Το δικαίωμα στη ζωή δεν το ζητιανεύεις, το παίρνεις...

Marius Jacob…» Ξέρετε τώρα ποιος είμαι: ένας επαναστάτης που ζεί απ’ τα προϊόντα των διαρρήξεών του. Επιπλέον πυρπόλησα αρκετά ξενοδοχεία και υπερασπίστηκα την ελευθερία μου έναντι των επιθέσεων των εκπροσώπων της εξουσίας.


 
Έθεσα γυμνή ενώπιόν σας ολόκληρη τη ζωή μου : την υποβάλω σαν άσκηση για τη νοημοσύνη σας.

Μην αναγνωρίζοντας κανενός το δικαίωμα να με κρίνει, δεν ζητώ συγχώρεση ή επιείκεια. Δεν ζητιανεύω από εκείνους που μισώ και περιφρονώ. Είστε οι ισχυρότεροι. Κάντε με ό,τι θέλετε· στείλτε με στις ποινικές αποικίες ή στην αγχόνη. Δεν μου καίγεται καρφί! Αλλά προτού αποχωριστούμε επιτρέψτε μου να σας πω κάτι τελευταίο.

Εφόσον πρωτίστως με καταδικάζετε επειδή είμαι κλέφτης είναι χρήσιμο να προσδιορίσουμε τι είναι κλεψιά.

Κατά τη γνώμη μου κλεψιά είναι η ανάγκη που έχουν νιώσει όλοι οι άνθρωποι να πάρουν αυτά που ικανοποιούν τις ορέξεις τους. Αυτή η ανάγκη εκδηλώνεται στο κάθε τι: απ’ τα αστέρια που γεννιούνται και πεθαίνουν σαν τις υπάρξεις, στα έντομα του αέρα, τόσο μικρά, τόσο άπειρα που τα μάτια μας μόλις που τα διακρίνουν. Η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά κλοπή και σφαγή. Τα φυτά και τα ζώα καταβροχθίζουν το ένα το άλλο για να επιβιώσουν.

Γεννιέται κάποιο μονάχα για να προσφερθεί ως τροφή για το άλλο. Παρόλο το επίπεδο του πολιτισμού ή, για να το πούμε καλύτερα, παρά την τελειότητα που έχει φτάσει, ο άνθρωπος είναι επίσης υποταγμένος σ’ αυτό το νόμο, και μπορεί να γλυτώσει μονάχα υπό τον πόνο του θανάτου. Σκοτώνει τόσο τα φυτά όσο και τα ζώα για να τραφεί: είναι αχόρταγος.

Εκτός απ’ τα πράματα διατροφής που του εξασφαλίζουν την επιβίωση, ο άνθρωπος επίσης συντηρείται με αέρα, νερό, και φως. Αλλά έχουμε δει ποτέ δυο ανθρώπους να σκοτώνει ο ένας τον άλλον για τη μοιρασιά αυτών των φαγώσιμων; Όχι απ’ όσο ξέρω. Παρόλα αυτά είναι τα πολυτιμότερα αγαθά, δίχως τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει.

Μπορούμε να αντέξουμε μερικές μέρες δίχως να καταναλώνουμε τις ουσίες για τις οποίες γινόμαστε δούλοι. Μπορούμε να κάνουμε το ίδιο όταν πρόκειται για τον αέρα; Ούτε για ένα τέταρτο της ώρας. Το νερό υπολογίζεται τα τρία τέταρτα του οργανισμού μας και είναι απαραίτητο για τη διατήρησή της ελαστικότητας των ιστών μας. Δίχως θερμότητα, δίχως τον ήλιο, η ζωή θα ήταν εντελώς αδύνατη.

Και έτσι κάθε άνθρωπος παίρνει, κλέβει την τροφή του. Τον κατηγορούμε ότι διαπράττει έγκλημα; Σίγουρα όχι! Γιατί τότε τα διακρίνουμε αυτά απ’ τα υπόλοιπα; Γιατί τα υπόλοιπα απαιτούν το ξόδεμα μιας προσπάθειας, κάποιας ποσότητας εργασίας. 

Αλλά η εργασία είναι η ίδια η ουσία της κοινωνίας· που είναι, η συνεργασία όλων των ατόμων στην κατάκτηση με λιγότερο κόπο της μεγαλύτερης ευημερίας. Δεν είναι πράγματι αυτή η πραγματικότητα; Βασίζονται οι θεσμοί σας σε τέτοια μορφή οργάνωσης; Η αλήθεια αποδεικνύει το αντίθετο.

Όσο περισσότερο ο άνθρωπος δουλεύει τόσα λιγότερα κερδίζει. Όσο λιγότερο παράγει τόσο περισσότερο επωφελείται. Η αξία δεν λαμβάνεται υπόψη. Μονάχα οι τολμηροί αρπάζουν την εξουσία και σπεύδουν να νομιμοποιήσουν τη λεηλασία τους.

Απ’ την κορυφή ως τον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας δεν υπάρχει τίποτε παρά δειλία στη μια μεριά και ηλιθιότητα στην άλλη. Πώς μπορείτε να περιμένετε ότι διεισδύοντας μ’ αυτές τις αλήθειες θα μπορούσα να είχα σεβαστεί μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων;

Ο οινοπώλης και ο νταβατζής πλουτίζουν, ενώ ο μεγαλοφυής άνθρωπος πεθαίνει άπορος σ’ ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. 

Ο φούρναρης που ζυμώνει ψωμί δεν παίρνει κανένα· ο παπουτσής που φτιάχνει χιλιάδες παπούτσια περπατάει ξυπόλητος· η μοδίστρα που φτιάχνει προμήθειες από ρούχα δεν έχει κανένα να καλυφθεί· ο χτίστης που χτίζει πύργους και παλάτια αποζητάει λίγο αέρα σε μια βρωμερή τρώγλη. Αυτοί που παράγουν τα πάντα δεν έχουν τίποτα, και αυτοί που δεν παράγουν τίποτα έχουν τα πάντα.

Τέτοια κατάσταση πραγμάτων μπορεί να παράγει μονάχα ανταγωνισμό ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και τις ιδιοκτήτριες, δηλ., τις άπραγες, τάξεις. Η πάλη ξεσπά και το μίσος παραδίνει το χτύπημά του.

Αποκαλείτε έναν άνθρωπο κλέφτη και ληστή· εφαρμόζετε την αυστηρότητα του νόμου πάνω του δίχως να αναρρωτιέστε αν θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Έχουμε δει ποτέ κάποιον εισοδηματία να γίνεται ληστής; Παραδέχομαι ότι εγώ δεν το έχω υπόψη μου. 

Αλλά εγώ, που δεν είμαι ούτε εισοδηματίας ούτε ιδιοκτήτης, εγώ που δεν είμαι παρά μονάχα ένας άνθρωπος που διαθέτει μονάχα τα χέρια και το μυαλό του για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, έπρεπε να συμπεριφερθώ διαφορετικά. Η κοινωνία μου παραχωρεί τρεις μονάχα τρόπους επιβίωσης: δουλειά, ζητιανιά, ή κλοπή. Η δουλειά, μακρυά απ’ το να μου είναι αντιπαθής, με ευχαριστεί: ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει δίχως να δουλεύει. 

Οι μυς και το μυαλό του περιέχουν μια ποσότητα ενέργειας που πρέπει να ξοδευτεί. Αυτό που μισούσα ήτανε να χύνω το αίμα και τον ιδρώτα μου για λίγα ψίχουλα μισθού· να δημιουργείται πλούτος που δεν θα μου τον επέστρεφαν.

Με μια λέξη, το βρίσκω μισητό να παραδίνομαι στην πορνεία της εργασίας. Η ζητιανιά είναι ξεπεσμός, η άρνηση κάθε αξιοπρέπειας. Κάθε άνθρωπος έχει τη θέση του στο συμπόσιο της ζωής.
Το δικαίωμα στη ζωή δεν το ζητιανεύεις, το παίρνεις.

Η κλοπή είναι η αποζημίωση, η ανάκτηση της κτήσης. Αντί να είμαι κλεισμένος σ’ ένα εργοστάσιο, όπως σε μια ποινική αποικία· αντί να ζητιανεύω γι’ αυτά που δικαιωματικά μου ανήκουν, προτίμησα να επαναστατήσω και να πολεμήσω τους εχθρούς μου πρόσωπο με πρόσωπο κάνοντας πόλεμο στους πλούσιους, επιτιθέμενος στα αγαθά τους.

Φυσικά καταλαβαίνω ότι θα προτιμούσατε να υποταχθώ στους νόμους σας· ότι σαν πειθήνιος και εξουθενωμένος εργαζόμενος να είχα δημιουργήσει πλούτο μ’ αντάλλαγμα έναν ασήμαντο μισθό, και όταν το κορμί μου θα είχε εξουθενωθεί και το μυαλό μου αχρηστευτεί θα είχα πεθάνει σε μια γωνιά του δρόμου. 

Τότε δεν θα μ’ αποκαλούσατε «κυνικό ληστή», αλλά «τίμιο εργαζόμενο». Με κολακείες, θα μου δίνατε ακόμα το μετάλλιο της εργατικότητας. Οι παπάδες υπόσχονται τον παράδεισο στα κορόιδα τους. Εσείς είστε λιγότερο αφηρημένοι: τους υπόσχεστε ένα κομμάτι χαρτί.

Σας ευχαριστώ για την τόση καλοσύνη, τόση ευγνωμοσύνη, μεσσιέρς. Προτιμώ να είμαι ένας κυνικά ενσυνείδητος των δικαιωμάτων μου παρά ένα ρομπότ, μια καρυάτιδα.

Όσο δυνατόν πιο γρήγορα απέκτησα συνείδηση του εαυτού μου δόθηκα στην κλοπή δίχως κανένα ενδοιασμό. Δεν έχω θέση στη λεγόμενη ηθική σας που θεωρεί το σεβασμό απέναντι στην ιδιοκτησία αρετή όταν στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν χειρότεροι κλέφτες απ’ τους ιδιοκτήτες.

Θεωρείστε τους εαυτούς σας τυχερούς, μεσσιέρς, που αυτή η προκατάληψη έχει ριζώσει στους ανθρώπους, που γίνεται γι’ αυτό ο καλύτερός σας χωροφύλακας. 

Γνωρίζοντας την αδυναμία του νόμου, της εξουσίας, για να το πω καλύτερα, τους έχετε κάνει τον πιο στέρεο απ’ τους προστάτες σας. Προσέξτε όμως: τα πάντα διαρκούν μονάχα για ορισμένο καιρό. Ό,τι οικοδομήθηκε, χτίστηκε με κομπίνες και εξουσία, μπορεί να γκρεμιστεί με κομπίνες και εξουσία.

Οι άνθρωποι εξελίσσονται κάθε μέρα. Δεν βλέπετε ότι έχοντας μάθει αυτές τις αλήθειες, συνειδητοποιημένοι για τα δικαιώματά τους, ότι όλοι οι πεινασμένοι, όλοι οι άθλιοι, με μία λέξη: όλα τα θύματά σας, οπλίζονται με λοστούς και επιτίθενται στα σπίτια σας για να πάρουν πίσω τον πλούτο που δημιούργησαν και τον οποίο τους κλέψατε

Νομίζετε πως θα είναι ακόμα δυστυχισμένοι; Πιστεύω το αντίθετο. Αν το σκεφτούν προσεκτικά θα 
προτιμούσαν να πάρουν όλα τα πιθανά ρίσκα απ’ το να σας παραπαχαίνουν ενώ στενάζουν στη μιζέρια.

«Φυλακή…ποινικές αποικίες…η αγχόνη», θα τους πουν. Αλλά τί είναι αυτές οι απόψεις σε συνδυασμό με τη ζωή ενός κτήνους φτιαγμένο απ’ όλες τις πιθανές ταλαιπωρίες.

Ο ανθρακωρύχος που παλεύει για το ψωμί του στα έγκατα της γης, δίχως να αντικρίζει το φως της μέρας, μπορεί να χαθεί από λεπτό σε λεπτό, θύμα μιας έκρηξης· ο στεγαστής που περιπλανιέται από στέγη σε στέγη μπορεί να πέσει και να γίνει κομμάτια· ο ναυτικός γνωρίζει πότε σαλπάρει αλλά δεν ξέρει αν θα επιστρέψει στο λιμάνι. 

Ένας σημαντικός αριθμός εργατών προσβάλλονται από θανατηφόρες ασθένειες κατά την άσκηση της εργασίας τους· εξουθενώνονται, δηλητηριάζονται, πεθαίνουν για να παράγουν για σας. 

Ακόμα και οι χωροφύλακες και οι αστυνομικοί – οι υπηρέτες σας – που, για ένα κόκκαλο που τους δίνετε να γλύφουν, μερικές φορές συναντούν το θάνατο στη μάχη ενάντια στους εχθρούς σας.

Πεισματάρηδες στο στενό σας εγωισμό, παραμένετε σκεπτικοί στη θεώρηση αυτής της άποψης; Οι άνθρωποι φοβούνται, φαίνεται να λέτε. Τους κυβερνάμε με το φόβο και την καταστολή. Αν φωνάξουν θα τους ρίξουμε στη φυλακή· αν κουνηθούν, θα τους εξορίσουμε στην ποινική αποικία· αν σκοντάψουν θα τους οδηγήσουμε στην γκιλλοτίνα! 

Πολύ κακώς υπολογίσατε, μεσσιέρς, πιστέψτε με. Οι ποινές που επιβάλλετε δεν είναι το φάρμακο εναντίον των εξεγερτικών δράσεων. Η καταπίεση, μακρυά απ’ το να είναι γιατρειά, ή ακόμη καταπραϋντικό, είναι μονάχα η επιδείνωση του κακού.

Συλλογικά μέτρα φυτεύουν μονάχα μίσος και εκδίκηση. Είναι ένας μοιραίος κύκλος. Σε κάθε περίπτωση, απ’ τη στιγμή που παίρνετε κεφάλια, απ’ τη στιγμή που γεμίζετε τις φυλακές και τις ποινικές αποικίες, έχετε καταφέρει να εμποδίσετε το μίσος απ’ το να εκδηλώνεται; 

Πείτε κάτι! Απαντήστε! Τα γεγονότα δείχνουν την αδυναμία σας.

Από την πλευρά μου, γνώριζα πολύ καλά ότι η συμπεριφορά μου δεν θα είχε άλλη έκβαση απ’ την ποινική αποικία ή την αγχόνη. Πρέπει να δείτε ότι αυτό δεν με απέτρεψε απ’ το να δράσω.

 Αν έδωσα τον εαυτό μου στην κλοπή δεν ήτανε ζήτημα κέρδους, παρά, αλλά ζήτημα αρχής, δίκαιου. 

Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος απ’ το να κάνω τον εαυτό μου το μάστορα της τύχης κάποιου άλλου. 

Για να το θέσω ωμά, δίχως ευφημισμό: προτίμησα να κλέβω απ’ το να με κλέβουν!

Φυσικά καταδικάζω, επίσης, την πράξη μέσω της οποίας ένας άνθρωπος βίαια και μέσω κομπίνας παίρνει στην κατοχή του τους καρπούς της εργασίας κάποιου άλλου. 

Αλλά είναι ακριβώς γι’ αυτό που έκανα πόλεμο στους πλούσιους, τους κλέφτες των αγαθών των φτωχών. Θέλω κι εγώ να ζω σε μια κοινωνία όπου η κλεψιά είναι εξορισμένη. 

Εγκρίνω μονάχα και χρησιμοποιώ την κλεψιά σαν μέσο εξέγερσης περισσότερο κατάλληλο για να πολεμήσει την περισσότερο άδικη απ’ όλες τις κλεψιές: την ιδιωτική ιδιοκτησία.

Για να καταστρέψεις ένα αποτέλεσμα πρέπει πρώτα να καταστρέψεις τις αιτίες του. Αν υπάρχει κλεψιά είναι μονάχα γιατί υπάρχει πλεόνασμα απ’ τη μια πλευρά και λιμός απ’ την άλλη· γιατί τα πάντα ανήκουν μονάχα σε λίγους. 

Ο αγώνας θα εξαφανιστεί μονάχα όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται την ευτυχία και τη λύπη τους, τον κόπο και τον πλούτο τους, όταν όλα θα ανήκουν σ’ όλους.

Ως επαναστάτης αναρχικός, έκανα την επανάστασή μου. Vive l’ anarchie!


artbloggr 

Βοηθήστε την "Ιδεοπηγή", γράψτε ένα σχόλιο, διαδώστε τις αναρτήσεις...