερα, όπως μνημονεύεται και στην παράγραφο 5 του Άρθρου 4 του
Συντάγματος, “για να υπάρξει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, θα
πρέπει να πραγματοποιείται κατανομή βαρών στους πολίτες ανάλογα με την
οικονομική δυνατότητα του καθενός”. Δεν αρκεί, όμως, μόνο αυτό.
Χρειάζεται το κράτος από την πλευρά του να αναδιανέμει ένα μέρος των
εσόδων από το φορολογικό σύστημα αντιστρόφως ανάλογα με τις
οικονομικές δυνάμεις του καθενός. Μόνο τότε τίθενται τα θεμέλια για ένα
αποστασιοποιημένο και υγιές κράτος δικαίου, όπου θα διασφαλίζεται η
κοινωνική ισορροπία και η οικονομική ευρωστία.
Ταυτόχρονα, σε μια ανθρωποκεντρική εποχή όπως η
σημερινή, η κοινωνία πρέπει να απολαμβάνει ισότιμα και ισάριθμα όλα τα
πνευματικά και υλικά αγαθά που παράγει, διατηρώντας το τρίπτυχο: ισονομία, ατομικές ελευθερίες, ίσες ευκαιρίες –
όροι που συναντώνται συχνά και σε περίοπτη θέση σε φιλοσοφικά και
πολιτικά κείμενα. Οι έννοιες αυτές δρουν συμπληρωματικά, και
ισχυροποιούν τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στη Διοίκηση και στον
διοικούμενο, αίροντας τις δημιουργηθείσες δημοσιονομικές και εξωτερικές
ανισορροπίες.
Τούτων δοθέντων, η υλική ευημερία και η πολιτική
ελευθερία -ως επιμέρους εκφάνσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης- πρέπει να
αποτελούν ευθύνη της κοινωνίας, θέτοντας ως προαπαιτούμενο τη διασφάλιση
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κράτος. Σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις, αυτά διασφαλίζονται όταν ο κρατικός μηχανισμός διέπεται από
δημοκρατικές αρχές, και υπάρχουν οι απαραίτητες θεσμικές προβλέψεις για
την ίση εφαρμογή των αξιών της ελευθερίας, της ισονομίας και της
κοινωνικής δικαιοσύνης σε όλους τους πολίτες. Οι εν λόγω αρχές θα πρέπει
να τηρούνται απαρέγκλιτα από τους θεσμικούς λειτουργούς του μηχανισμού
αυτού, ώστε να εδραιώνεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (Άρθρο 26
του Συντάγματος), και να θωρακίζεται η αυτοτέλειά της έναντι των
αυταρχικών κρατικών επεμβάσεων.
Εν όψει όσων εκτέθηκαν παραπάνω, το κράτος με τη
σειρά του, στα πλαίσια ανάληψης των εξουσιών του, δεσμεύεται για την
ισοστάθμιση του ελληνικού εισοδήματος μέσω της αναλογικής φορολογίας και
για τη διασφάλιση της σταθερότητας της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Πιο
αναλυτικά, ο σχεδιασμός μιας δημόσιας πολιτικής μέσω της εισαγωγής
τεχνογνωσίας και επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο -ιδίως στην εκπαίδευση
και στην κατάρτιση- θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά λυσιτελής,
υπογραμμίζοντας τα πλεονεκτήματα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης στη
διοίκηση των δημόσιων υπηρεσιών. Εστιάζοντας, λοιπόν, στην παραγωγική
ανασυγκρότηση, ενδέχεται να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η
προστιθέμενη αξία των εγχώριων προϊόντων, ενώ καταλυτικό ρόλο
διαδραματίζει και η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
οικονομίας, με προαπαιτούμενο συναινετικές και συμμετοχικές διαδικασίες
που δύνανται να επιφέρουν σημαντικό περιορισμό του πληθωρισμού κάτω από
τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Εν προκειμένω, η προσαρμογή των εισοδημάτων
σε βιώσιμα επίπεδα κρίνεται απολύτως αναγκαία για τη στήριξη της
δημοσιονομικής διόρθωσης και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας
κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση, ώστε να υλοποιηθεί μια ευοίωνη
προοπτική εξόδου από την ύφεση.
Παράλληλα, από την ανάγνωση της ΣτΕ 2180/2001 και
της απόφασης 9-2-2010 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου
(Bundesverfassungsgericht, BVerfG) προκύπτει ότι οι οιεσδήποτε
νομοθετικές επεμβάσεις χρήζουν ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολόγησης, αφού προηγουμένως λάβει χώρα συνεκτίμηση των συνολικών
οικονομικών και κοινωνικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί στους
φορολογουμένους επί τη βάσει μιας συνολικής μελέτης, με την επίκληση
εξατομικευμένων στοιχείων που έχουν αντληθεί από στατιστικές μελέτες οι
οποίες, με τη σειρά τους, έχουν εκπονηθεί από ανεξάρτητες αρχές, όπως η
Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Οι σχετικές δημοσιονομικές αναπροσαρμογές,
λοιπόν, πρέπει να απορροφώνται με σταθερότητα από την κοινωνία, ώστε να
καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους (ΣτΕ
1285/2012).
Παρατηρώντας το ετήσιο διάγραμμα που καταρτίζει το
γερμανικό ίδρυμα German Bertelsmann Foundation, ο Δείκτης Κοινωνικής
Δικαιοσύνης (Social Justice Index) εξετάζει τις εξελίξεις στην κοινωνική
δικαιοσύνη στη βάση έξι τομέων που δέχθηκαν ανείπωτο πλήγμα κατά την
τελευταία δεκαετία, φθάνοντας στο ναδίρ κατά το κρίσιμο διάστημα
2012-2014. Πρόκειται, λοιπόν, για τα εξής πεδία: 1) αποτροπή της
φτώχειας, 2) πρόσβαση στην εκπαίδευση, 3) πρόσβαση στην αγορά εργασίας,
4) υγεία, 5) δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών και 6) κοινωνική συνοχή για
την αντιμετώπιση των διακρίσεων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της εν λόγω
μελέτης, είναι πασίδηλο το χάσμα ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του
Νότου. Στην κορυφή της βαθμολογικής κατάταξης των 28 χωρών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται οι σκανδιναβικές χώρες -με τη Σουηδία να
κατέχει την πρωτοκαθεδρία-, ενώ την τελευταία θέση καταλαμβάνει η
Ελλάδα, αφού από τη μεταπολίτευση και επέκεινα το 35,6% του ελληνικού
πληθυσμού κινδυνεύει με φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό – την πλειοψηφία
του οποίου αποτελούν νέοι και παιδιά.
Επιπροσθέτως, μολονότι η ανεργία μειώθηκε μέσα σε 3
χρόνια από το 27,7% στο 23,7%, στο στόχαστρο φαίνεται να βρίσκονται οι
νέοι (ηλικίας 20-24 ετών) με ποσοστό μόλις 60%, ως απόρροια της
αδυναμίας εύρεσης εργασίας και της έλλειψης πανεπιστημιακής κατάρτισης,
σε αντίθεση με την Αυστρία, τη Δανία και τη Γερμανία που παρουσιάζουν
περισσότερες ευκαιρίες για πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Η τελευταία
φαντάζει πλέον κατακερματισμένη, αφού επωάζονται οι ευέλικτες μορφές
απασχόλησης -αντί της πλήρους απασχόλησης-, και αυξάνεται η μακροχρόνια
ανεργία, την ίδια στιγμή που οι επενδύσεις στην έρευνα και στην ανάπτυξη
βρίσκονται μόλις στο 0,8% του ΑΕΠ (Gross Domestic Product – GDP).
Εάν, μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό ληφθεί υπόψιν και το μεταναστευτικό
ρεύμα του νέου επιστημονικού εργατικού δυναμικού σε χώρες της αλλοδαπής
κατά τα τελευταία χρόνια, με αποκλειστικό γνώμονα την αναζήτηση
ευκαιριών αξιοπρεπούς εργασίας, τότε τα συμπεράσματα για το επίπεδο
οικονομικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα είναι άκρως ανησυχητικά.
Συνολικά, η ευρωπαϊκή οικονομία όχι μόνο δεν έχει
ανακάμψει από την οικονομική κρίση, αλλά βρίσκεται σε περίοδο
στασιμότητας, και θα εξακολουθήσει να επιδεινώνεται αν οι τρέχουσες
οικονομικές πολιτικές δεν ενισχύσουν την αειφόρο ανάπτυξη και την
περιφερειακή συνοχή.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη Γερμανία, παρά την
αναπτυξιακή τροχιά της οικονομίας, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης στην
αναδιανομή του πλούτου. Αυτό εμφαίνεται από το γεγονός ότι πλέον η χώρα
αναδύεται ως αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων. Από τη μία οι εξαιρετικά
χαμηλοί μισθοί, και από την άλλη οι “κανονικές συνθήκες εργασίας” με την
ολοένα και αυξανόμενη ροή του πλούτου. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε και ο
Διευθυντής Πολιτικής και Κοινωνικής Έρευνας της εταιρίας Ipso, Robert
Grimm: “Οι άνθρωποι έχουν έντονη επιθυμία για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη”.
Ενδεικτικά, το 81% των Γερμανών έχει την πεποίθηση ότι οι πλούσιοι θα
πρέπει να φορολογούνται υψηλότερα για να μπορέσουν να στηρίξουν τις πιο
αδύναμες τάξεις, από τη στιγμή που παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα
μακρόχρονων πολιτικών σχεδίων για τη διασφάλιση της κοινωνικής μέριμνας,
αλλά και για την καταπολέμηση της ανεργίας – κατά κόρον στις ευάλωτες
κοινωνικές ομάδες (least advantaged). Σε κάθε
περίπτωση, όλοι συμφωνούν ότι απαιτείται μεγαλύτερη “κοινωνική
κινητικότητα” σε μία χώρα όπως η Γερμανία, στην οποία η οικογενειακή
προέλευση ενδεχομένως καθορίζει και τη μελλοντική προσωπική εξέλιξη.
Τέλος, στη Γαλλία, στο πλαίσιο μιας έρευνας που
διεξήχθη από το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Lavialle τον Σεπτέμβριο και τον
Οκτώβριο του 2009, κρίθηκε ότι η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων
της αισθάνεται ότι ζει σε μια πολύ άνιση κοινωνία, αφού υπάρχει μεγάλη
απόκλιση στο ύψος των εισοδημάτων των πολιτών της, ωθώντας τον γαλλικό
πληθυσμό να ασκήσει πίεση προς την εκάστοτε κανονιστικά δρώσα Διοίκηση
για να προβεί “στην εγγύηση των στοιχειωδών κοινωνικών βάσεων του αυτοσεβασμού”.
Καταληκτικά, από τα ανωτέρω αποτυπώνεται με τον πιο
ανάγλυφο τρόπο ότι στην Ελλάδα οι νέες οικονομικές συνθήκες που έχουν
διαμορφωθεί καθιστούν σαφές πως η επιβεβλημένη δημοσιονομική λιτότητα
μέσω των μνημονιακών νόμων έχει αναντίρρητα αρνητικό αντίκτυπο στην
κοινωνική δικαιοσύνη, περιορίζοντας σημαντικά την επενδυτική πρωτοβουλία
σε κομβικούς τομείς -όπως στην έρευνα, στην ανάπτυξη και στην
εκπαίδευση-, και συμβάλλοντας αιτιωδώς στη ραγδαία φτωχοποίηση του
πληθυσμού, την ίδια στιγμή που το υπέρογκο δημόσιο χρέος ταλανίζει τις
μελλοντικές γενεές, και θέτει σε αδιάλειπτο κίνδυνο την πολιτική και
κοινωνική σταθερότητα της χώρας.
Αυτόθροη συνέπεια των παραπάνω είναι
ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή στα παγκόσμια δεδομένα
οικονομική κρίση, με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη να προβάλλονται με μελανά
χρώματα. Θα πρέπει, λοιπόν, να λάβει χώρα ένα εγγυητικό πρόχωμα,
τουτέστιν ένας ριζικός μετασχηματισμός της πολιτικής ατζέντας και των
προτεραιοτήτων, στον οποίο θα δεσπόζει η δικαιοσύνη ως αναντίρρητος
θεματοφύλακας του κράτους δικαίου και ως υπέρτατη αρχή για τη συγκρότηση
και, κατ’ επέκταση, τη σύννομη λειτουργία μιας κοινωνίας. “Ίσως είναι ώρα να αγκιστρωθούμε ξανά στις διαχρονικές αλήθειες της πολιτισμικής μας κληρονομιάς” (Devin Foley, Συνιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος της Intellectual Takeout, 2018).
Παναγιώτα Πριοβόλου.
Πηγές:
- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. (2016). Άποψη: Προληπτικά Μέτρα και Σύνταγμα. http://www.kathimerini.gr/859786/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-prolhptika-metra-kai-syntagma
- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. (2017). Τελευταία στην Ευρώπη η Ελλάδα όσον αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη. http://www.kathimerini.gr/934975/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/teleytaia-sthn-eyrwph-h-ellada-oson-afora-thn-koinwnikh-dikaiosynh
- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. (2002). John Rawls και δικαιοσύνη. http://www.kathimerini.gr/137616/article/politismos/arxeio-politismoy/john-rawls-kai-dikaiosynh
- ΤΟ ΒΗΜΑ. (2003). Κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=153812
- Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ. (2016). Κοινωνική δικαιοσύνη ή κοινωνική αδικία; http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/310728/koinoniki-dikaiosyni-i-koinoniki-adikia
- Euro2day. (2016). Το έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης πλήττει την ανταγωνιστικότητα. http://www.euro2day.gr/specials/opinions/article/1502438/to-elleimma-koinonikhs-dikaiosynhs-plhttei-thn-ant.html
- Agrocapital. (2018). Το ζητούμενο: οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. http://www.agrocapital.gr/Category/Arthrografia/Article/30474/to-zitoymeno–oikonomiki-biwsimotita-kai-koinwniki-dikaiosyni
- Η ΑΥΓΗ. (2018). Κ. Λαμπέρτζ: «Η φτώχεια πρέπει να αντιμετωπιστεί με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη». http://www.avgi.gr/article/10842/8743859/-e-phtocheia-prepei-na-antimetopistei-me-perissotere-koinonike-dikaiosyne-
- LesAndMore. (2017). Αναπηρία, Εκπαίδευση και Κοινωνική Δικαιοσύνη. http://www.lesandmore.gr/logos/prosegiseis/2134-anapiria-ekpaideysi-koinoniki-dikaiosyni
- The Press Project. (2014). Κοινωνική δικαιοσύνη: Στην τελευταία θέση η Ελλάδα. https://www.thepressproject.gr/article/66896/Koinoniki-Dikaiosuni-I-megaluteri-proklisi-gia-tin-EE
- BBC (2014). The social justice competition. http://www.bbc.com/news/uk-scotland-29065083
- BBC. (2014). Gordon Brown calls for shared ‘social justice’ vision. http://www.bbc.com/news/uk-scotland-25695377
- The Economist. (2015). Economic and social justice. Mind the gap. https://www.economist.com/news/books-and-arts/21653596-anthony-atkinson-godfather-inequality-research-growing-problem-mind-gap
- Al Jazeera. (2016). The real state of the union: Social Justice. http://america.aljazeera.com/opinions/2016/1/real-state-of-the-union–social-justice.html
- Al Jazeera. (2015). Design desperately needs social justice. http://america.aljazeera.com/opinions/2015/5/design-desperately-needs-social-justice.html
- Le Monde. (2011). ‘’Les Français face aux inégalités et à la justice sociale’’, dirigé par Michel Forsé et Olivier Galland. http://www.lemonde.fr/economie/article/2011/03/07/les-francais-face-aux-inegalites-et-a-la-justice-sociale-dirige-par-michel-forse-et-olivier-gallandhtml
- Le Monde Diplomatique. (2012). Egalité, identités et justice sociale. https://www.monde-diplomatique.fr/2012/06/FRASER/47885
- Φινοκαλιώτης, Κ. (2011). Φορολογικό Δίκαιο – Δ’ Έκδοση
- Χρυσόγονος, Κ. (2006). Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα – Γ’ Αναθεωρημένη Έκδοση