Του Όθωνα Ορφανού

Πρώτα απ’ όλα Θανάσης μιλούσε στις παιδικές καρδιές με έναν απλό και ουσιαστικό τρόπο. Δεν ήταν τυχαίο που στις ταινίες του εμφανιζόταν ενίοτε ένα τσούρμο από αλαλάζοντα πιτσιρίκια να τρέχουν στο κατόπι του («Ο τρελάρας» – 1963, «Ο πολύτεκνος» – 1964 κ.ά.), τα οποία μαγεύονταν από το (αγαθό τότε) ποδόσφαιρο, τρελαίνονταν για τις πλάκες και την έβγαζαν στις αλάνες, όπου ο Βέγγος αλώνιζε, σκονίζοντας το φακό της κάμερας («Οι φτωχοδιάβολοι» – 1964, «Πάρε κόσμε» – 1967 κ.ά.) με τις απίθανες παλαβομάρες του. Ο Θανάσης των μικρών έκανε και για τους μεγάλους, καθώς υποδυόταν χαρακτήρες που έπεφταν θύματα παρεξηγήσεων («Τύφλα να ’χει ο Μάρλον Μπράντο» – 1963), είχαν αδυναμίες και κολλήματα («Θα σε κάνω βασίλισσα» – 1964) και προσπαθούσαν να τη βγάλουν καθαρή και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην («Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» – 1963).

veggos6

Αυθεντικό ταλέντο

Ο Θανάσης δεν σπούδασε υποκριτική και το διάβασμα το έψαξε μόνος του. Τον ανακάλυψε ο Νίκος Κούνδουρος την εποχή των πολιτικών εξοριών στη Μακρόνησο (αρχές της δεκαετίας του ’50). Ο πηγαίος αυθορμητισμός, η χαρισματική ιδιοσυγκρασία και το αστείρευτο αυτοσχεδιαστικό ταλέντο του Θανάση έφταναν και περίσσευαν για να πάρει ρόλους από τον αξιόλογο Έλληνα σκηνοθέτη («Μαγική πόλις» – 1955, «Ο δράκος» – 1956) και να ξεκινήσει η κινηματογραφική καριέρα του. Τη δεκαετία του ’60 έπαιξε σε 64 ταινίες, αποτελώντας μια πραγματική μηχανή γέλιου.

Δεν υπήρξε ομορφάντρας σαν τον Αλεξανδράκη, ούτε γόης σαν τον Μπάρκουλη και τον Παπαμιχαήλ, αλλά έκλεβε πάντα την παράσταση όταν έπαιζε μαζί τους, διότι οι περσόνες του ήταν λαϊκές με την ουσιαστική έννοια του όρου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι ως ηθοποιός (δικαιούται να) βρίσκεται ανάμεσα σε κορυφαίους εκλιπόντες κωμικούς του πλανήτη που έλαμψαν στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, όπως ο Λουί ντε Φινές, ο Φερναντέλ, ο Πίτερ Σέλερς.

Ο Θανάσης Βέγγος ήταν από τους θεατρίνους που πασχίζουν, τσαλακώνονται, σκίζονται και ματώνουν για να σε κάνουν να γελάσεις, έχοντας πρώτο εφόδιο τον πληθωρικό καλλιτεχνικό εαυτό τους. Αυτούς που δεν πατούν εκ του ασφαλούς (και διεκπεραιωτικά) σε ένα έξυπνο σενάριο, αλλά ακόμη και μέσα από το low budget φτιάχνουν τέχνη. Σε αυτή την κορυφαία «λίγκα» ανήκει και αυτός, που αποδείχτηκε περισσότερο εραστής παρά επαγγελματίας του σινεμά, αφού είδε την εταιρεία του ΘΒ – Ταινίες Γέλιου να φαλιρίζει μέσα σε τέσσερα χρόνια (1965-1969), αφήνοντας όμως εννέα αξέχαστα φιλμ («Ένας τρελός, τρελός Βέγγος» – 1965, «Θανάση, ξέρεις από βέσπα;» – 1967 κτλ.).

veggos7

Βέγγος, τρέλα και …πολιτική

Τη δεκαετία του ‘70 ο Βέγγος πρωταγωνίστησε σε 16 ταινίες. Η κωμωδία του ωστόσο χρωματίστηκε από αλληγορίες, κριτικό πνεύμα, κοινωνικά μηνύματα και καταγγελίες. Οι ιστορίες του έγιναν περισσότερο γλυκόπικρες («Ένας ξέγνοιαστος παλαβιάρης» – 1971, «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου» – 1972, «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» – 1973) και μετά το 1976 έξυναν τις (ανοιχτές) πολιτικές πληγές του τόπου, όπως συνέβη στο αντιχουντικό «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», με τις καταπληκτικές σκηνές με τον ίδιο να τραγουδά «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» του Θεοδωράκη, χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι ότι ακούγεται τέρμα από το εξωτερικό ηχείο του φορτηγού, να πηγαίνει για κατούρημα σε έναν τοίχο μαζί με 100 χαφιέδες που τον παρακολουθούν, και φορώντας γύψο στο λαιμό του (καθότι οι φασίστες τον είχαν σαπίσει στο ξύλο) να προσπαθεί να φτιάξει καφέ με αυτοσχέδιο καθρεφτάκι.

Από τα stunds σε μεγάλες ερμηνείες

Στα 80s ο Βέγγος έγινε το συνώνυμο του τρεξίματος στα χείλη ενός ολόκληρου λαού, έκανε μόνος του τα επικίνδυνα stunts («Ο τρελός καμικάζι» – 1980) και μπήκε στην τροχιά της βιντεοταινίας. Στα 90s συγκινεί στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), που μιλά προφητικά για τον κύκλο που κλείνει η Ελλάδα και γενικώς η ράτσα μας, ενώ στο «Όλα είναι δρόμος» (1998) παραδίδει ντόμπρα μαθήματα οικολογίας, φιλοζωίας και ανθρωπισμού.

veggos2

Ο κύριος Θανάσης Βέγγος έπαιξε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο και τον χειροκροτούσαν για ένα τέταρτο όρθιοι όλοι, μα όλοι. Συγκινημένοι, συνεπαρμένοι, γοητευμένοι. Και όλοι θα τον θυμούνται είτε ως «παλιάτσο» είτε ως «υψηλού επιπέδου ηθοποιό». Γιατί εντέλει «το είχε» και το αποδείκνυε. Ο Θανάσης που μετά από μια έντονη ατάκα συνήθιζε να τρεμοπαίζει το κεφάλι του, λες και του τελείωνε το οξυγόνο…

Πηγή: