Δύο αναλύσεις για την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα...


Αποψη: Εθνικό νόμισμα, έτσι απλώς…

Μ​​ε την παρέμβασή μου αυτή δεν έχω σκοπό να επιχειρηματολογήσω, πόσο μάλλον να πείσω κάποιον, σχετικά με το εάν το ευρώ ή η δραχμή αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Ούτε επίσης να τρομοκρατήσω κανέναν με τα «κακά» που θα μας βρουν εάν επιστρέψουμε στη δραχμή. Μοναδικός σκοπός είναι να αναδείξω τις αντιφάσεις ορισμένων επιχειρημάτων που διατυπώνονται στη δημόσια σφαίρα.
Αρχικά, ας υποθέσουμε ότι επιλέγουμε την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Προφανώς, τη στιγμή που θα γίνει η επιστροφή πρέπει να οριστούν (ονομαστικές) ισοτιμίες με τα άλλα νομίσματα, πράγμα που θα αποφασίσει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Μέχρι εδώ όλα είναι (φαινομενικά) απλά. Από εκεί και πέρα η ΤτΕ πρέπει να αποφασίσει ποια τακτική διαχείρισης θα ακολουθήσει: (α) εάν η ισοτιμία θα διαμορφώνεται ελεύθερα στην αγορά συναλλάγματος (free floating), ή (β) θα εφαρμόσει σταθερές ισοτιμίες με τα βασικά νομίσματα (fixed rates), ή (γ) θα ακολουθήσει έναν συνδυασμό, δηλαδή θα ορίσει κάποιες ισοτιμίες-στόχους και με παρεμβάσεις της θα διατηρεί την ισοτιμία κοντά στον στόχο (target zone).
Οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή φέρνουν ως βασικό επιχείρημα ότι θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός ανάπτυξης, αφού θα μπορεί η ΤτΕ να διολισθαίνει τη δραχμή και ως εκ τούτου να καθιστά (ονομαστικά τουλάχιστον) τα ελληνικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά. Αμεση απόρροια αυτού του επιχειρήματος είναι η προϋπόθεση ότι δύο από τις προαναφερθείσες τακτικές διαχείρισης αποκλείονται. Δηλαδή, για να έχει τη δυνατότητα της διολίσθησης η ΤτΕ προφανώς δεν θα επιλέξει την ελεύθερη ισοτιμία, αφού υπό αυτό το καθεστώς δεν έχει τον έλεγχο της πορείας της ισοτιμίας, όπως επίσης δεν θα επιλέξει τις σταθερές ισοτιμίες, αφού εξ ορισμού αντίκεινται στη λογική της ελεγχόμενης κατ’ επιλογήν διολίσθησης. Αλλωστε, η επιτυχία ή όχι των σταθερών ισοτιμιών εξαρτάται απόλυτα από την αξιοπιστία της πολιτικής, η οποία με το πρώτο συμβάν διολίσθησης θα εξανεμιστεί μη αναστρέψιμα. Ενα δεύτερο ρηχό επιχείρημα, που μάλλον σκοπό έχει να καθησυχάσει, είναι ότι δεν θα υπάρχουν απώλειες (των εγχωρίων αξιών ή αύξησης του φορτίου του υπάρχοντος δημοσίου χρέους) λόγω επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, μιας και η αρχική ισοτιμία, π.χ με το ευρώ, θα «κλειδώσει» στο 1:1. Εδώ οι αντιφάσεις είναι, πλέον, καταφανείς. Αντίφαση 1η: Αν «κλειδώσει» η ισοτιμία στο 1:1, για ποιο λόγο να πάει κανείς σε εθνικό νόμισμα, αφού ουσιαστικά θα έχει την τιμή του ευρώ.
Αντίφαση 2η: αν «κλειδώσει», παύει πλέον να αποτελεί μοχλό ανάπτυξης αφού δεν αποτελεί επιλογή η διολίσθηση.
Επιπλέον, η έννοια του «κλειδώματος» είναι από μόνη της προβληματική μιας και δεν πρόκειται για μια απλή διοικητική πράξη. Για να παραμείνει «κλειδωμένη» η ισοτιμία πρέπει να ισχύει κάποιο από τα παρακάτω:
• Οι συναλλασσόμενοι (διεθνώς) να έχουν πεποίθηση ότι η επιλεγείσα ισοτιμία είναι σωστή και μάλιστα θα διατηρηθεί. Η πεποίθηση της διατήρησης, όπως είπαμε νωρίτερα, θα εξατμιστεί στην πρώτη διολίσθηση. Σχετικά με την ορθότητα της επιλογής του ύψους της ισοτιμίας, στην περίπτωση του 1:1, αυτό απαιτεί τα οικονομικά θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας να το υποστηρίζουν. Για παράδειγμα, απαιτεί η ανάπτυξη, τα επιτόκια, ο πληθωρισμός και το αξιόχρεο της Ελλάδας να προσομοιάζουν με τον μέσο όρο των οικονομιών που θα βρίσκονται υπό τη σκέπη του ευρώ. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ή
• οι ροές κεφαλαίου, άρα και το νόμισμα, να υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς κίνησης (international capital controls). Δηλαδή, με άλλα λόγια, γενίκευση των ήδη εφαρμοζόμενων περιορισμών κεφαλαίου. Αυτοί οι περιορισμοί οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη ανάπτυξη μιας παράλληλης μαύρης αγοράς και εν τοις πράγμασι υπονόμευσης της «κλειδωμένης» ισοτιμίας. Επιπλέον, ίσως και το σημαντικότερο, οι περιορισμοί πρακτικά σημαίνουν, όχι απλώς Grexit, αλλά και αποχώρηση από την Ε.Ε., μιας και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων αποτελεί θεμελιώδη αρχή της, ή
• η ΤτΕ να είναι σε θέση να διατηρεί την ισοτιμία «κλειδωμένη» παρεμβαίνοντας όποτε χρειάζεται, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ικανών συναλλαγματικών αποθεματικών, που με τη σειρά τους απαιτούν μια εξωστρεφή οικονομία με πλεόνασμα στο εξωτερικό της ισοζύγιο.
Ελπίζω να κατέστη αντιληπτό ότι η επιλογή εθνικού νομίσματος δεν αποτελεί μια απλή διοικητική πράξη και σίγουρα η στήριξη αυτής της επιλογής δεν θα στεφθεί αυτονοήτως με επιτυχία.

kathimerini.gr
* Ο κ. Κων. Δράκος είναι αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικής, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.



Ποιος μίλησε για «Εθνικό νόμισμα, έτσι απλώς …»;

Γράφει ο Ν. Φιλιππάκης. Σε άρθρο που δημοσίευσε η εφημερίδα Καθημερινή, στις 7-8-2017, με τίτλο «Εθνικό νόμισμα, έτσι απλώς………»  ο αναπληρωτής καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δράκος εξέθεσε τους προβληματισμούς του για την επιστροφή της χώρας μας σε εθνικό νόμισμα εξετάζοντας συγκεκριμένες παραμέτρους όπως με ποίο τρόπο θα γίνει η διακύμανση του εθνικού νομίσματος, πώς θα λειτουργήσει στην πράξη η ισοτιμία του με το ευρώ, τη γενίκευση των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων και πώς η Κεντρική Τράπεζα θα ασκεί τη νομισματική της πολιτική.

Αυτοί οι προβληματισμοί που θέτει ο κ. καθηγητής είναι πολύ σωστοί και αποτελούν τη βάση για μια σοβαρή συζήτηση επί του θέματος. Όμως παρατηρούμε ότι και αυτό το άρθρο εμφανίζει την ίδια επιφανειακή και πολλές φορές αβάσιμη επιχειρηματολογία με άλλα παρόμοιας άποψης άρθρα που έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί αγνοώντας την καταστροφική πορεία που ακολουθεί η χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Η αναφορά ότι για τη διατήρηση της ισοτιμίας 1:1 του νέου εθνικού νομίσματος με το ευρώ,η χώρα μας θα πρέπει να συγκλίνει με μακροοικονομικά μεγέθη του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης όπως ο ρυθμός ανάπτυξης, τα επιτόκια, ο πληθωρισμός και το αξιόχρεο της χώρας, μάλλον μας υπενθυμίζει περισσότερο την ουσία του προβλήματος δηλαδή τις ανισορροπίες και την ετερογένεια που εμφανίζουν μεταξύ τους τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Η συμμετοχή σε μία ατελή νομισματική ένωση με συμμετοχή χωρών τριών ταχυτήτων δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για πραγματική σύγκλιση κάτω από την οικονομική πολιτική που έχει επιβάλλει το κυρίαρχο σε αυτήν κράτος (Γερμανία).
Η επιχειρηματολογία ιδιαίτερα για το αξιόχρεο της χώρας μας είναι μονολεκτική.Η βιωσιμότητα του κρατικού χρέους αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για το αξιόχρεο μίας οικονομίας. Για την Ελλάδα, η μη βιωσιμότητα του χρέους της αυξάνει στο μεσο-μακροπρόθεσμο σενάριο τις απαισιόδοξες προσδοκίες για μελλοντική χρεοκοπία. Το αποτέλεσμα είναι να επηρεάζονται οι επενδύσεις κεφαλαίων, μεταβάλλοντας έτσι το κεφαλαιακό απόθεμα[1].
Μελετώντας την πρόσφατη βιβλιογραφία παρατηρούμε ότι υπάρχει σύνδεση της βιωσιμότητας του χρέους μίας χώρας με τη συμπεριφορά των κεφαλαιακών ροών της καθώς επίσης και της πολιτικής αθέτησης πληρωμών με το διαμορφούμενο ύψος των αποταμιεύσεων που διαθέτει. Όλα αυτά αποδεικνύονται εμπειρικά και μάλιστα στην περίπτωση της Ελλάδας,η αθέτηση πληρωμών υπήρξε επιβεβλημένη καθώς μετά το 2008 εμφάνισε μια πολύ μεγάλη και επίμονη συστολή στην εγχώρια παραγωγή της (outputcontraction).Δυστυχώς όμως η  πολιτική αθέτησης πληρωμών που ακολουθήθηκε για τη χώρα μας υπήρξε υποβέλτιστη, καθώς η κατανάλωση ως ισοδύναμο κοινωνικής ευημερίας και πλούτου σχετιζόμενη με τις πολιτικές αθέτησης χρέους επέφεραν αμελητέα αποτελέσματα[2].
Η άποψη ότι για την Ελλάδα η αλλαγή νομίσματος θα επιφέρει γενίκευση των κεφαλαιακών ελέγχων με δημιουργία παράλληλης μαύρης αγοράς και τελικώς την έξοδο από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε αποτελεί υπόθεση χωρίς επιστημονική βάση. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτό που περιγράφεται παραπάνω καθώς ο εγκλωβισμός στο ενιαίο νόμισμα είναι το βασικό πρόβλημα αφού στερεί σημαντικά εργαλεία διαχείρισης και ελέγχου στην κίνηση των διεθνών κεφαλαίων. Παρόλο που κάποιοι θεωρούν ετερόδοξο μέσο την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, σε περιόδους κρίσης μαζί με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και την πολιτική επιτοκίων αποτελούν τα βασικά όπλα κάθε ανοικτής οικονομίας για την αντιμετώπιση της συμπεριφοράς των ροών κεφαλαίων[3].
Θα ήταν ορθότερο αντί για αναφορές σε περιορισμούς κινήσεων κεφαλαίων, να αναλυθεί με μεγαλύτερη προσοχή η συμπεριφορά των ροών κεφαλαίων εντός της   Νομισματικής Ένωσης. Για τις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα αποδείχθηκε ότι η μαζική αντιστροφή αυτών των ροών από το τέλος του 2008 και μετά αποτέλεσαν μία από τις βασικές αιτίες της κρίσης.Οι παραπάνω χώρες γνώρισαν έναν κύκλο ανόδου και καθόδου χρηματορροών, στο πλαίσιο της οικονομικής ολοκλήρωσης και της υιοθέτησης του ενιαίου νομίσματος, με αρνητική όμως επίδραση στις καθαρές κεφαλαιακές ροές.
Η εμφάνιση του φαινομένου του ¨SuddenStop¨από τις χώρες του Νότου αποδεικνύει ότι ανάλογα χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ αναδυόμενων – αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων οικονομιών εμφανίστηκαν και στην περίπτωση της Ευρωζώνης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα, η έντονη αστάθεια που εμφάνισαν οι τραπεζικές ροές κεφαλαίων (bankflows) από τις Νότιες Χώρες προς την Δυτική Ευρώπη αναδεικνύονταςτην ετερογένεια μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης[4].
Το ισοζύγιο κεφαλαιακών ροών κατά μέσο όρο για τη χώρα μας, για την περίοδο 2000 – 2017 εμφανίζεται ελλειμματικό (- 633.22 εκατ. Ευρώ)[5]. Οι καθαρές κεφαλαιακές ροές,σε οποιαδήποτε μορφή τους (FDI,PortfolioFlows, OtherFlows) – με συνεκτίμηση βεβαίως συγκεκριμένων παραγόντων που επηρεάζουν το βαθμό επίδρασης, αστάθειας και μεταβλητότητας τους – ουσιαστικά αποτελούν τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε μια χώρα. Είναι παράδοξο η συμπεριφορά στις κινήσεις κεφαλαίων για μία χώρα της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα να εμφανίζει μακροοικονομικά στοιχεία (όπως π.χ. ΑΕΠ, Δημόσιο Χρέος, Επίπεδο Αποταμιεύσεων) που παραπέμπουν περισσότερο σε αναπτυσσόμενη οικονομία παρά σε ανεπτυγμένη.
Η αναφορά ότι για τη διατήρηση της ισοτιμίας εθνικού νομίσματος απαιτείται εξωστρέφεια της Ελληνικής οικονομίας,με την δημιουργία πλεονασμάτων για τη δημιουργία συναλλαγματικών αποθεμάτων μάλλον σημαίνει ότι ήδη η χώρα μας εντός ευρώ πετυχαίνει αυτούς τους στόχους άρα ενέχει σημαντικό ρίσκο η επιλογή ενός διαφορετικού δρόμου. Είναι περιττό λοιπόν να σκεφτούμε τι βαθμό εξωστρέφειας έχει εμφανίσει η Ελληνική οικονομία, σε τι επίπεδο ανταγωνιστικότητας βρίσκεται και τι πλεονάσματα  έχει επιτύχει από την είσοδο της στην Ευρωζώνη μέχρι και σήμερα.
Αυτά είναι μερικά από τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, τα οποία δεν θα επιτρέψουν την ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Σ’ αυτά ακριβώς αναφέρεται η προοπτική εξόδου από την ΟΝΕ. Αυτά θα έπρεπε να αναλύει και ο κ. καθηγητής και όχι να παλεύει με αχυρανθρώπους.

pressenza.com

Βιβλιογραφία
[1] Peiris, M. Sokolova, A. and Tsomokos, D. (2017)¨Capital Flows,Defaults, and Renegotiation in a Small Open Economy¨, Said Business School RP, University of Oxford.
[2] Adam, K. and Grill, M. (2017)¨Optimal Sovereign Default¨, American Economic Journal: Macroeconomics, Volume 9, No 1, 128–164.
[3] Blanchard,O. Ostry, J. Ghosh, R. and Chamon, M. (2016) ¨Do Capital Flows be Tamed?.Capital Flows: Expansionary or Contractionary?, AmericanEconomic Review: Papers & Proceedings, Volume 106, No 5, 565-569.
[4] Pagliary,S. and Hannan,D. (2017)¨The Volatility of Capital Flows in EmergingMarkets:Measures and Determinants¨,IMF Working Paper,WP17/41.
[5] https://tradingeconomics.com/greece/capital-flows
Σύντομο βιογραφικό αρθρογράφου: Ο κος Φιλιππάκης είναι οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην διοίκηση επιχειρήσεων (MBA) απο το πανεπιστήμιο του Liverpool και είναι μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (American Economic Association).
———-
Πηγή: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (European Research Network on Social and Economic Policy, EReNSEP).