Επιστήμη, πρόοδος και μιλλεναρισμός...


Μιχαήλ Άγγελος, Δευτέρα Παρουσία, Βατικανό, Καπέλα Σιξτίνα.

Μόνο μέσω της επιστήμης και της «σοφίας», ενωμένες σε μια τεράστια λογική προσπάθεια, σε παγκόσμια, επομένως πλανητική κλίμακα, τα αξιοθαύμαστα επιτεύγματα της επιστήμης και της σύγχρονης τεχνολογίας, θα μπορούσαν να γίνουν η ελπίδα δισεκατομμυρίων ανθρώπων, δίχως αυτοί να υποφέρουν από τις απειλές και τις παρεκκλίσεις που αυτά συνεπάγονται, ως αναπόφευκτο τίμημα της ισχύος τους. (Κάρλο Ρούμπια)
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, τα παραπάνω λόγια του νομπελίστα φυσικού Κ. Ρούμπια[1] δημιουργούν μια διττή και αντικρουόμενη αίσθηση. Μοιάζουν ταυτόχρονα με ένα φιλόδοξο ευχολόγιο που, αν και καλοπροαίρετο, φαίνεται ότι απέτυχε να εμπνεύσει, ενώ από την άλλη ηχούν προφητικά, σκιαγραφώντας ένα σκοτεινό και δυσοίωνο μέλλον.

Είναι αλήθεια ότι η γραμμική αντίληψη της ιστορίας καλλιεργεί μύθους, και πέρα από το ότι εξυπηρετεί, ορισμένα κάθε φορά, συμφέροντα, δίχως αμφιβολία περιορίζει σημαντικά την κατανόηση της πραγματικότητας. Η πορεία των γεγονότων στο χρόνο είναι κάθε άλλο παρά γραμμική, θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι δεν χαρακτηρίζεται κυρίως από «πισωγυρίσματα», αλλά περισσότερο από εκτροπές προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα η ασυγκράτητη συνέχεια της προόδου και η γραμμικότητά της ήταν σχεδόν δεδομένη. 

Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που προειδοποιούσαν (όπως οι Ζακ Ελλύλ και Λιούις Μάμφορντ), με κάποια σοβαρότητα, για την επερχόμενη κρίση αλλά και την γενικευμένη παράνοια στην οποία θα περνούσε ξανά η ανθρωπότητα. Ιδεολογίες όπως ο μαρξισμός και ο φιλελευθερισμός, όχι μόνο εισάγουν, αλλά και αναπτύσσουν τα επιχειρήματά τους πάνω σε αυτή την υποθετική γραμμικότητα. Η ίδια η ιδέα της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς βασίζεται, στη ευθυτενή πορεία προς την πρόοδο, την οποία θα πρέπει να ακολουθούμε πιστά ώστε να ζήσουμε ευτυχισμένοι. 

Στην ουσία οι δυο αυτές ιδεολογίες διαφέρουν μόνον ως προς την επικρατούσα αντίληψη που έχουν για την κοινωνία. Ο μεν φιλελευθερισμός την θεωρεί μια δομή συναίνεσης, όπου δηλαδή η τάξη και η προβλεψιμότητα της κοινωνικής ζωής εξαρτάται από την κουλτούρα, ο δε μαρξισμός μια δομή με μια εγγενή σύγκρουση στη σχέση μεταξύ ομάδων με άνισα προνόμια, όπου εδώ η κουλτούρα θεωρείται ως ένα μέσο διαιώνισης της ανισότητας. Πέρα από την αδυναμία των δομικών θεωριών (βλ. εθνομεθοδολογία) να εξηγήσουν τις κοινωνίες, ο τελευταίος μισός αιώνας συνθέτει μια σαφή επιβεβαίωση -και οι δυο αυτές μεγάλες ιδεολογίες συγκλίνουν στο κοινό τους στοιχείο, δηλαδή την πρόοδο.

Παρόλα αυτά, ήδη από την αρχή του 18ου αιώνα, κυρίως μέσα από τα έργα των Μονταίν και Ρουσσώ, είχε ήδη ξεκινήσει μια αργή διαδικασία διάβρωσης της ιδεολογίας της προόδου. Υπάρχουν επίσης βάσιμες ιστορικές ενδείξεις ότι σε περιόδους βαθιάς κρίσης και αβεβαιότητας, μπορούν να αναβιώσουν (πράγμα που έχει γίνει στο παρελθόν) και να ενισχυθούν ποικίλες εσχατολογικές δοξασίες. Το κείμενο αυτό θα καταπιαστεί με την υπόθεση ότι σε κάποια τουλάχιστον σημεία του δυτικού κόσμου των κρίσεων θα μπορούσαμε, έστω και δειλά, να αρχίσουμε να μιλάμε για μια τάση προς ένα νέο, ιδιόμορφο μιλλεναρισμό[2].

 Η υπόθεση αυτή βασίζεται σε κάποια στοιχεία που δημιουργούν και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις, ώστε να μαζικοποιηθεί και να γενικευτεί μια αίσθηση προσμονής μεγάλων γεγονότων και μετασχηματισμών. Άσχετα από την πεποίθηση για μια ευτυχή ή δυστυχή έκβαση, όλο και περισσότεροι άνθρωποι -μπροστά στα όλο και αυξανόμενα αδιέξοδα- βρίσκονται σε ένα είδος αναμονής ενός άλλου, αυτή τη φορά «του δικού μας» Taki Ongoy[3].
Πράγματι ο σύγχρονος κόσμος είναι ένα ρευστό, πολύμορφο και ασύμμετρο μωσαϊκό πραγμάτων. 

Έτσι έχουμε τις προκλήσεις και τις αξιώσεις του Ισλαμικού Κράτους με όλες τις συνέπειές τους, υλικές και ψυχολογικές, πάνω στους ανθρώπους του δυτικού κόσμου. Τα ήδη απτά και καταστροφικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Την επιβολή της πολυπολιτισμικότητας, την ενίσχυση του ναρκισσισμού και της καταναλωτικής μανίας, τις μεγάλες τωρινές και αυριανές μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές ανθρώπων, τη γενικευμένη βία ενός αβέβαιου οικονομικά και ψυχολογικά αύριο, την απειλή για την ασφάλειά μας που μας ωθεί σε απώλεια της ελευθερίας μας, τη άνοδο τεχνοκρατικών ολιγαρχιών και την διεύρυνση της ανισότητας. Έχοντας στην άκρη του νου επερχόμενες επισιτιστικές και οικολογικές κρίσεις και έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, αυτά είναι κυρίως τα στοιχεία και γεγονότα που συνυπάρχουν, βρίσκονται σε εξέλιξη και μοιάζει να εξωθούν τη σκέψη πολλών ανθρώπων σε εσχατολογίες που για πολλούς θεωρούνταν ξεχασμένες. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την εκλογή του Ν. Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Φ. Φουκουγιάμα, υπέρμαχος της άποψης ότι μπήκαμε στη γραμμική πορεία προς το τέλος της ιστορίας, έχει ήδη αρχίσει να ανησυχεί για μια επερχόμενη παρεκτροπή και για το μέλλον της δημοκρατίας-ό,τι κι αν εννοεί φυσικά με τη λέξη «δημοκρατία» ο Φουκουγιάμα. (βλ. άρθρο στην Washington Post, “The man who declared the ‘end of history’ fears for democracy’s future”).

Από την άλλη ο Ζαν Κλωντ Μισεά[4] σε συνέντευξη που έδωσε τον Ιανουάριο του 2017 στο γαλλικό περιοδικό Les Inrocks υποστηρίζει ότι η μετακοινοβουλευτική πορεία του καπιταλισμού έχει ήδη αρχίσει να έρχεται αντιμέτωπη με τρεις σημαντικούς περιορισμούς. Έναν ηθικό γιατί καταστρέφει σταδιακά την ανθρωπολογική βάση όλης της ζωής. Έναν οικολογικό, δεδομένου ότι η επ’αόριστον ανάπτυξη είναι προφανώς αδύνατη σε ένα πεπερασμένο υλικό κόσμο. Και έναν συστημικό, γιατί με την είσοδό του στη σφαίρα του «πλασματικού κεφαλαίου» -ο καπιταλισμός οδηγείται και στην τελική του φάση[5]. Συμπληρώνοντας τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι στο σύγχρονο βασίλειο του πλασματικού και του εικονικού η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου βασίζεται όλο και λιγότερο -λόγω της αδιάκοπης τεχνολογικής καινοτομίας- στην εντατική εργασία ανθρώπων που όλο και περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από μια πυραμίδα χρέους. 

Χρέος το οποίο τελικά δεν πρόκειται να αποπληρωθεί ποτέ. Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει εάν αυτή η περίοδος των καταστροφών θα έχει και κάποιο αίσιο τέλος. Ο μετα-καπιταλιστικός κόσμος, που φαντάζονται πολλοί αριστεροί ιδεαλιστές, μπορεί να είναι ένας κόσμος πολύ χειρότερος από τον σημερινό. Δεν θα πρέπει επομένως να παραβλέπουμε αυτή την ζοφερή προειδοποίηση που έκανε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πριν από σχεδόν έναν αιώνα. Διότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ενός αυριανού κόσμου που θα θυμίζει κάτι από τις ταινίες «1984» του Όργουελ και «Μπραζίλ» του Τέρρυ Γκίλλιαμ με στοιχεία Mad Max. Εδώ και πάνω από έναν αιώνα μια μελλοντική δυστοπία υπήρχε στο μυαλό πολλών καλλιτεχνών και πολλές φορές εκφράστηκε μέσα από την λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο.

 Για παράδειγμα είναι ενδεικτικό το πόσο σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται σε αδιέξοδο. Καθώς αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά προβλήματα, περιορίζονται στο να αναφέρονται αφηρημένα και αόριστα σε μια «Ευρώπη των κοινών αξιών και της αλληλεγγύης». Χαρακτηριστικό είναι επίσης το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί αριστερού εναλλακτικού δρόμου, που «θα άλλαζε την Ευρώπη αλλάζοντας την Ελλάδα» το οποίο έχει καταρρεύσει παταγωδώς και προκαλεί θυμηδία το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα κάποιοι περιμένουν να αλλάξει ο κόσμος ολόκληρος μέσω της μεταστροφής της ΕΕ προς τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Διότι όταν όλη η ΕΕ οδεύει βουστροφηδόν προς τον τεχνοκρατικό αυταρχισμό, είναι τουλάχιστον αστείο να επικαλείται κανείς εκδημοκρατισμό και αλληλεγγύη.

Σήμερα στον πολυσύνθετο, κατακερματισμένο και ρευστό κόσμο μας, κινήματα όπως αυτά των Beatniks[6] και των Hippies δεν μπορούν πλέον να αναγεννηθούν. Άλλωστε ακόμη και εάν αυτά με κάποιο τρόπο αναβίωναν, η αποτυχία τους, να ωφελήσουν τους απλούς ανθρώπους, θα επαναλαμβανόταν πιθανότατα σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά την δεκαετία του 1950 προέκυψε μια αίσθηση κορεσμού, η υλική ευμάρεια και ο τρόπος ζωής της δύσης επέφερε μια αφόρητη πλήξη στους νέους της βόρειας Καλιφόρνιας. 

Τότε αφέθηκαν μακριά μούσια, πόδια έμειναν ξυπόλυτα, μαλλιά εγκαταλείφθηκαν ατημέλητα. Τα παιδιά αυτά αντιμετώπισαν την πλήξη τους μέσα από τα ναρκωτικά και την σεξουαλική απελευθέρωση, το αόριστο ζητούμενό τους δεν έγινε ποτέ πολιτικό, ακριβώς γιατί ήταν αόριστο και ποτέ δεν έμελλε να γίνει κάτι άλλο. Άλλωστε οι περισσότεροι νέοι προέρχονταν από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις (μεγαλοαστικές) και οι γονείς τους δεν «πρόλαβαν» να τους αποκληρώσουν, ώστε να ταυτιστούν πραγματικά με το λευκό γεωργικό προλεταριάτο που τόσο θέλησαν να υποστηρίξουν. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη είχε επέλθει μια παράλληλη κατάρρευση της εμπιστοσύνης του κόσμου στην επιστήμη γενικότερα. 

Πριν τον Αύγουστο του 1945, όπου δύο ολόκληρες πόλεις τις Ιαπωνίας ισοπεδώθηκαν από την πυρηνική βόμβα, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να αφανίσει το είδος του και το όπλο θα του το παρείχε η επιστήμη. Τότε είναι αλήθεια ότι γεννήθηκαν μεγάλα κινήματα υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και του αφοπλισμού και σε αυτά ασφαλώς έλαβαν μέρος και κάποιοι νέοι από τους παραπάνω. Η μαζικότητα της συμμετοχής, η ένταση, η αγωνία, το πάθος τους αλλά και η προσδοκία για έναν καλύτερο κόσμο, είναι άλλωστε στοιχεία ιστορικά καταγραμμένα.

Ωστόσο για το σημερινό «κενό νοήματος» έχουν ευθύνες και πολλοί από εκείνους που πρωτοστάτησαν σε αυτά τα κινήματα, καθώς στη συνέχεια, όταν αρκετοί από αυτούς ανέλαβαν την εξουσία, συνέβαλαν καθοριστικά στην αποδόμηση κάθε ταυτότητας και στην επικράτηση του μηδενισμού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εξέλιξη που οδήγησε στην πτώση του αστικού πολιτισμού[7] και σε εκείνους που σήμερα ονομάζουμε μπομπό (bourgeois boheme), upper class χίπστερ και li-li’s (libertarian liberals). 

Ανθρώπους δηλαδή που για να ξεφύγουν από τον κλασικό και αστικό τρόπο ζωής και να αυτοπροσδιοριστούν ως «επαναστάτες», μετακομίζουν, για παράδειγμα, σε υπό ανάπτυξη ή υπανάπτυκτες συνοικίες όπου -με την δεδομένη οικονομική τους άνεση- υποδύονται τους εναλλακτικούς φορείς ενός επερχόμενου κοινωνικού μετασχηματισμού. Η ειρωνεία εδώ είναι βαθιά και λυπηρή. Οι τεχνοκράτες, ελιτιστές των start-up και της «καινοτομίας» του εύκολου παραφουσκωμένου χρήματος, έρχονται κοντά στους απλούς ανθρώπους που δεν έχουν καμία ελπίδα να σηκώσουν κεφάλι. Από τη μια τα εκκεντρικά γούστα και ο ναρκισσισμός και από την άλλη η απόγνωση και τα πραγματικά προβλήματα.

Σήμερα οι «κινηματικές» φιλοδοξίες περιορίζονται στις πολύχρωμες, υπό μορφή life style πάρτυ, συγκεντρώσεις περηφάνειας των LGBTQI, όπως αυτές που έγιναν πρόσφατα στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη. Σαν περιπαιχτική «αναβίωση» τα μούσια αφέθηκαν ξανά «ελεύθερα», αυτή τη φορά ως εξύμνηση του μεταμοντέρνου χιπστερισμού. Επίσης το πολιτικό περιεχόμενο των ιδεολογιών αριστερής χροιάς, με τον Μάο και τον Στάλιν να ανταγωνίζονται τα ιμπεριαλιστικά βασίλεια της εσπερίας δεν υπάρχουν πλέον, παρά μόνο στα βεβαρημένα και μελαγχολικά μυαλά κάποιων νοσταλγών. 

Ο δυτικός άνθρωπος εμπιστεύθηκε την ουδετερότητα της επιστήμης και ακολούθησε την πρόοδο. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι του δυτικού πολιτισμού, σήμερα δεν αμφισβητούνται (όπως και τότε κατά τις εποχές όπου η πυρηνική απειλή «έπαιζε» συνεχώς στα ΜΜΕ) από νέους και νέες διψασμένους για ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά κυρίως από ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που είναι απογοητευμένοι από τις ανεκπλήρωτες ελπίδες για ευημερία και τρομοκρατημένοι από τους σύγχρονους τεχνητούς και μη κινδύνους, οι οποίοι συχνά συνοδεύονται και από τις αντίστοιχες καταστροφικές προφητείες. 

Προφητείες που σταδιακά αποκαλύπτονται σε μια συνεχή ροή και γίνονται «δυνατές ειδήσεις» από τα ΜΜΕ. Σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, απογοήτευσης και αγωνίας μπορούν να αναβιώσουν λάτρεις του βιβλικού χρυσού μοσχαριού, νέοι αρνητές της επιστημονικής μεθόδου, νέοι οπαδοί μυστικισμού, αρχαϊκές μυθολογίες και απόκρυφες (extra sensory) δυνάμεις, ενδέχεται να αναδυθούν ξανά. Ένας γενικός αντιεπιστημονικός φονταμενταλισμός είναι πιθανός. Οι υποθέσεις αυτές σχετίζονται με το γεγονός ότι, στα μάτια πολλών, η συμμαχία της επιστήμης με την τεχνολογία δείχνει να έχει προδώσει τον άνθρωπο. Ο σύγχρονος άνθρωπος βασίστηκε στην αντίληψη περί επιστημονικά διαχειρίσιμης οικονομίας. 

Πείστηκε ότι η ελεύθερη αγορά, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, δίχως δηλαδή τον ανθρώπινο παράγοντα ως φορέα μέτρου και αξιών, θα έδινε την λύση σε όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Όμως αυτό που συνέβη ήταν μια συνολική και γενικευμένη απώλεια νοήματος αλλά και προοπτικών μέσα από την διάλυση όλων των πεδίων –οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών. Πέρα από τα οικονομικά, τα πολιτισμικά χάσματα μεταξύ κυρίαρχων τάξεων και λαϊκών στρωμάτων, όχι μόνο δεν γεφυρώθηκαν αλλά διευρύνθηκαν περαιτέρω, ως απόδειξη της νοσηρότητας του κοσμοπολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να συνδέεται άρρηκτα με δύο βασικά στοιχεία: με την άνοδο και επικράτηση ενός ισχυρού αντιλαϊκισμού και με την ολοκλήρωση της ρήξης μεταξύ λαϊκών μαζών και Αριστεράς.

Ο Μαξ Βέμπερ σχολιάζοντας τη φράση του Εγγλέζου πουριτανού Ρίτσαρντ Μπάξτερ σύμφωνα με την οποία:
H αγάπη του κάθε ενάρετου ανθρώπου για τα υλικά αγαθά (external goods), αυτά που έχουν αντικειμενική υπόσταση, θα έπρεπε να ομοιάζει με έναν ελαφρύ μανδύα τον οποίο μπορεί να αποχωριστεί με ευκολία.
Και όμως, λέει ο Βέμπερ, η μοίρα του μανδύα ήταν να μετατραπεί σε «σιδερένιο κλουβί». Σε αυτό το σιδερένιο κλουβί –απόρροια της επικράτησης της «ορθολογικής» συμπεριφοράς είμαστε υποχρεωμένοι ή καταδικασμένοι να ζούμε. Εκτός από την σαρωτική δράση της τεχνολογίας και τεχνοεπιστήμης που δημιούργησε άπειρες πλασματικές ανάγκες (γκάτζετ, έξυπνα κινητά, κλπ), εγκλωβίζοντας τη ζωή του ανθρώπου σε δυο αισθήσεις -την όραση και την ακοή, το απόγειο του επιστημονικού ορθολογισμού όπως εκφράστηκε κυρίως μέσα από τις οικονομικές επιστήμες, οδηγεί με ταχύτατους ρυθμούς την ανθρωπότητα στην «πλέον μοιραία» ιστορική της περίοδο. Σε έναν κόσμο όπου η ηθική και οι υπεύθυνες πολιτικές επιλογές ακολουθούν όλο και πιο συχνά διαφορετικούς δρόμους, ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να μην έχει και πολλές επιλογές. Ή θα εξομοιωθεί με τις τρέχουσες τάσεις μαζικοποίησης και μηδενισμού, ή θα περιπέσει σε μοιρολατρική εγκατάλειψη, ή θα ασπαστεί εσχατολογικές ερμηνείες.

Στην τρίτη αυτή «επιλογή» στηρίζεται και η υπόθεση ενός νέου μιλλεναρισμού. Για πολλούς στο σύγχρονο κόσμο των άδικων και ανήθικων οικονομικών κανόνων, των παγκόσμιων συνωμοσιών, της άγριας ανισότητας και του τεχνοκρατικού αυταρχισμού, μόνο μεγάλα και δραματικά γεγονότα, είναι σε θέση να αλλάξουν τα πράγματα. Σενάρια όπου μετά από βιβλικές καταστροφές και τελικές μάχες, ο νέος κεκαθαρμένος κόσμος θα ανταμείψει τους πιστούς, μπορεί να γίνουν ξανά ελκυστικά. Εάν ένα τέτοιο κλίμα ισχυροποιηθεί στο μυαλό των ανθρώπων, είναι πιθανή και μια συλλογική στάση που θα χαρακτηρίζεται από γενική παραίτηση, πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις και αναμονή κάποιας ανώτερης επέμβασης, γεγονός που σε συνδυασμό με την ήδη υπάρχουσα μοιρολατρική εγκατάλειψη, σκιαγραφεί ένα ιδιαίτερα σκοτεινό μέλλον.

Κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο από τα επιτεύγματα της επιστήμης είναι ότι κατάφερε να εισχωρήσει σε έναν τομέα που στο παρελθόν ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα της φιλοσοφίας και των θρησκειών: στον τομέα των ανθρώπινων αξιών. Δυστυχώς η ελπίδα που γέννησε η επιστήμη, ότι δηλαδή θα παρέμβει καθοριστικά στην έννοια της μοίρας και σε συνομιλία με τις κοινωνίες θα εδραιώσει ένα πανανθρώπινο σύστημα αξιών, δείχνει πως απέτυχε. Οι υπαρξιακές επιλογές του σύγχρονου ανθρώπου είναι περιορισμένες. Ίσως αυτή να σταθεί επιτέλους στο ύψος των περιστάσεων και να βοηθήσει στη δημιουργία ενός νέου «ορθολογισμού»[8] που δεν θα βασίζεται στην «ηθική των πεποιθήσεων» αλλά στην «ηθική της υπευθυνότητας». Να συμβάλει στο σχηματισμό μιας σκέψης πέρα από πολιτικά δίπολα τύπου «αριστερά ή δεξιά» και έξω από ολοκληρωτικές και ντετερμινιστικές συλλήψεις. Έτσι μπορεί να γεννηθεί μια αισιόδοξη, και πραγματικά δημοκρατική, τέταρτη επιλογή. 

Σε κάθε περίπτωση η κυριαρχία του σημερινού συστήματος τείνει να γίνει απόλυτη και αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στο «θάνατο» του υποκειμένου. Μπορεί ποτέ να μην ανακαλύψουμε την προέλευση της ύλης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εντωμεταξύ, αναμένοντας τις «θεϊκές δυνάμεις», πρέπει να επιτρέψουμε να «εξαϋλωθούμε» σε μια αφηρημένη και «χαρούμενη» μορφή ενέργειας. Όπως δεν είναι δυνατόν να καλύψουμε δημιουργικά αυτό τον μηδενισμό και να αντιμετωπίσουμε τη νοηματική κατάρρευση, χωρίς να κοιτάξουμε προς τα πίσω -αναλυτικά, διαλεκτικά και με προσήλωση.

respublica.gr

———– / ———–
[1] Μετάφραση αποσπάσματος από το δοκίμιο του Κάρλο Ρούμπια, Ρόλος, ευθύνες και όρια του επιστήμονα, πρωταγωνιστή της επιστημονικής έρευνας και τεχνολογίας, Quaderni di Scienza, Cultura Scientifica in Italia, Μάρτιος 1991. Ο Κάρλο Ρούμπια (Carlo Rubbia) είναι Ιταλός πειραματικός φυσικός. Στις αρχές του 1983 στο CERN, μία διεθνής ομάδα αποτελούμενη από πάνω από 100 φυσικούς και με επικεφαλής τον Ρούμπια ανίχνευσε για πρώτη φορά τα ενδιάμεσα μποζόνια, τα σωμάτια W και Z, που είχαν ήδη αναδειχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο των σύγχρονων θεωριών της Φυσικής Στοιχειωδών Σωματίων. Το 1984 μοιράσθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής με τον Ολλανδό φυσικό Σίμον βαν ντερ Μέερ (Simon van der Meer).

[2] Ο όρος μιλλεναρισμός (από τον αγγλικό όρο millenarism) περιγράφει την άποψη που διακρατεί μια θρησκευτική, κοινωνική ή πολιτική ομάδα ή κίνημα αναφορικά με την προσμονή μεγάλων μεταβολών στην κοινωνία μετά από τις οποίες όλα τα πράγματα θα αλλάξουν προς μια καλύτερη (ακόμη και χειρότερη ή αμφίβολη) κατεύθυνση. Ο χιλιασμός για παράδειγμα αποτελεί ειδική μορφή μιλλεναρισμού η οποία στηρίζεται σε έναν χιλιετή κύκλο. Τα μιλλεναριστικά κινήματα ισχυρίζονται κατά βάση ότι η παρούσα κοινωνία και οι ηγέτες της είναι διεφθαρμένοι, άδικοι ή γενικότερα κακοί. Πιστεύουν κατά συνέπεια ότι πρόκειται να καταστραφούν σύντομα από μια ισχυρή δύναμη. Η επιβλαβής φύση της παρούσας κατάστασης θεωρείται πάντα αδύνατον να βελτιωθεί χωρίς να υπάρξει η αναμενόμενη δραματική αλλαγή. (πηγή: wikipedia)

[3] Το 1986, ο Αργεντίνος τραγουδιστής και τραγουδοποιός Victor Heredia γράφει το Taki Ongoy, ένα έργο υπενθύμιση του κινήματος Taki Unquy. Αυτό το μιλλεναριστικό κίνημα πήρε σημαντικές πολιτικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές διαστάσεις με κέντρο τις Περουβιανές Άνδεις κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Γεννήθηκε ως εναντίωση στην εισβολή των Ισπανών και του ισπανικού πολιτισμού στη Νότια Αμερική (1560-1572). Από μια εξέγερση κατά του, επιβεβλημένου από τους Ισπανούς, χριστιανισμού, το κίνημα γρήγορα έλαβε πολιτικές διαστάσεις με κεντρική ιδεολογία τη διατήρηση τοπικών εθίμων και παραδόσεων των Περουβιανών Άνδεων. Οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι τα Huacas (υλικές δυνάμεις και πνεύματα των Ίνκας) θα επιστρέψουν πανίσχυρα, θα κατατροπώσουν τον ισπανικό Θεό και θα εκδιώξουν τους εισβολείς από τον τόπο τους, αποκαθιστώντας έτσι την ισορροπία στον κατακτημένο κόσμο τους που παραπαίει. Το θέμα παρέμεινε στην αφάνεια για πολλές δεκαετίες, και βγήκε στην επιφάνεια το 1964 κυρίως μέσα από το έργο του περουβιανού ιστορικού Luis Millones, έργο το οποίο, μέσα από την ιστορική ανάλυση των εξεγέρσεων κατά των Ισπανών κατακτητών, βοήθησε στην κατανόηση πολλών χαρακτηριστικών και προβλημάτων του σύγχρονου Περού.

[4] Ο Ζαν Κλωντ Μισεά (Jean-Claude Michéa) γεννήθηκε το 1950 στη Γαλλία και δίδαξε στο Μονπελιέ, φιλόσοφος, συγγραφέας πολλών δοκιμίων μεταξύ των οποίων και το «Orwell, anarchiste story«, που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Climats. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο των Κρίστοφερ Λας, Κορνήλιου Καστοριάδη, Ζαν Κλωντ Μισεά «Η κουλτούρα του εγωϊσμού». Είναι γνωστός για τις θέσεις του κατά των επικρατούντων ρευμάτων της αριστεράς, η οποία, όπως υποστηρίζει, έχει πλέον χάσει κάθε πνεύμα αντικαπιταλιστικής πάλης, και έχει υποταχθεί πλήρως στη «θρησκεία της προόδου».

[5] Στο συλλογικό έργο με γαλλικό τίτλο «La grande dévalorisation» οι Lohoff και Trenkle Γερμανοί θεωρητικοί της ομάδας «Krisis» υποστηρίζουν ότι η κερδοσκοπία και το δημόσιο χρέος δεν είναι οι κύριες αιτίες της κρίσης. Για αυτούς τα αίτια της κρίσης είναι πολύ πιο βαθιά. Αναλύουν διεξοδικά την τεράστια διόγκωση των χρηματοπιστωτικών αγορών κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, ως συνέπεια της θεμελιώδους δομικής κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970. Για τους Lohoff και Trenkle η τρίτη βιομηχανική επανάσταση οδήγησε σε μια μαζική και επιταχυνόμενη έξωση του εργατικού δυναμικού από την παραγωγή, υπονομεύοντας έτσι τη βάση για την αύξηση κεφαλαίου στην «πραγματική οικονομία», σε σημείο όπου σήμερα, η συσσώρευση του «πλασματικού κεφαλαίου» φτάνει στα όριά της, γιατί τα παλιά χρέη που συσσωρεύτηκαν δεν μπορούν πλέον να αποπληρωθούν.

[6] Η λέξη beatnik υπήρξε επινόηση του δημοσιογράφου Herb Caen, της San Francisco Chronicle, σε ένα άρθρο του στις 2 Απριλίου 1958, την χρησιμοποίησε ώστε να αναφερθεί υποτιμητικά στα μέλη της Γενιάς Μπιτ (beat generation). Η λέξη προέρχεται την ένωση των λέξεων beat και Sputnik (όνομα του σοβιετικού δορυφόρου), και τονίζει τονίσει τόσο την απόσταση των beats από την τρέχουσα αμερικανική κοινωνία, όσο και το γεγονός ότι τα  μέλη αυτής της γενιάς βρέθηκαν κοντά στις κομμουνιστικές ιδέες. Οι Beatnik παρουσιάστηκαν την περίοδο του ψυχρού πολέμου, δηλαδή σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες ζούσαν μια βαθιά αίσθηση αντικομουνισμού και μια συλλογική παράνοια κατά τη διάρκεια του μακαρθισμού και του κόκκινου τρόμου. Αμφισβήτησαν τους παραδοσιακούς κανόνες «ευπρέπειας», επαναστάτησαν ενάντια στον κομφορμισμό και την καταναλωτική κοινωνία, αναζήτησαν εναλλακτικές λύσεις ζωής στα ναρκωτικά και γενικότερα σε μια εμβάθυνση της εσωτερικής συνείδησης και στην έντονη σεξουαλική δραστηριότητα θεωρώντας ότι τα δυο παραπάνω θα έχουν μια καθαρτική απελευθερωτική δύναμη.

[7] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 2007.

[8] Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού (Weber, 1958). Για την κριτική του ορθολογισμού (από το πνεύμα του χριστιανικού ασκητισμού) και τους εξορθολογισμού (rationalization) μια εξελικτική μέλετη ως προς τον ρόλο που παίζουν οι αξίες, οι πεποιθήσεις και τα κίνητρα στην κοινωνική δράση.