Για τον ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο του νεοέλληνα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΕΜΠΑΣ
Η «ελληνική νεωτερική ταυτότητα», όπως αποκαλείται από κάποιους ή η «ελληνική ψυχή», όπως αποκαλείται από άλλους, στην κυρίαρχη μορφή της χαρακτηρίζεται  από μια αντιφατικότητα (γιατί δε μπορεί να μιλά κανένας για ενιαία εθνική ταυτότητα, αφού αυτή συγκροτείται: από διαφορετικές αλληλοσυμπληρούμενες και συχνά αντικρουόμενες συλλογικές αυτο-κατανοήσεις) 




Αυτή προέρχεται από τη συνύπαρξη «ανατολής-δύσης» και «βορρά-νότου» στον ιστορικό ελλαδικό χώρο:  μεγάλη ευελιξία και φαντασία, αλλά και «κολλήματα» σε διάφορες πεποιθήσεις-παραδόσεις. Δεν υπακούει σε εμπόδια και εξωτερικούς περιορισμούς, αλλά τις περισσότερες φορές δέχεται τις «εσωτερικές αδυναμίες-αμαρτίες» της χωρίς προσπάθεια βελτίωσης. 


Τις εξωτερικές ετεροκαθορισμένες εξουσίες, τις αντιμετωπίζει συνήθως όχι ευθέως, αλλά ξεφεύγοντας «δια του πλαγίου τρόπου». Γενικά φαίνεται να είναι  πολύ λίγο δεκτική στην εσωτερική και εξωτερική πειθάρχηση.



Η ελευθερία φαίνεται να είναι η υπέρτατη αξία της ελληνικής ταυτότητας και γι αυτό είναι κινητική και κοινωνικά διαπερατή, αλλά δεν μιλά εύκολα για τον «εαυτό» της. Ενώ δεν δέχεται εύκολα την κοινωνική ιεραρχία, μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της αρχηγό και «πρόεδρο» και ενδόμυχα το σκοπεύει σχεδόν πάντα. 


Θεμελιώδης επίσης αξία είναι «ο εαυτός» και η εσωτερική ικανοποίηση έχει την πρωτοκαθεδρία-αγαπά τον εαυτό και τους φίλους- συγγενείς( αλλά δύσκολα τους «ξένους» και τους άλλους). Και όταν ερωτεύεται, δεν το κάνει συνήθως ανιδιοτελώς.
 Τα μεγάλης διάρκειας καλοκαίρια έχουν σαν αποτέλεσμα μια «ξεγνοιασιά» του τραγουδιστή «τζίτζικα» και μια επιμήκυνση  της στάσης της  νιότης. Επακόλουθο είναι και μια συμπεριφορά που δεν χαρακτηρίζεται από την οικονομικότητα του νεωτερικού ανθρώπου-του homo economicus. 



Λόγω ιστορικής συνείδησης αντιλαμβάνεται το αστικό κράτος σαν  «ξένο» προς την κοινωνία-Τουρκοκρατία, Βαυαροκρατία-  ώστε φθάνει μέχρι του σημείου να μη πληρώνει φόρους προς αυτό
[1]
. Ιδιαίτερα μετά το συγκεντρωτικό κράτος που δημιουργήθηκε και το σταδιακό μαρασμό των κοινοτήτων , απωλέσθηκε ένα μεγάλο κομμάτι διαφορετικών αφηγήσεων ζωής. 



Αν εξαιρέσουμε δύο μικρές σε διάρκεια στιγμές κοινωνικής αυτοθέσμισης (αυτοδιοικητικοί θεσμοί κατά την Εθνική Αντίσταση, πολιτική αυτονομία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου), η ελληνική κοινωνία δεν έχει να επιδείξει άλλα παραδείγματα αυτοοργάνωσης.
Δίνει τεράστια σημασία στην παιδεία- όχι συνήθως για αυτοικανοποίηση, αλλά για κοινωνική ανέλιξη. Είναι ταξιδεύτρια και χωρίς λόγο, αλλά συνήθως χωρίς φρένα(χωρίς ταμπού). 



Αυτοπεριορίζεται μόνο στη βάση της δικής της κατανόησης και στη βάση της δικής της προσωπικής «θεωρίας για τη ζωή». Δύσκολα συντονίζεται με τις άλλες κι η αδυναμία της να συγκροτήσει «κοινότητα» είναι παροιμιώδης. Έχοντας κληρονομήσει ιστορικά τη θεατρικότητα από τους αρχαίους, παίζει συχνά εφήμερους και αντιφατικούς ρόλους, μεταξύ του ρόλου του «ελληνάρα» και του «ραγιά».



 Τις τελευταίες δεκαετίες έχει μετατραπεί σε καταναλωτή του «δυτικού μοντέλου» με το ιδιοτελές «θέλω» για «σαβούρες»(ιδίως στις μικρές ηλικίες), αλλά νοσταλγεί και την ποιότητα του «καλαθιού της γιαγιάς από το χωριό»(οι μεγαλύτερες ηλικίες που είχαν την ευκαιρία να το γευθούν). 





Θαυμάζει τα «επιτεύγματα» της επιστήμης και τεχνολογίας, αλλά δεν δίνει αξία στο να τα επιδιώξει και η ίδια( «σιγά μην ασχοληθώ»). Θέλει την «ανάπτυξη» και τα βολέματά της, αλλά η ίδια «ναυάγησε» στη προσπάθεια να την επιτύχει κ.λπ., κ.λπ.



Συμπερασματικά: ακριβώς αυτή η αντιφατική φύση του «νεοέλληνα» τον κάνει να παίρνει και αντιφατική θέση σε σχέση με τις προτάσεις για μετάβαση σε ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο. Ενώ στα λόγια μπορεί να αποδέχεται την αναγκαιότητα της μετάβασης, στην πράξη δεν είναι και πολύ διατεθειμένος να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες.


 Επειδή με τη σημερινή κρίση «ξεβολεύεται», μπορεί εύκολα να αντιστέκεται στη «φτωχοποίησή» του, αλλά δύσκολα αποφασίζει να κινηθεί προς καινούργια θετική κατεύθυνση. Και αυτό χαρακτηρίζει την πλειονότητα, είτε πολιτικά αισθάνεται και δηλώνει σαν «προοδευτικός-αριστερός», είτε σαν «συντηρητικός-δεξιός».


Γενικά: για να αλλάξει ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος, που έχει διαμορφώσει σήμερα ο καπιταλισμός, θα χρειασθεί να αλλάξουν οι κοινωνικοπολιτικές αξίες του. Να αλλάξει, όπως είπαμε ήδη, το αξιακό σύστημα. «Γιατί άλλο είναι η ζωή, και άλλο αυτό που ζούμε»(Γιάννης Μακριδάκης). Να δώσουμε άλλο νόημα στη ζωή.


[1]Η οικονομική ελίτ μάλιστα ήταν πάντα κοσμοπολίτικη -καταγόμενη βασικά από τις παροικίες, πριν τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους- και δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, ούτε για τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, μεταφέροντας τα κέρδη της συνήθως στο εξωτερικό.

topikopoiisi.eu

Βοηθήστε την "Ιδεοπηγή", γράψτε ένα σχόλιο, διαδώστε τις αναρτήσεις...