Η βαριά σκιά των "αντιεθνικιστών" στα εθνικά θέματα...

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο «Μακεδονικό» ανέδειξαν ξανά την εικόνα μιας ιδεολογικά ετερόκλητης τάσης που κατευθύνει την ελληνική εξωτερική πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες. 

 
Η τάση αυτή εκπροσωπείται από πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και δημοσιολόγους οι οποίοι συχνά διαφωνούν ριζικά σχετικά με άλλους τομείς της πολιτικής, αλλά συντείνουν προς παρόμοιες γενικά θέσεις επί των εθνικών θεμάτων. Οι ίδιοι διατείνονται ότι ακολουθούν μια σύγχρονη και «ευρωπαϊκή» προσέγγιση, η οποία αντιμάχεται τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό. Προκρίνουν δε πολιτικές που πιστεύουν ότι ευνοούν την ειρήνη και τη συνεργασία με τις γειτονικές χώρες. Σε αυτά τα πλαίσια, αμφισβητούν τη βαρύτητα ή την επικινδυνότητα ορισμένων τουλάχιστον ζητημάτων και αντιμετωπίζουν ως δείγμα καθυστέρησης και ανορθολογισμού κινητοποιήσεις σαν αυτές των πρόσφατων συλλαλητηρίων. Επίσης, παραγνωρίζουν απόψεις που διαφωνούν με τις δικές τους.
Οι Έλληνες «αντιεθνικιστές» αναφέρονται σε μια «σύγχρονη πραγματικότητα», την οποία αντιπαραβάλλουν σε ένα συγκρουσιακό παρελθόν. Θεωρούν ότι οι λογικές και τάσεις που συνέθεταν το τελευταίο έχουν ξεπεραστεί. Ουσιαστικά δεν αναφέρονται στην αντικειμενική σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά στην ιδεαλιστική ρητορική του δυτικού φιλελευθερισμού, την οποία αποδέχονται ως κυριολεκτική, ακριβώς όπως οι κομμουνιστές υιοθετούσαν αφελώς την αντίστοιχη ρητορική του σοβιετικού ολοκληρωτισμού.
Δεν αντιλαμβάνονται ότι κάθε οικουμενική και διεθνιστική αντίληψη συνοδεύεται από εθνικές στρατηγικές που προκύπτουν από πραγματιστικούς υπολογισμούς ισορροπίας ισχύος και γεωπολιτικούς συλλογισμούς. Όλα αυτά, μάλιστα, συχνά σχεδιάζονται και υποστηρίζονται ακριβώς από τους ίδιους θεωρητικούς και αναλυτές που συνιστούν τους βασικούς εκφραστές των οικουμενικών και διεθνιστικών αντιλήψεων!

Πρωταρχική ιδεολογική δύναμη

Επιπλέον, αντίθετα από τις μαρξιστικές και φιλελεύθερες προβλέψεις του παρελθόντος, ο εθνικισμός/πατριωτισμός παραμένει η πρωταρχική ιδεολογική δύναμη στον πλανήτη. Και μάλιστα η επιρροή του στη διεθνή πολιτική του 21ου αιώνα δεν βρίσκεται σε φάση υποχώρησης, αλλά ανόδου. Είτε σαν τζακσονική παράδοση στις ΗΠΑ, είτε σαν κομφουκιανός αυτοκρατορισμός στην Κίνα, είτε σαν μεγαλόρωσικος σωβινισμός στη Ρωσία, ο εθνικισμός αποτελεί καίριας σημασίας παράγοντα για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Οι οικουμενικές και διεθνιστικές αντιλήψεις κάποιες φορές αποτελούν απλώς ιδεολογικό εργαλείο υποστήριξης και προώθησης εθνικών στρατηγικών.
Οι ευρωπαϊκές χώρες εξ ανάγκης και εκ του ασφαλούς υιοθέτησαν μια οικουμενική και ειρηνική ρητορική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της τεράστιας καταστροφής που είχαν υποστεί και της αμερικανικής προστασίας αντίστοιχα. Συνέχισαν πάντα, όμως, να καταλήγουν στις επιλογές τους με βάση την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερου εθνικού συμφέροντος, ενώ πλέον αρχίζουν να αναδύονται εκ νέου τα πραγματικά θεμέλια και των δικών τους κοινωνιών.
Χαρακτηριστικό για τη θεωρητική αδυναμία των Ελλήνων «αντιεθνικιστών» είναι επίσης το γεγονός πως αρκετοί από αυτούς, νομίζοντας ότι έτσι προωθούν τις θετικές προς μια συμβιβαστική λύση απόψεις τους για το ζήτημα των Σκοπίων, έσπευσαν να αναφέρουν ότι οι εθνικές ταυτότητες είναι κατασκευασμένες. Μια άποψη που στον χώρο των Διεθνών Σχέσεων εντάσσεται στη θεωρία του κονστρουκτιβισμού (constructivism ή αλλιώς critical theory), η οποία υποστηρίζει πως οι κοινωνικές δομές δεν αντανακλούν αντικειμενικές πραγματικότητες, αλλά συνίστανται σε νοητικές κατασκευές.
Ωστόσο, προφανώς οι Έλληνες «αντιεθνικιστές» αγνοούν την επισήμανση του ίδιου του εμβληματικού κονστρουκτιβιστή θεωρητικού Alexander Wendt, σύμφωνα με τον οποίο η έλλειψη αντικειμενικού αντικρίσματος από τις δομές, δεν σηματοδοτεί εύκολη μετατρεψιμότητά τους. Μάλιστα, όπως τονίζει, το γεγονός πως δεν είναι αντικειμενικές αλλά κατασκευασμένες, καθιστά ενίοτε ακόμα πιο προβληματική και δύσκολη την αναθεώρησή τους από ότι θα ίσχυε διαφορετικά.

Αυξάνει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα

Πράγματι, αν η ταυτότητα είναι αυθαίρετη και υποκειμενική, τότε δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αναθεώρησή της επί πραγματολογικής βάσης. Ούτε βέβαια να υπάρξει διάλογος ή συνεννόηση μεταξύ αντίθετων ταυτοτήτων, εφόσον απουσιάζει κάθε αντικειμενικό κριτήριο. Ιδίως σε μια περίπτωση όπου οι δύο ταυτότητες αλληλοαναιρούνται θεμελιακά. Αν, λοιπόν, κάποιος αποδεχτεί μια τέτοια σχετικιστική θέση, οφείλει να συμπεράνει ότι ο συγκρουσιακός χαρακτήρας επί του προκειμένου ζητήματος των Σκοπίων πιθανόν δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεραστεί, εκτός αν μία από τις δύο ταυτότητες καταστρεφόταν ολοσχερώς.
Επομένως, η στάση των Ελλήνων «αντιεθνικιστών» στο συγκεκριμένο ζήτημα, περισσότερο αυξάνει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της κατάστασης παρά ωθεί προς μια βιώσιμη λύση, ακόμη κι αν εξεταστεί αποκλειστικά μέσα από την οπτική της ίδιας της θεωρητικής της βάσης. Αντίθετα, μόνο αν δεχτούμε ότι οι ταυτότητες απορρέουν κατά κανόνα από την αντικειμενική ιστορική αλήθεια, και ότι επομένως τόσο η ελληνική όσο και η σκοπιανή οφείλουν να τη σέβονται, θα μπορούσε να υπάρξει βιώσιμη συνύπαρξη. Αυτή μπορεί να προκύψει μέσω της αναζήτησης αυτής της αλήθειας και της αναπροσαρμογής των ταυτοτήτων, ώστε να συμφωνήσουν μαζί της.
Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ακαδημαϊκοί του χώρου των Διεθνών Σχέσεων, της Στρατηγικής και της Γεωπολιτικής που έχουν εκφραστεί δημόσια με άρθρα και συνεντεύξεις τους το τελευταίο διάστημα σχετικά με το θέμα, απορρίπτουν οποιαδήποτε ονομασία θα περιείχε τον όρο «Μακεδονία». Ή υπογραμμίζουν ότι μια συμβιβαστική συμφωνία θα ήταν υπό αυστηρές προϋποθέσεις αποδεκτή, επειδή η εθνική ασφάλεια αντιμετωπίζει πιο άμεσες απειλές. Θα παρέμενε, όμως, δυνητικά προβληματική και επικίνδυνη.
——————
* Ο Σωτήρης Δρόκαλος είναι κάτοχος πτυχίου Νομικής και μεταπτυχιακού Διεθνών Σχέσεων. Συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων ιστορίας και θεωρίας Διεθνών Σχέσεων, καθώς και αριθμού μελετών και άρθρων σχετικά με την ιστορία και τη διεθνή πολιτική.

Πηγή: