Βιασμοί εν καιρώ πολέμου: η ώρα να αποδοθεί δικαιοσύνη...

Οι βιασμοί κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων δεν συνιστούν καινούριο φαινόμενο, αλλά έχουν συχνά και εσκεμμένα χρησιμοποιηθεί ως «όπλο» και ως μέθοδος αποδυνάμωσης του εχθρού. 

 
Κατατάσσονται σήμερα ανάμεσα στα πιο ειδεχθή εγκλήματα, καθώς προσβάλλουν το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν ανυπολόγιστες ψυχοσωματικές συνέπειες πρωτίστως στο θύμα και, δευτερευόντως, στα άτομα που αποτελούν το στενό συγγενικό του περιβάλλον. Ωστόσο, «ο βιασμός είναι ένα από τα λιγότερο καταγεγραμμένα εγκλήματα πολέμου, καθώς τα θύματα, εάν επιβιώσουν, σπάνια το εκμυστηρεύονται. Μόνο τα πιο βάναυσα περιστατικά, ή όσα γίνονται σε κοινή θέα, καταγράφονται», έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ο Pablo Castillo Diaz, ειδικός του Ο.Η.Ε. για θέματα σεξουαλικής βίας σε εμπόλεμες ζώνες.

Ο βιασμός άρχισε να διώκεται ως έγκλημα του διεθνούς ποινικού δικαίου μόλις το 1998, από το ad hoc Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, μετά την ανακάλυψη των στρατοπέδων βιασμών στη χώρα. Κατά την ίδια περίοδο, αξιωματικοί στη Rwanda κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του 1994. Το Δικαστήριο για τη Rwanda παρατήρησε, μάλιστα, ότι ο βιασμός μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως γενοκτονία στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα, παρόλο που ο βιασμός δεν αναφερόταν στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1948 για τη γενοκτονία, το Δικαστήριο για τη Rwanda διαπίστωσε ότι οι συστηματικοί και εκτεταμένοι βιασμοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καταστροφή μιας εθνοτικής ή θρησκευτικής ομάδας, ή και ενός έθνους (Ellis, 2006).

Παράλληλα, με τη δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Δ.Π.Δ.) -στις 17 Ιουλίου του 1998- και την υιοθέτηση του Καταστατικού της Ρώμης, ο βιασμός ορίστηκε ρητά ως «έγκλημα πολέμου» και ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Στο Άρθρο 7 του Καταστατικού γίνεται μια απαρίθμηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, στην οποία περιλαμβάνονται -μεταξύ άλλων- ο βιασμός, η ανθρωποκτονία και τα βασανιστήρια, όταν οι πράξεις αυτές διαπράττονται ενσυνείδητα, ως μέρος μιας ευρείας ή συστηματικής δράσης κατά του άμαχου πληθυσμού στο πλαίσιο μιας ένοπλης σύρραξης.
 
Κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η δικαιοδοσία του Δ.Π.Δ. (Άρθρο 5 του Καταστατικού) περιορίζεται στα σοβαρότερα εγκλήματα που επηρεάζουν τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της, και συγκεκριμένα στο έγκλημα της γενοκτονίας, σε εγκλήματα πολέμου, σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, καθώς και στο έγκλημα της επίθεσης. Εν συνεχεία, καθορίζεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία ratione temporis (Άρθρο 11 του Καταστατικού) – δηλαδή, δεν μπορεί να δικάσει κατηγορουμένους που φέρονται να έχουν τελέσει εγκλήματα πριν από την έναρξη ισχύος του Καταστατικού, ήτοι πριν από την 1η Ιουλίου του 2002. Με άλλα λόγια, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να ισχύσει αναδρομικά.

 Όσον αφορά στις προϋποθέσεις της δικαιοδοσίας αυτής (Άρθρο 12 του Καταστατικού), το Δικαστήριο μπορεί να δικάζει υποθέσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος κράτους-μέλους του Καταστατικού, ή στις οποίες το κρινόμενο έγκλημα έλαβε χώρα σε έδαφος κράτους-μέλους, ή σε περίπτωση που η υπόθεση παραπέμπεται στο δικαστήριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Επίσης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το Δ.Π.Δ. δικάζει άτομα και όχι κράτη, και ότι η κρίση του βασίζεται στην αρχή της συμπληρωματικότητας – που σημαίνει πως το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία μόνο όταν τα εθνικά όργανα απονομής δικαιοσύνης εμφανίζονται είτε απρόθυμα είτε αδύναμα να προχωρήσουν στην εκδίκαση εγκλημάτων του διεθνούς ποινικού δικαίου.

Κατά το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο -ή δίκαιο του πολέμου-, το έγκλημα του βιασμού προβλέπεται στο Άρθρο 27 παρ. 2 της 4ης Συμβάσεως της Γενεύης του 1949 για την προστασία των αμάχων εν καιρώ πολέμου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, «οι γυναίκες θα τυγχάνουν ειδικής προστασίας εναντίον κάθε επίθεσης κατά της τιμής τους, ιδίως εναντίον βιασμού, εξαναγκασμού σε πορνεία, ή οποιασδήποτε μορφής άσεμνης επίθεσης». Μια πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό είναι ότι δεν παρέχεται αντίστοιχη προστασία και στα δύο φύλα, καθώς η διάταξη αυτή αναφέρεται ρητά στις γυναίκες, και δεν περιλαμβάνει τους άνδρες, ενώ τα κορίτσια συγκαταλέγονται στην κατηγορία των γυναικών. 

Επιπρόσθετα, η διάταξη αυτή ανάγει τον βιασμό σε έγκλημα που στρέφεται κατά της τιμής, και προσβάλλει την αξιοπρέπεια της γυναίκας, ενώ ουδόλως αναφέρεται στην προστασία του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, και στην αξία του ανθρώπου. Υπό το πρίσμα αυτό, η Σύμβαση απέτυχε να αποδώσει τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του βιασμού, εντάσσοντάς τον στο πεδίο της προσβολής της τιμής του θύματος, ως πράξη ατιμωτική για τη γυναίκα που την υφίσταται (Niarchos, 1995).

Για τους ανωτέρω λόγους, καθίσταται πρόδηλο ότι η καθιέρωση ενός πλήρους και σαφούς ορισμού αποτέλεσε αδήριτη ανάγκη για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Έτσι, επηρεασμένο σε μεγάλο βαθμό από τις υποθέσεις των ad hoc Δικαστηρίων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και για τη Rwanda, και κατόπιν επίμονων διαπραγματεύσεων και επανεξέτασης των νέων δεδομένων, το Δικαστήριο υιοθέτησε -μόλις το 2010- τα Στοιχεία Εγκλημάτων (Elements of Crimes), τα οποία προβλέπουν ότι για το έγκλημα του βιασμού πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
  1. «Ο δράστης εισέβαλε στο σώμα ενός ατόμου με επαφή που έχει ως αποτέλεσμα τη  διείσδυση, καίτοι μικρή, οποιουδήποτε τμήματος του σώματος του θύματος ή του δράστη με ένα γενετήσιο όργανο, ή του πρωκτού ή γενετήσιου (genital) ανοίγματος του σώματος του θύματος με οποιοδήποτε αντικείμενο ή κάθε άλλο μέρος του σώματος.
  2. Η προσβολή τελέστηκε με τη χρήση βίας, ή απειλής βίας, ή καταναγκασμού, όπως αυτού που προκαλείται από φόβο σωματικής βίας, περιορισμού, κράτησης, ψυχολογικής καταπίεσης, ή κατάχρησης ισχύος ενάντια στο ίδιο πρόσωπο ή οποιοδήποτε τρίτο άτομο, ή εκμεταλλευόμενος ένα καταναγκαστικό περιβάλλον, ή η προσβολή τελέστηκε κατά ενός ατόμου ανίκανου να δώσει γνήσια συναίνεση για τη γενετήσια πράξη.
  3. Η επαφή συνέβη στα πλαίσια, και είχε σχέση με μία διεθνή ένοπλη σύρραξη ή με μία ένοπλη σύρραξη μη διεθνούς χαρακτήρα.
  4. Ο δράστης είχε επίγνωση των πραγματικών περιστατικών της ύπαρξης μίας ένοπλης σύρραξης» (Elements of crime, ICC, 2010).
Στον συγκεκριμένο ορισμό δεν υφίσταται φυλετικό πρόσημο ούτε ως προς το πιθανό θύμα ούτε ως προς τον πιθανό δράστη -γεγονός που σημαίνει ότι και μια γυναίκα μπορεί να καταστεί δράστης-, ενώ ουδεμία διάκριση γίνεται ως προς τους τρόπους τέλεσης. Ειδικότερα, στην Υπόθεση Akayesu, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι διεισδύσεις με τα δάκτυλα, η χρήση γλώσσας και αντικειμένων, αλλά και ο «αναγκαστικός στοματικός έρωτας» μπορούν κάλλιστα να πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του βιασμού (Weiner, 2013). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε καμία διάκριση όσον αφορά στις πιθανές κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος που παραβιάζονται (Maier, 2011).

Ορόσημο στη νομολογία του Δ.Π.Δ. συνιστά η ετυμηγορία του Δικαστηρίου κατά του πρώην Διοικητή του Κονγκό, Jean-Pierre Bemba, επικεφαλής της Κινήσεως για την απελευθέρωση του Κονγκό και πρώην Αντιπροέδρου της εν λόγω Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Bemba είναι ο πρώτος ηγέτης που καταδικάζεται από το Δ.Π.Δ. για εγκλήματα πολέμου που συνίστανται σε σεξουαλική βία -μεταξύ των οποίων και ο βιασμός-, καθώς και o πρώτος Διοικητής που θεωρήθηκε υπαίτιος για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι άντρες του, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν έλαβε άμεσα μέρος σε αυτά. 

Ειδικότερα, βρέθηκε υπεύθυνος ως πρόσωπο που ενεργούσε στην πράξη ως στρατιωτικός διοικητής, με βάση τα Άρθρα 25 (3)α και 28 του Καταστατικού του Δ.Π.Δ., και καταδικάστηκε για τις εγκληματικές πράξεις τις οποίες τέλεσαν οι στρατιώτες της Κίνησης για την απελευθέρωση του Κονγκό στην επικράτεια της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας κατά το χρονικό διάστημα 2002-2003. Ακόμη και αν ο Bemba πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σύγκρουσης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η επιτροπή των τριών δικαστών δήλωσε ότι αυτός ήταν σε θέση να επικοινωνήσει ανά πάσα στιγμή με τα στρατεύματά του, και να αποτρέψει τα εγκλήματα (The Prosecutor v. Jean-Pierre Bemba Gombo, 2016).

Ο Jean-Pierre Bemba στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Στις 21 Ιουνίου 2016, το Δικαστήριο καταδίκασε τον Bemba σε συνολική ποινή κάθειρξης 18 ετών -η οποία είναι η βαρύτερη που έχει επιβάλει ποτέ-, και του υπέβαλε πρόστιμο ύψους 300.000 ευρώ για δωροδοκίες μαρτύρων σε προηγούμενες δίκες. Η Εισαγγελέας Fatou Bensouda είχε ζητήσει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 25 ετών για τους βιασμούς, τις δολοφονίες και τις λεηλασίες στις οποίες προέβη ο στρατός του «με ασυνήθιστη βαρβαρότητα«. 

Πράγματι, η δικαστής Steiner δήλωσε πως γυναίκες, κορίτσια, ακόμη και άντρες βρέθηκαν στο στόχαστρο των δυνάμεων του Bemba. Το Δ.Π.Δ. είχε να αντιμετωπίσει -μεταξύ άλλων- βιασμούς ανήλικων παιδιών κάτω των 15 ετών, ενώ δεν έλειπαν περιστατικά ομαδικών βιασμών μπροστά σε άλλα μέλη της οικογένειας, καθώς και βιασμοί αντρών με όπλο, όταν τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για τον βιασμό των γυναικών τους.

Αναμφίβολα, το Δικαστήριο προέβη σε ένα αξιοσημείωτο βήμα, καθώς -για πρώτη φορά- αναγνώρισε τον βιασμό ως έγκλημα πολέμου και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, σηματοδοτώντας την καταπολέμηση της ατιμωρησίας για τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά τη διάρκεια ενόπλων συρράξεων. Το ζήτημα που τίθεται, όμως, είναι το κατά πόσο η υπόθεση αυτή μπορεί να δώσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την εκδίκαση παρεμφερών υποθέσεων, και, κατ’ επέκταση, να λειτουργήσει ως ισχυρό αποτρεπτικό μέτρο κατά συναφών μελλοντικών παραβάσεων.

Τρεις μήνες μετά την υπόθεση του Bemba, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, το Δ.Π.Δ. καταδίκασε τον Ahmad al-Faqi al-Mahdi, μέλος του Ansar Dine -μιας ισλαμιστικής πολιτοφυλακής των Tuareg στη Βόρεια Αφρική-, σε 9 χρόνια φυλάκισης για εγκλήματα που αφορούσαν την καταστροφή ιστορικών μουσουλμανικών μνημείων στην πόλη Timbuktu του Mali, τα οποία προστατεύονταν από την UNESCO. Στην υπόθεση αυτή, το Δ.Π.Δ. εστίασε αποκλειστικά στην καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, και όχι σε εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, υποβαθμίζοντας αυτόν σε δευτερεύων ζήτημα. 

Παρότι ο al-Mahdi παραδέχτηκε την ενοχή του, το Δικαστήριο επέλεξε να μην διενεργήσει διεξοδική έρευνα για τους βιασμούς που φαίνεται ότι είχαν λάβει χώρα στο Timbuktu κατά τη διάρκεια της κατοχής. Παρά τη συλλογή στοιχείων από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (F.I.D.H.) με έδρα το Παρίσι, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι δεν διαθέτει αρκετά ισχυρά στοιχεία για να απαγγείλει σχετικές κατηγορίες στον al-Mahdi. Ειδικότερα, το Δ.Π.Δ. δήλωσε ότι η στοιχειοθέτηση μιας υπόθεσης σχετικής με τη σεξουαλική βία είναι μια ιδιαίτερα χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι περιορισμένοι πόροι του (Forestier, 2016).

Ο Ahmad al-Faqi al-Mahdi στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Ύστερα από αυτές τις υποθέσεις, πολλές αφρικανικές Κυβερνήσεις απείλησαν ότι θα αποσυρθούν από το Δικαστήριο λόγω της ασύμμετρης στοχοποίησης Αφρικανών ηγετών, μιας και, από τις 10 έρευνες που βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά την περίοδο εκείνη, μόνο η διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου στη Γεωργία συνιστούσε μη αφρικανική περίπτωση (Krever, 2016). Ως αποτέλεσμα, τον Οκτώβριο του 2016, το Burundi, η Gambia και η Νότια Αφρική ανακοίνωσαν -ως ένδειξη διαμαρτυρίας- την αποχώρησή τους από το Καταστατικό της Ρώμης, κατηγορώντας το Δικαστήριο ότι μεροληπτεί σε βάρος των αφρικανικών χωρών, και ότι παραβλέπει εγκλήματα πολέμου που έλαβαν χώρα σε άλλα κράτη-μέλη. 

χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η υπόθεση των Αμερικανών στρατιωτικών που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν κατά την περίοδο 2003-2004, για τα οποία η προκαταρκτική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και κάμποσα χρόνια (Somini Sengupta & Marlise Simons, 2016). Εντούτοις, η Νότια Αφρική και η Gambia ανακάλεσαν την αποχώρησή τους, έπειτα από την απόφαση του Δικαστηρίου να κηρύξει τη δήλωσή τους αυτή «άκυρη» (Onishi, 2017).

Η καταδίκη του Bemba σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αλλά και για χιλιάδες γυναίκες, παιδιά και άντρες που έπεσαν θύματα βιασμού. Πριν από αυτή, ουδείς είχε καταδικαστεί από το Δικαστήριο για το έγκλημα του βιασμού, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο την εξέλιξη του διεθνούς ποινικού δικαίου προς μια θετική κατεύθυνση. Το ερώτημα που τίθεται, όμως, είναι κατά πόσο το εν λόγω βήμα μπορεί να δώσει τέλος στον φαύλο κύκλο ατιμωρησίας των περιπτώσεων σεξουαλικής βίας. Έπειτα από την υπόθεση του al-Μahdi, αλλά και την ταυτόχρονη κωλυσιεργία εκδίκασης παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο εμφανίζεται να χρησιμοποιεί «δυο μέτρα και δυο σταθμά». Αν, λοιπόν, δεν υπάρξει δίκαιη και αδιάβλητη απονομή της δικαιοσύνης, τότε οι δράστες εγκλημάτων βιασμού θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν σχεδόν πλήρη ατιμωρησία.

Μαριάννα Χαλικιά.
powerpolitics.eu


Πηγές:
  1. Bowcott, O. (2016). Congo politician guilty in first ICC trial to focus on rape as a war crime. [online] the Guardian. Available at: https://www.theguardian.com/world/2016/mar/21/icc-finds-ex-congolese-vice-president-jean-pierre-bemba-guilty-of-war-crimes [Accessed 23 Jun. 2017].
  2. Burke, J. (2016). Jean-Pierre Bemba sentenced to 18 years in prison by international criminal court. [online] the Guardian. Available at: https://www.theguardian.com/law/2016/jun/21/jean-pierre-bemba-sentenced-to-18-years-in-prison-by-international-criminal-court [Accessed 23 Jun. 2017].
  3. Elements of crimes. (2011). The Hague: International Criminal Court.
  4. Ellis, M. (n.d.). Consensus Increases on Rape in International Law. [online] Clg.portalxm.com. Available at: https://clg.portalxm.com/library/keytext.cfm?keytext_id=200 [Accessed 23 Jun. 2017].
  5. Forestier, M. (2016). ICC to War Criminals: Destroying Shrines Is Worse Than Rape. [online] Foreign Policy. Available at: http://foreignpolicy.com/2016/08/22/icc-to-war-criminals-destroying-shrines-is-worse-than-rape-timbuktu-mali-al-mahdi/ [Accessed 23 Jun. 2017].
  6. Firstpost. (2016). Historic judgement: International Criminal Court recognises rape as war crime, convicts Jean-Pierre Bemba. [online] Available at: http://www.firstpost.com/world/historic-judgement-international-criminal-court-recognises-rape-as-war-crime-convicts-jean-pierre-bemba-2688952.html [Accessed 23 Jun. 2017]
  7. International Justice Resource Center. (2017). ICC Asserts Jurisdiction over Rape, Sexual Slavery Charges Against Ntaganda. [online] Available at: http://www.ijrcenter.org/2017/01/17/icc-asserts-jurisdiction-over-rape-sexual-slavery-charges-against-ntaganda/ [Accessed 23 Jun. 2017].
  8. Kivlahan, C. and Ewigman, N. (2010). Rape as a weapon of war in modern conflicts. BMJ, 340(jun24 1), pp.c3270-c3270.
  9. Krever, T. (2016). Africa in the Dock: On ICC Bias. [online] Critical Legal Thinking. Available at: http://criticallegalthinking.com/2016/10/30/africa-in-the-dock-icc-bias/ [Accessed 23 Jun. 2017].
  10. Maier, N. (2011). THE CRIME OF RAPE UNDER THE ROME STATUTE OF THE ICC: with a special emphasis on the jurisprudence of the Ad Hoc Criminal Tribunals. [online] Amsterdamlawforum.org. Available at: http://amsterdamlawforum.org/article/download/209/397 [Accessed 23 Jun. 2017].
  11. Onishi, N. (2017). South Africa Reverses Withdrawal From International Criminal Court. [online] Nytimes.com. Available at: https://www.nytimes.com/2017/03/08/world/africa/south-africa-icc-withdrawal.html [Accessed 23 Jun. 2017].
  12. Anon, (2016). The Prosecutor v. Jean-Pierre Bemba Gombo. [online] Available at: https://www.icc-cpi.int/Pages/record.aspx?docNo=ICC-01%2F05-01%2F08-3343&ln=en [Accessed 23 Jun. 2017].
  13. UN News Service Section. (2016). UN welcomes ICC’s first conviction for rape as war crime. [online] Available at: http://www.un.org/apps/news/story.asp?NewsID=53523#.WTrRU9y_zIW [Accessed 23 Jun. 2017].
  14. Walker, P. (2009). Former Congo leader Jean-Pierre Bemba accused of rape and torture. [online] the Guardian. Available at: https://www.theguardian.com/world/2009/jan/13/congo-bemba-war-crimes-trial-hague [Accessed 23 Jun. 2017].
  15. Γιαννίκος, Α. (2016). Σε 18 χρόνια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Ζαν Πιερ Μπεμπά από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. [online] CNN.gr. Available at: http://www.cnn.gr/news/kosmos/story/36528/se-18-xronia-katheirxi-katadikastike-o-zan-pier-mpempa-apo-to-diethnes-dikastirio-tis-xagis [Accessed 23 Jun. 2017].
  16. Ministryofjustice.gr. (2002). Η Εφημερίς της Ελληνικής Κυβερνήσεως – Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. [online] Available at: http://www.ministryofjustice.gr/site/LinkClick.aspx?fileticket=448O7ojhqGY%3D&tabid=132 [Accessed 23 Jun. 2017].
  17. Dormann, K. (2002). Elements of War Crimes under the Rome Statute of the International Criminal Court.
  18. Ellis, M. (2007). Breaking the Silence: Rape as an International Crime. [online] Scholarlycommons.law.case.edu. Available at: http://scholarlycommons.law.case.edu/jil/vol38/iss2/3/ [Accessed 23 Jun. 2017].
  19. Niarchos, C. (1995). Women, War, and Rape: Challenges Facing the International Tribunal for the Former Yugoslavia. The Johns Hopkins University Press.
  20. Sellers, P. and Rosenthal, I. (2015). Chapter 17. Rape and Other Sexual Violence. Oxford University Press.
  21. Simons, S. (2016). U.S. Forces May Have Committed War Crimes in Afghanistan, Prosecutor Says. [online] Nytimes.com. Available at: https://www.nytimes.com/2016/11/15/world/asia/united-states-torture-afghanistan-international-criminal-court.html [Accessed 23 Jun. 2017].
  22. Weiner, P. (2013). The Evolving Jurisprudence of the Crime of Rape in International Criminal Law. [online] Lawdigitalcommons.bc.edu. Available at: http://lawdigitalcommons.bc.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=3321&context=bclr [Accessed 23 Jun. 2017].