Η δημοκρατία έχει αδιέξοδα...

 
Σε μια εποχή χωρίς ιεροδικεία και ιερά εξέταση, η λέξη «μεσαίωνας» έρχεται να μας αποδείξει ότι η δημοκρατία έχει αδιέξοδα. Ζούμε ένα μεσαίωνα νέου τύπου στις εργασιακές σχέσεις, στον πολιτισμό, στην ενημέρωση. Οι ισχυροί σήμερα, μπορεί να μην φορούν ράσα διαθέτουν όμως όλα εκείνα τα μέσα για να επιβάλλουν την δική τους βούληση. «Ο νόμος του ισχυρού», που λέμε…
 
Δεν πληρώνεις τα διόδια; Πέρασε αύριο από το κακουργιοδικείο. Το σημερινό πταίσμα μετατρέπεται αύριο σε κακούργημα και συ συνέχισε να κάνεις το μάγκα.
 
Αν ζούσε σήμερα ο Ροΐδης, τι θα έγραφε για το σημερινό μεσαίωνα; Ένα μικρό απόσπασμα από τις «μάγισσες του μεσαίωνα», για να δείτε ότι μόνο ο δρόμος των μαγισσών μπορεί να μας ξεκολλήσει.
 
«Σ΄ αυτήν την κοιλάδα των δακρύων, όπως ονόμασαν οι θεολόγοι τον κόσμο, ούτε ένα βήμα δεν μπορεί να κάνει προς τα εμπρός η ανθρωπότητα, χωρίς να σκίσει τις σάρκες της επάνω στα αγκάθια του απάτητου ακόμα δρόμου. Ο Μεσαίωνας υπήρξε η εποχή της στασιμότητας και της ανανδρίας, που ο άνθρωπος την πέρασε ξεχνώντας το παρελθόν, υπομένοντας το παρόν και χωρίς να τολμά ούτε βήμα να προχωρήσει για να προϋπαντήσει ένα καλύτερο μέλλον. Μόνη της η Μάγισσα ούτε τη δόξα του παρελθόντος μπορούσε να ξεχάσει, ούτε να περιμένει ακίνητη, αλλά προχωρούσε πάντοτε, στρέφοντας κατά διαλείμματα πίσω το βλέμμα της, ώστε από τις αναμνήσεις της να αντλήσει θάρρος για τη συνέχιση της γλιστερής πορείας. Η Εκκλησία είχε γράψει επάνω στη σημαία της τη λέξη “ακινησία”, ενώ η Μάγισσα σήκωσε αντάρτικη σημαία, όπου διαβαζόταν η λέξη “Εμπρός”.»
 

«(…) Μια ημέρα, μια φτωχή χήρα είδε τα τρία της παιδιά να υποφέρουν από βήχα με σπασμούς. Τα δύο πρώτα οδηγήθηκαν στον ιερέα, ραντίστηκαν με αγιασμό … και πέθαναν στην αγκαλιά της. Απόμεινε το τρίτο, το μόνο πλάσμα πάνω στη γη που είχε πια για να αγαπά. Η δύστυχη γυναίκα, γονατισμένη εμπρός στο κρεβατάκι του αγαπημένου της, επικαλέστηκε για χάρη του όλους τους αγίους του χριστιανικού παραδείσου. Αλλά ο καταραμένος βήχας συνέχισε να αντηχεί απαίσια στα αφτιά της μητέρας. Μέσα στην απελπισία της (…) βγήκε ξυπόλητη από την καλύβα κατά τα μεσάνυχτα, και στρέφοντας ολόγυρα ανήσυχο το βλέμμα της, μάζεψε (…) άνθη και φύλλα από κάποιο κακόφημο φυτό, με άσχημη μυρωδιά, από το οποίο απομάκρυναν με φόβο οι βοσκοί τις κατσίκες τους. 

Επιστρέφοντας στο σπίτι, βούτηξε το ύποπτο βοτάνι σε ζεστό νερό, και ανακατεύοντάς το με μέλι, πρόσφερε το φάρμακο στο παιδάκι της που ανάσαινε με δυσκολία. Ο βήχας τότε σταμάτησε και ύπνος βαθύς έκλεισε τα βλέφαρα του αρρώστου κάτω από την επίδραση του σωτήριου φίλτρου, ενώ λίγες ημέρες αργότερα το παιδάκι έπαιζε εύθυμα κοντά στο κατώφλι της καλύβας – αλλά η δύστυχη μητέρα σάπιζε στα υπόγεια μοναστηριού. Γιατί κάποιος διάκος ή κωδωνοκρούστης, βγαίνοντας τα μεσάνυχτα από το καπηλειό ή το κρεβάτι πόρνης, είχε κατασκοπεύσει και καταγγείλει την δύστυχη ως φαρμακεύτρια μάγισσα. Μάταια ανέφερε η ταλαίπωρη, για να δικαιολογηθεί, τον θάνατο των δύο άλλων της παιδιών και τον κίνδυνο να πεθάνει εκείνο που επέζησε, τους φόβους και τη μητρική της απελπισία. Τα ρασοφόρα θηρία παρέμειναν ασυγκίνητα - αφού έκοψαν το ιερόσυλο χέρι και έσπασαν ένα προς ένα τα κόκκαλά της, έριξαν έπειτα τον άμορφο αυτό αιματοβαμμένο ανθρώπινο όγκο που βογκούσε στην πυρά. Τα πρακτικά των ιεροδικείων αποτελούν μια μεγάλη σειρά τόμων από φύλλα και κάθε φύλλο περιέχει μια τέτοια ιστορία.»
 
Η Εκκλησία τις αποκάλεσε «Μάγισσες», τις αφόρισε, τις βασάνισε, τις έκαιγε, επειδή παρέβαιναν το γράμμα του φωτός του αληθινού που μόνο από αυτήν εκπορευόταν. 
 
Εκείνες με πυξίδα το ανθρωποκεντρικό προοδευτικό παρελθόν του Ιπποκράτη, διέσωσαν τις επιστημονικές γνώσεις, κι ας ονομάζονταν φίλτρα και μαγικά βότανα του Σατανά επί μια χιλιετία. Κι έτσι εξετράπη σταδιακά η μοίρα της ανθρωπότητας από το σκοτάδι του Μεσαίωνα.