«Ο
τρίτος στυλοβάτης της ιστορίας είναι
κάποιος που μας αναγκάζει να αναθεωρούμε
αυτά που ξέρουμε, μας υποχρεώνει να
αμφιβάλουμε
και που μας καταδικάζει να δυσπιστούμε
για το κατά πόσο οι απαντήσεις μας είναι
οριστικές και αμετάκλητες»
(Χόρχε Μπουκάι).
Η αναθεώρηση των εγνωσμένων, η αμφιβολία
όλων εκείνων που φαντάζουν ως τα αυτονόητα
της ζωής μας και η δυσπιστία προς ό,τι
μας περιβάλλει και περιχαρακώνει
συνιστούν το αποτέλεσμα της κριτικής
αλλά και την αναγκαία συνθήκη για την
ατομική εξέλιξη και την κοινωνική
πρόοδο. Όποιος αναλαμβάνει αυτό το ρόλο
και στέκεται απέναντί μας κριτικά,
επιτιμητικά (ίσως και χλευαστικά) σίγουρα
καθίσταται αντιπαθής και μισητός. Είναι,
όμως, αναγκαίος
για να μας απελευθερώσει από τις
συνειδητές ή ασυνείδητες πλάνες ή
τυφλώσεις.
Και
βέβαια δεν είναι μόνο το υποκείμενο
(ο εαυτός μας) που δυσφορεί ή εναντιώνεται
στην κριτική αλλά και ένα πλήθος εξωγενών
παραγόντων που χαλκεύουν την αιχμαλωσία
μας (πνευματική, κοινωνική, ηθική,
ψυχική….). Τέτοιοι παράγοντες είναι:
α.
Τα διάφορα κέντρα εξουσίας
που μπορούν να διεγείρουν, με τα μέσα
που διαθέτουν, θυμικά τα πλήθη ερεθίζοντάς
τα ή αφιονίζοντάς τα με έναν λόγο
συνθηματικό και ελλειπτικό,
β. Ανώνυμα
συμφέροντα
που στοχεύουν στην καλλιέργεια λογής
ειδώλων, που ενσαρκώνουν
απωθημένα αρχέτυπα και ανεκπλήρωτες
προσδοκίες ασκώντας πάνω σε αυτές μια
ψευδή μαγική σχεδόν γοητεία. Προνομιακός
χώρος αυτής της διαδικασίας η εύπλαστη
συνείδηση των ανθρώπων και γ.
Το κυρίαρχο αξιακό
σύστημα που προσπαθεί –
πιέζει να υποβάλλει μιμητικά και μαζικά
τη συμμόρφωση
σε καθιερωμένα σχήματα – στερεότυπα.
Εξάλλου διαχρονικά η συμμόρφωση
προβάλλεται ως ατομική αρετή και
κοινωνική αξία. (Δημοσίευμα εφημερίδας)
«Η
κοινωνία παντού συνωμοτεί ενάντια στην
ανδρεία του κάθε μέλους της. Η αρετή που
απαιτεί περισσότερο είναι η συμμόρφωση.
Η αυτοπεποίθηση της προκαλεί αποστροφή»
( Έμερσον)
Την
αναγκαιότητα της κριτικής
– ως πνευματικής λειτουργίας και ως
εργαλείο κοινωνικής
αντίστασης – την επιβάλλει
και η αντιφατικότητα της εποχής μας.
Αυτήν την αντιφατικότητα
τη συνθέτουν η αφθονία μέσων
και η απουσία στόχων,
η υπερπληροφόρηση αλλά και η παραπληροφόρηση
(Fake
news….),
η απόλυτη ελευθερία
ως αίτημα αλλά και η αφανής ποδηγέτηση
ή η φασματική ελευθερία και τέλος η
εμμονή στην ορθολογική
ερμηνεία της πραγματικότητας αλλά και
ο χαοτικός της
χαρακτήρας που ακυρώνει τους παραδοσιακούς
κώδικες ερμηνείας.
Σε
αυτό, λοιπόν, το «ντετερμινιστικό
χάος» η κριτική σκέψη και
συνείδηση μπορούν να βοηθήσουν
αποτελεσματικά στη διάσωση της αυτονομίας
μας, της ελευθερίας και της φαντασίας
μας. Κι αυτό γιατί η ικανότητα του ατόμου
να σκέπτεται κριτικά τον βοηθά να
αντιστέκεται σθεναρά στους πολυπληθείς
και διογκούμενους μηχανισμούς χειραγώγησης
της μάζας.
Γιατί
ένα άτομο μπορεί να υπερηφανεύεται ότι
έχει πρόσωπο μόνο στα βαθμό που μπορεί
κι αποφασίζει να αντιστέκεται
στον αγελαίο κομφορμισμό
και στις σειρήνες του κοινωνικού
μιθριδατισμού.
Μια κοινωνία μπορεί να αισθάνεται υγιής
όταν μπορεί και αντιστέκεται στο ρητορικό
μονόλογο των
ταγών της εξουσίας, στην πλάνη και τον
εκμαυλισμό
που τρέφουν τα είδωλα της αγοράς και
στις διάφορες ιδεοληψίες
που ναρκώνουν κάθε διάθεση για αλλαγή
και ανανέωση.
Πολλοί
θα μπορούσαν να αντιτείνουν σε όλα τα
παραπάνω πως η κριτική ως εργαλείο
αξιολόγησης προσώπων,
γεγονότων και πραγμάτων προϋποθέτει
πνευματική αυτάρκεια, ηθική πληρότητα,
κοινωνική ευαισθησία και κυρίως
ψυχοσυναισθηματική ισορροπία και
γενναιότητα. Γιατί πάντα ελλοχεύει ο
κίνδυνος να υποταχτούμε στην εξουσία
του «φόβου»
που μας σπρώχνει στο κοπάδι και στην
αδράνεια.
«Ο
συλλογικός φόβος διεγείρει το αγελαίο
ένστικτο, που γίνεται βίαιο προς εκείνους
που δεν θεωρούνται μέλη της αγέλης»
(Ράσελ)
Η
κριτική, δηλαδή, μπορεί να μας καταστήσει
ύποπτους και «επικίνδυνους»
για εκείνους που έμαθαν να σκέπτονται
και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα
παραδοσιακά σχήματα σκέψης. Και δεν
είναι λίγοι εκείνοι που είναι γαντζωμένοι
στα φαντάσματα – βεβαιότητες του
παρελθόντος
και στις ακλόνητες αλήθειες των κυρίαρχων
ιδεολογιών (η εξουσία των ποικίλων –
ισμών). Άλλοι πάλι φαντασιώνονται ένα
εξιδανικευμένο μέλλον
δίνοντας διέξοδο στη φενάκη της υλικής
ευζωίας αλλά και στις υπαρξιακές τους
αγωνίες.
Έτσι, η κριτική
βαδίζει παράλληλα με την ελευθερία
σκέψης και έκφρασης. Στόχος η αλήθεια
που «κρύπτεσθαι φιλεί»
και όχι η αυτοεπιβεβαίωση μέσα από την
αποδοχή της μάζας που αρέσκεται στο
δοκιμασμένο και στην ασφάλεια του
παραδοσιακού. Όταν η κριτική προκαλεί
δυσαρέσκεια, τότε βρίσκεται στο σωστό
δρόμο. Διαφορετικά καταντά κολακεία
ή μια ανέξοδη φλυαρία
που σκιάζει την αλήθεια και διαιωνίζει
την εξουσία των «αυτονόητων»
της προσωπικής και
συλλογικής μας ζωής.
«Ελευθερία
είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους
αυτό που δεν θέλουν αν ακούσουν»
(Όργουελ)
Πολλοί
προσδιορίζουν την κριτική ως μια φυσική
– ενδόμυχη ανάγκη του ανθρώπου για
αυτοπροσδιορισμό
ή ως μια μορφή άμυνας
απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Με όποια
μορφή κι αν εκδηλώνεται (αυτοκριτική ή
εξωτερική…) συνιστά προϊόν της κοινωνικής
φύσης του ανθρώπου. Για τους Μαρξιστές
η κριτική αντανακλά τον κοινωνικό
περίγυρο στο βαθμό που το ατομικό «είναι»
διαμορφώνεται απόλυτα από το κοινωνικό
«είναι» και όχι το αντίθετο.
Ωστόσο,
η αξία αλλά
και η δυσκολία της διαφαίνεται στο βαθμό
που συμμετέχουν όλες οι υποστάσεις του
ανθρώπου για την άσκησή της, όπως:
πνευματική
ωριμότητα και βαθιά γνώση του αντικειμένου,
ηθική συνείδηση
και ανιδιοτέλεια, ψυχοσυναισθηματική
ισορροπία – θάρρος και έλεγχος των
παθών και βέβαια κοινωνική
συνείδηση και «ανησυχία».
Σε
εκφραστικό επίπεδο η κριτική αποτυπώνεται
ως επιφώνημα,
επίρρημα ή
επίθετο. Οι
παράγοντες που τη διαμορφώνουν είναι
πολλοί κι αφανείς, όπως: Το σύστημα αρχών
και αξιών
(ηθική, ιδεολογία, βιοθεωρία), τα βιώματα
και οι εμπειρίες, η πνευματική καλλιέργεια,
τα συμφέροντα, η ηλικία
και πολλοί άλλοι.
Ωστόσο,
η κριτική δεν είναι στο σύνολό της μια
έμφυτη ικανότητα, αλλά προϋποθέτει μια
σειρά πράξεων και δυνατοτήτων για να
την ασκήσει και να την δεχτεί κάποιος.
Κυρίαρχο ρόλο, λοιπόν, διαδραματίζει
το Εγώ του
ανθρώπου – υποκειμένου, αφού είναι ο
καθοριστικότερος και ουσιαστικότερος
κριτής της ανθρώπινης ύπαρξης και
δράσης. Στην κριτική, όμως, περισσότερο
εκτίθεται ο κριτής και λιγότερο ο
κρινόμενος.
«Όταν κρίνεις τους άλλους, δεν τους
χαρακτηρίζεις, χαρακτηρίζεις όμως τον
εαυτό σου» (Wayne
W.
Dyer).
ΗΛΙΑ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ