Η γλώσσα της φυλακής: Αργκό και κρυπτική συνεννόηση μεταξύ των κρατουμένων...





της Αγγελικής Καρδαρά.
Η γλώσσα της φυλακής αποτέλεσε το αντικείμενο της
διδακτορικής μου διατριβής (Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος: Καθηγητής Γ. Πανούσης). Το βασικό πόρισμα της μελέτης είναι ότι ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των κρατουμένων, ο οποίος λειτουργεί πρωτίστως σε συμβολικό επίπεδο και όχι σε καθαρά γλωσσικό, διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο των καταστημάτων κράτησης.
Θα ξεκινήσω υπογραμμίζοντας ότι ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας που χρησιμοποιείται σήμερα στις ελληνικές φυλακές παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από τον αντίστοιχο του παρελθόντος, λόγω των ριζικών αλλαγών που έχουν λάβει χώρα στις φυλακές τις τελευταίες δεκαετίες. Η συμβολική λειτουργία του, τον καθιστά ρυθμιστικό παράγοντα της καθημερινής ζωής των φυλακισμένων, άρα δομικό στοιχείο της ίδιας της φυλακής. Η γλώσσα της φυλακής συνεπώς, λόγω της συμβολικής λειτουργίας της, δεν αποτελεί μόνο μέσο έκφρασης αλλά το κύριο μέσο ένταξης του κάθε εγκλείστου τόσο στις «υπο-ομάδες» των κρατουμένων όσο και στη μεγάλη «ομάδα» της φυλακής. Επομένως, συνιστά ένα από τα πιο κρίσιμα μέσα επιβίωσης των κρατουμένων στο κλειστό, περιοριστικό και άτεγκτο περιβάλλον της φυλακής.
Πιο συγκεκριμένα, η γλώσσα της φυλακής διακρίνεται σε δύο «παρακλάδια»:
  • Την αργκό που χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση και σε μεγάλο βαθμό ελεύθερα μεταξύ των τροφίμων ακόμα και ενώπιον των σωφρονιστικών υπαλλήλων .
  • Την σκληρή κρυπτική γλώσσα που χρησιμοποιείται στα στενά όρια της ομάδας, γιατί εξυπηρετεί καθαρά και μόνο συνθηματικούς σκοπούς.
Η αμιγώς κρυπτική γλώσσα αλλάζει μορφή, σε σχέση με το παρελθόν. Περισσότερο βασίζεται σε φαινομενικά αθώες/παραπλανητικές εκφράσεις, σε λέξεις και φράσεις δανεισμένες από ξένες γλώσσες (προτιμώνται οι «άγνωστες» στο ευρύ κοινό γλώσσες, π.χ. αραβικά) και σήματα μορς. Το αστυνομικό ρεπορτάζ, κατά καιρούς, αναδεικνύει τον τρόπο που διαμορφώνεται η γλώσσα του εγκλήματος, η οποία βασίζεται σε φαινομενικά αθώες/παραπλανητικές λέξεις και φράσεις.
Η γλώσσα της φυλακής απαρτίζεται από ένα σύνολο λέξεων και φράσεων, εκ των οποίων άλλες δημιουργούν οι έγκλειστοι μέσα στη φυλακή και άλλες δανείζονται από διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες εκτός φυλακής, κυρίως από:
  • Γλώσσα των νέων.
  • Γλώσσα του στρατού.
  • Ξένες γλώσσες.
Σχετικά με τους παράγοντες διαμόρφωσης και διάδοσης της γλώσσας της φυλακής, οι βασικότεροι συνοψίζονται στα εξής σημεία:
  • Ηλικία: οι πιο νέοι σε ηλικία κρατούμενοι χρησιμοποιούν σε μεγαλύτερη έκταση το αργκοτικό λεξιλόγιο, όπως ακριβώς συμβαίνει και εκτός φυλακής.
  • Διαπραχθέν αδίκημα: το λεξιλόγιο των τοξικομανών θεωρείται από τα πιο «πλούσια» αργκοτικά λεξιλόγια και μέσα στη φυλακή.
  • Χρόνος παραμονής στη φυλακή: όσο πιο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα παραμονής στη φυλακή, τόσο περισσότερο ο έγκλειστος αφομοιώνει το αργκοτικό λεξιλόγιο, με αποτέλεσμα να το χρησιμοποιεί περισσότερο.
Στη φυλακή χρησιμοποιούνται πολλές λέξεις και φράσεις οι οποίες λαμβάνουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο ή τουλάχιστον μία άλλη «απόχρωση» από τις αντίστοιχες της ελεύθερης κοινωνίας. Ενδεικτικά παραδείγματα: κάνω μεροκάματο και κάνω δουλειά. Η πρώτη φράση αναφέρεται «στην εργασία των κρατουμένων μέσα στη φυλακή» και η δεύτερη «στις παράνομες δουλειές που τελούνται εντός και εκτός φυλακής».
Το επίθετο καμένος λαμβάνει ένα νέο περιεχόμενο, εφόσον αποδίδεται «σε τροφίμους στους οποίους έχει επιβληθεί πολύ μεγάλη ποινή» (1) και «σε ανόητους» (2). Οι φράσεις: “με στρίμωξαν” και μου “’κόψαν το κεφάλι” σημαίνουνε, αντίστοιχα, “με πιέσανε για να ομολογήσω” και “μου επέβαλαν πολύ μεγάλη ποινή”.
Με τελείως διαφορετική σημασία χρησιμοποιείται και η λέξη κλέφτης που σημαίνει «το αποστακτήριο, το οποίο χρησιμοποιούν οι έγκλειστοι, π.χ. για να φτιάχνουν τσίπουρo». Αντίστοιχα, η λέξη τσιπουράς αποδίδεται «στα άτομα που πιάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα να φτιάχνουν τσίπουρο μέσα στη φυλακή». Εξίσου και η λέξη κλακαδόρος λαμβάνει νέο νόημα, καθώς χαρακτηρίζει «τους τρόφιμους που βρίσκουν τρόπους να επιτυγχάνουν το σκοπό τους εις βάρος των συγκρατουμένων του»
Τέλος, οι εκφράσεις: κάγκελα παντού και σπάω σίδερα έχουν ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος όταν χρησιμοποιούνται στο χώρο της φυλακής. Η μεν πρώτη εκφράζει «την αγανάκτηση του κρατουμένου που βρίσκεται σε ένα περιοριστικό και απομονωμένο από την ευρύτερη κοινωνία πλαίσιο». Η δεύτερη σημαίνει «κάνω απόδραση». Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι φράσεις: με χάλασες = «με νεύριασες με αυτό που έκανες ή είπες». Να σημειώσω εδώ ότι οι κρατούμενοι χρησιμοποιούν συχνά αυτή την έκφραση, γιατί είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι για καυγά, μη με χρεώνεις = «μη μου προσάπτεις άδικα κάτι», συχνότατη έκφραση μεταξύ των κρατουμένων, δεδομένου ότι ο ένας συχνά κατηγορεί τον άλλο.
Μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιεί η γλώσσα της φυλακής, η εικόνα είναι κυρίαρχη. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι γλωσσικοί κώδικες επικοινωνίας είναι κατεξοχήν «μεταφορικές» γλώσσες, με την έννοια ότι μεταφέρουν εικόνες, οι οποίες με τη σειρά τους παραπέμπουν σε συναισθήματα και ιδέες. Παραθέτω ενδεικτικά κάποιες από τις εκφράσεις που επιβεβαιώνουν το παραπάνω: κερατιά = «το περιπολικό». Η συγκεκριμένη λέξη έχει προκύψει από το «καρούμπαλο» των περιπολικών, που μοιάζει με κέρατο, όπως σημειώνουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από κρατούμενο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης: κοζάρω από απέναντι φώτα. Το παίζω κυριλέ και περνάω απέναντι. Ήταν κερατιά.
Η λέξη κλειδί χαρακτηρίζει «τους φύλακες», γιατί κρατούν κλειδιά με τα οποία κλειδώνουν στα κελιά τους κρατούμενους, ο πιέστα είναι «ο υπάλληλος που μοιράζει τα φάρμακα σε κρατούμενους και τους αναγκάζει να τα πιούνε μπροστά του», ο ταξιτζής είναι «ο φύλακας που φέρνει το φαγητό στους κρατούμενους», τα στρουμφάκια είναι «οι αστυνομικοί», λόγω της μπλε στολής που φοράνε.
Αξιοσημείωτες είναι και οι ακόλουθες εκφράσεις που παραπέμπουν σε εικόνες: ανοίγω κάρτα ή αλλιώς ανοίγω προηγούμενα = «κάνω κάτι που ενοχλεί και περιμένω να υποστώ τις συνέπειες της πράξεώς μου».
Παραθέτω ορισμένες φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων με τους κρατούμενους στο πλαίσιο της έρευνάς μου: Αυτόν άμα πάει Λάρισα θα τον σκίσουν. Έχει ανοίξει κάρτα. Εμείς οι Αλβανοί προσέχουμε να μην ανοίξουμε προηγούμενα.
Άλλες φράσεις: Κόβω επιταγή = «χρωστάω», πήγε στο ψυχιατρείο και έγινε κομοδίνο = «από τα φάρμακα που του έδωσαν στο ψυχιατρείο της φυλακής όπου τον βάλεις κάθεται σαν αποβλακωμένος, σαν να ήταν δηλαδή έπιπλο σπιτιού, χωρίς ψυχή και βούληση», έκανες/έφτιαξες τριανταμία μόνος σου = «σκέφτεσαι πράγματα που δεν ισχύουν, κυρίως αναφορικά με ‘καρφώματα’ μέσα στη φυλακή». Η εν λόγω έκφραση ακούγεται συχνά, δεδομένου ότι οι έγκλειστοι βρίσκονται σε μία διαρκή κατάσταση ετοιμότητας και επιφυλακής, με συνέπεια να υποπτεύονται και την παραμικρή κίνηση των συγκρατουμένων τους ή των μελών του σωφρονιστικού προσωπικού.
Άλλες εκφράσεις: να βγούμε σέντρα = «πρόκληση για τσακωμό», να μη χάσουνε κανένα πρόβατο, η οποία αναφέρεται περιπαικτικά «στους φύλακες, γιατί φοβούνται μήπως τους ξεφύγει κανένας κρατούμενος
Μία φράση που χρησιμοποιείται με τόνο επιτακτικό είναι: να σου κοπεί το γέλιο = «μη μιλάς και μη γελάς μέχρι να γίνει το δικαστήριο σου και δεις ποια ποινή θα σου επιβληθεί». Απευθύνεται συνήθως στους υπόδικους κρατούμενους που δεν έχουν συνειδητοποιήσει «τι εστί φυλακή», όπως μας εξήγησαν όσοι βρίσκονται μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα.
Η εξίσου γλαφυρή έκφραση δαγκώνω κρατούμενο δείχνει «την προσπάθεια απόσπασης πραγμάτων από συγκρατούμενους, έστω κι αν κάποιος έχει τα δικά του (κατά κύριο λόγο τσιγάρα και τηλεκάρτες που αποτελούν πολύτιμα αγαθά για το χώρο της φυλακής». Με τη φράση διπλή φυλακή εννοείται ότι «ο χρόνος έκτισης της ποινής περνάει δύσκολα και επώδυνα». Η έκφραση γράφω καντίνα σημαίνει «παραγγέλλω από το κυλικείο της φυλακής», ενώ δεν έχω καντίνα σημαίνει «ότι δεν έχω χρήματα (στην καρτέλα μου για να αγοράσω πράγματα από τη φυλακή».
Διευκρινίζεται ότι ορισμένες από τις παραπάνω εκφράσεις ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν και εκτός σωφρονιστικού καταστήματος αλλά όπως τόνισα η διαφορά έγκειται στο ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος που αποκτούν μέσα στη φυλακή.
Τέλος, αρκετές εκφράσεις, στις οποίες πρέπει να δοθεί έμφαση, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στο χώρο της φυλακής, γιατί αφορούν καθαρά τις συνθήκες διαβίωσης των τροφίμων ή/και την εν γένει ζωή και δράση τους, όπως βγάζω τσέτουλα φυλακή και κοροϊδίστικη φυλακή που σημαίνουν ότι «ο φυλακισμένος βρίσκεται άδικα μέσα».
Εξίσου και οι ακόλουθες φράσεις: μυρίζεις κοινωνία, η οποία συνήθως απευθύνεται «στους νεοφερμένους κρατούμενους» αλλά και γενικά μπορεί να ειπωθεί σε όσα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας επισκέπτονται το χώρο της φυλακής και καλή κοινωνία, «ευχή που δίνεται στους κρατούμενους οι οποίοι αποφυλακίζονται».
Οι λέξεις κιούπι και πιθάρι αναφέρονται «στην απομόνωση, στην οποία αναγκάζονται να βρεθούν οι έγκλειστοι που έχουν παραβιάσει τους εσωτερικούς κανόνες του ιδρύματος».
Η φράση τον κλείσανε για τα καλά δηλώνει «την επιβολή μεγάλων ποινών», όπως και τον τσιμεντώσανε = «του επέβαλαν βαριά ποινή ώστε να γίνει παράδειγμα για τους υπόλοιπους» (1), «πήρε ανεπιθύμητη μεταγωγή» (2). Είναι άξιο προσοχής ότι στους εορτάζοντες κρατούμενους η ευχή που δίνεται είναι χρόνια καλά και όχι «χρόνια πολλά», όπως στα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας. Η ευχή «χρόνια πολλά» αποφεύγεται για να μην προκληθεί παρεξήγηση, πολλά χρόνια στη φυλακή.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένες εκφράσεις παραμένουν διαχρονικές εφόσον αποτελούν «τυπικές» όπως θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε φράσεις για το χώρο της φυλακής, π.χ. είναι λαρύγγι = «ο κρατούμενος που καρφώνει τους συγκρατούμενούς του» (1), «καρφώνει τα μέλη του προσωπικού» (2), τα άκλιτα: το δωδεκάρι και το εικοσιτεσσάρι που χαρακτηρίζουν αντίστοιχα «τον περιστασιακό χρήστη» και «το ρουφιάνο», μου μείνανε Χ μήνες σκαστή = «απομένουν Χ μήνες για να αποφυλακιστώ», μου χάλασε το όνομα = «μου σπίλωσε το όνομα». Αυτή η έκφραση έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι κάθε κρατούμενος προσπαθεί να «φτιάξει ένα καλό όνομα» όπως οι ίδιοι υπογράμμισαν και φοβούνται μήπως κάποιος τους το «χαλάσει» με διάφορους τρόπους, όπως με το να διαδίδει φήμες.
Τέλος, το σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί έμφαση συνίσταται στο ότι η γλώσσα των τοξικομανών εξακολουθεί να κυριαρχεί, λόγω του υψηλού αριθμού των τοξικομανών κρατουμένων. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι τα εξής: ζαπρέ = «η πρέζα». Πρόκειται για αναγραμματισμό της λέξης, ένα πολύ προσφιλές όπως είδαμε μέσο στο οποίο καταφεύγουν οι ομιλητές των γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας.
Άλλες λέξεις προερχόμενες από τη γλώσσα των ναρκωτικών: είναι φαρμακωμένος/έχει πάρει φάρμακο = «ο κρατούμενος που βρίσκεται υπό την επήρεια φαρμάκων, π.χ. υπνωτικών χαπιών», είναι χαρμάνης = «ο κρατούμενος που δεν έχει να πάρει ναρκωτικά», ζούμπα/ζούπα = «το τσιγάρο που έχει μέσα τριμμένα χάπια», καπάκι = «μονάδα μέτρησης πρέζας που χρησιμοποιείται στη φυλακή και φτιάχνεται συνήθως με στυλό ελλείψει άλλων μέσων», πήρα την πάσα = παρέλαβα τα ναρκωτικά που μου έστειλε ο Χ στη φυλακή, λουκάρισμα = «η μεταφορά ναρκωτικών στις φυλακές», ΣΕΟ = «αυτοσχέδιες σύριγγες που φτιάχνουν οι κρατούμενοι, συνήθως από στυλό», συνοικέσια/παντρέματα/κονέ/μερτικά = «τα ναρκωτικά».
Συνοψίζοντας, η γλώσσα δεν είναι στατική, αλλά πολύ δυναμική και ανανεώνεται διαρκώς. Επομένως, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να γίνει μια καινούργια μελέτη σήμερα για την εξέλιξη της γλώσσας της φυλακής.
  • Μπορείτε να βρείτε ολόκληρη τη μελέτη στο βιβλίο μου με τίτλο Φυλακή και Γλώσσα, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2014, στη σειρά βιβλίων του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών.
  •  
  •