Η κοσμοθεωρητική πλευρά της κρίσης

Ηπρώτη πιστωτική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, «ηθικοποιεί» την κρίση: ενοχοποιεί τον «παρασιτικό υπερκαταναλωτισμό» των οφειλετριών χωρών, απαλλάσσοντας έτσι από κάθε
ευθύνη τους Γερμανούς πιστωτές.
Ωστόσο, με τη διαχείριση της κρίσης χρέους, που η ίδια επιβάλλει, αυτό δεν μειώνεται, αλλά επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Από 115% του ΑΕΠ το 2010, σήμερα υπερβαίνει το 160%. Ακόμη και σε απόλυτα μεγέθη, δεν έπαψε ποτέ να αυξάνει: παρά τις ενδιάμεσες διαγραφές, νέα χρέη προστίθενται, ώστε το συνολικό ύψος δεν υποχωρεί, αλλά παραμένει ανοδικό, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλες ανεξαιρέτως τις υπερχρεωμένες τής ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η μεταπολεμική αμερικανική αυτοκρατορία ήταν περισσότερο «αμοραλιστική», αλλά αποτελεσματικότερη, αφού βασίστηκε στη διαγραφή και συγχώρηση χρεών, ενώ η γερμανική επιχειρεί να εδραιωθεί με κυρώσεις και «ηθική» αναμόρφωση των οφειλετών, με αβέβαια όμως αποτελέσματα. Ομως, παρά την «οκνηρία» και τον «παρασιτισμό» των οφειλετών, το «ηθικό παράπτωμα» των πιστωτών συνεχίζεται απτόητο: δεν σταματούν να δανείζουν τους πρώτους, ακόμη και αν τα δάνεια δεν πρόκειται ποτέ να επιστραφούν.
Η αντίφαση αποβαίνει ακόμη πιο καταλυτική, από τη στιγμή που η αδυναμία αποπληρωμής δεν οφείλεται σε πονηρία ή κακοβουλία των οφειλετών, αλλά κυρίως στην υφεσιακή πολιτική, που επιβάλλεται σε ευρεία έκταση, με κυριαρχική πρωτοβουλία των πιστωτών. Ακόμη και αν μπορούσαν αρχικά να αποπληρώσουν τα χρέη τους οι οφειλέτριες χώρες, σήμερα αυτό αποβαίνει αδύνατο, λόγω της κατασταλτικής «θεραπευτικής» αγωγής, που δραστικά συρρικνώνει τα εισοδήματά τους. Οσο το πρόβλημα του χρέους ηθικοποιείται τόσο περισσότερο ανεπίλυτο αποβαίνει.
Ο ιδρυτής της Πολιτικής Οικονομίας, Ανταμ Σμιθ, τουλάχιστον διέθετε αυξημένη διορατικότητα, αφού αποδεχόταν ότι «προσωπικές αμαρτίες» μπορούν να αποφέρουν «κοινωνικό όφελος». Η επιδίωξη του ατομικού κέρδους δημιουργεί εισοδήματα της εργασίας και κοινωνική ευημερία. Αντίθετα, σήμερα, όταν η ηθική αξίωση προτάσσεται, αυτό εξωθεί την οικονομία σε ύφεση και αδιέξοδο. Γιατί λοιπόν οι πιστωτές σήμερα επιμένουν με τόσο πάθος στην «ηθική» αναμόρφωση του οφειλέτη, αφού γνωρίζουν ότι αποκομίζουν απείρως μεγαλύτερα οφέλη από την «ασωτεία» του παρά από την εγκράτειά του;
Στο κλασικό κείμενό του «Πολιτικές πλευρές από την πλήρη απασχόληση», ο Πολωνός οικονομολόγος του Κέμπριτζ, Μίχαλ Καλέτσκι, προσέφερε από το 1943 μια ερμηνεία για την κατ' αρχήν «ανεξήγητη» προκατάληψη των τραπεζιτών και βιομηχάνων κατά της πλήρους απασχόλησης και υπέρ της μαζικής ανεργίας. Η πρώτη παραμένει εφικτή και περισσότερο συμφέρουσα από την ανεργία, αφού με αυτήν τράπεζες και επιχειρήσεις επεκτείνουν απεριόριστα τα οφέλη τους, ενώ με τη δεύτερη κινδυνεύουν ακόμη και να χρεοκοπούν. Παρά την οικονομική επιχειρηματολογία, είναι καταφανές ότι η προτίμηση της μαζικής ανεργίας απορρέει από πολιτική και ιδεολογική προκατάληψη. Γιατί άραγε οι οικονομικοί ιθύνοντες αποστρέφονται την ανάκαμψη, με την οποία θα αύξαιναν τα οφέλη τους, προτιμώντας αντ' αυτής την ύφεση, με την οποία αυτά συρρικνώνονται; Γοητευτικό ζήτημα προς διερεύνηση, σημειώνει ο Πολωνός οικονομολόγος.
Ο κυριότερος λόγος για την «ανορθολογική» προτίμηση είναι η βαθιά απέχθεια έναντι των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, που επέρχονται με τη σταθεροποίηση της πλήρους απασχόλησης. Η τελευταία θεωρείται ότι ενθαρρύνει την κοινωνική και πολιτική «απείθεια» των εργαζομένων, ακόμη και στους χώρους εργασίας. Οι απολύσεις χάνουν τον «πειθαρχικό» και «αναμορφωτικό» χαρακτήρα της καταστολής, ενόσω ο εργαζόμενος βρίσκει εργασία αναπλήρωσης. Με την πλήρη απασχόληση περιορίζεται η κοινωνική ασυδοσία του επιχειρηματία και εργοδότη.
Ενισχύεται, αντίθετα, η αυτοπεποίθηση των εργαζομένων όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης τους, με άμεση συνέπεια την αύξηση της πολιτικής αστάθειας. Με την επίκληση της «αναγκαίας πειθαρχίας» στους χώρους εργασίας και της πολιτικής σταθερότητας, οι τραπεζίτες και επιχειρηματίες μπορούν ενίοτε να προτιμούν την ύφεση ως «θεραπευτική αγωγή» από την πλήρη απασχόληση, που κηρύσσεται «νοσηρή» και «απευκταία», αντί οιουδήποτε τιμήματος, ακόμη και με αναπόφευκτη συρρίκνωση της οικονομικής κερδοφορίας.
Οταν σήμερα η Μέρκελ ανάγει την κρίση σε ζήτημα αποκατάστασης του «κλίματος εμπιστοσύνης» ανάμεσα σε χρηματαγορές και θεσμούς, προφανώς δεν την αποδίδει στην κυκλικότητα της οικονομίας, αλλά στην υποθετική «νοσηρότητα» θεσμών και πολιτών. Οταν σήμερα δεν περικόπτονται απλώς τα εργασιακά εισοδήματα, αλλά διαβάλλεται η έννοια του εργατικού δικαίου, της διαιτησίας, ακόμη και της Δικαιοσύνης, αφού δικαιώνει εργαζομένους, όταν η λύση δεν αναζητείται στην κείμενη νομοθεσία, αλλά στην ανατροπή της, τότε είναι φανερό ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως οικονομικό πρόβλημα, αλλά ως πολιτισμικό και κοσμοθεωρητικό. Το αδιέξοδο στον καπιταλισμό δεν είναι μοιραίο, προκύπτει από πολιτικές και κοσμοθεωρητικές επιλογές της τάξης του μεγάλου χρήματος και συνεπώς παραμένει συνάρτηση των κοινωνικών αντιστάσεων, που έτσι πυροδοτούνται.
Πηγή: